«Ό,τι σκοτώνεις είναι δικό σου για πάντα», είχαν πει οι Τρύπες. "Ισχύει όμως κάτι τέτοιο;" σκέφτηκε. "Και αν ναι, σε κάνει ευτυχισμένο να κρατάς κάτι νεκρό στο πλάι σου, μόνο και μόνο επειδή πλέον δε μπορεί να φύγει;"
Ήταν το βράδυ που ο χρόνος άλλαζε. Τα φωτάκια λάμπουν θαμπά όταν τα κοιτάς με μισόκλειστα μάτια, είχε παρατηρήσει από μικρή. "Και όταν καπνίζεις", είπε ο ενήλικος εαυτός. Κάπου ανάμεσα σε πρόωρα μηνύματα, τηλέφωνα που έγιναν ενοχικά, τηλεοπτικές κλισέ ευχές και εκείνα τα φαντασμαγορικά πυροτεχνήματα του Σύδνεϋ, ένας χρόνος έπαιρνε τη βαλίτσα του και έκλεινε την πόρτα. Αθόρυβα; Οριστικά;
Αναστέναξε καθώς σηκωνόταν από τον καναπέ για να ξεπιαστεί. Από τα διπλανά διαμερίσματα ακούγονταν τραγούδια και τακούνια που χτυπάνε ρυθμικά το πλακάκι. Δεν είχε κατέβει στο ρεβεγιόν, φυσικά. "Αφού αυτό θέλεις..." είχε πει η μαμά και εδώ και ώρα ήταν φευγάτη. "Δεν επέμεινε και πολύ για να με πείσει" σκέφτηκε δυνατά. "Πρωτότυπο...". Η φωνή της ακούστηκε παράξενα δυνατή μέσα στο άδειο σπίτι, που άξαφνα της φάνηκε μίζερο και παράταιρα στολισμένο. Δε συμπαθούσε ποτέ την Πρωτοχρονιά. Πάντα το έλατο της θύμιζε γυναίκα που περιμένει κάποιον ντυμένη στην πένα, ο οποίος όμως δε θα ξανάρθει -μέχρι του χρόνου τουλάχιστον. Πάντα θλιβερές οι πρωτοχρονιές λοιπόν. Ποιό το νόημα της χαράς αφού οι γιορτές μπαίνουν στην τελική ευθεία; "Ρουτίνα και πάλι" αναλογίστηκε.
Ξαφνικά όμως σταμάτησε να περπατά. 'Ηταν αλήθεια τόσο εύκολο να πει αντίο σε αυτή τη χρονιά; Μήπως σιχαινόταν τόσο τις τυπικές ευχές και την ανασχόληση όλων με την επισκόπηση όσων έγιναν, επειδή η ίδια δεν έδινε στον εαυτό της την πολυτέλεια να το κάνει;
Βγήκε στο μπαλκόνι. Δεν έκανε ιδιαίτερο κρύο και δεν της άρεσε καθόλου. Βολεύτηκε σε μια καρέκλα, άπλωσε τα πόδια στα κάγκελα και βάλθηκε να στρίψει ένα τσιγάρο. "Σαν τις ταινίες" σκέφτηκε. Πόσες φορές άλλωστε δεν είχε φανταστεί πώς ζούσε σα να την ακολουθεί μονίμως μια κάμερα; Κάποτε της άρεσε. Πλέον -όχι χωρίς ζόρι- είχε μάθει να ζει μόνο για κείνη, και όχι να αρκείται στο να παρατηρεί. Και αυτό έφτανε, ίσως όχι μόνο για απόψε.
Τα τραγούδια στο κινητό ήταν σταματημένα στο C. Φόρεσε τα ακουστικά και οι Calexico της τραγούδησαν για μια μαύρη καρδιά και μια παγωμένη άνοιξη που σε αναγκάζει να μείνεις στα χαμηλά.
Ξαφνικά χαμογέλασε. Το τραγούδι δε σήμαινε πια πολλά. Κάθε μέρα και λιγότερα. Φέτος είχε σκοτώσει κάτι, και σε αντίθεση με παλιά, δε το κράτησε κοντά της. Κάπου στο βάθος ακούστηκαν πυροτεχνήματα και φωνές. "Οι μνήμες δε σβήνονται" αναλογίστηκε, "αλλά δεν σε εμποδίζουν κι από το να τρέξεις ελεύθερος, αν το θέλεις. Ίσα-ίσα, σε βοηθούν να σηκωθείς πιο γρήγορα, όταν ξαναπέσεις".
Το τηλέφωνο άρχισε να χτυπά. Ο νέος χρόνος είχε πλέον μπει.
σχόλια