Ωδή στα Χριστουγεννιάτικα στολίδια

Ωδή στα Χριστουγεννιάτικα στολίδια Facebook Twitter
0

Ήρθε πάλι εκείνη η ώρα που πρέπει να μαζέψω τα απομεινάρια της γιορτινής ατμόσφαιρας. Μικρή τέτοια στιγμή, όταν το επόμενο πρωινό του ξεσαλώματος, μαζεύεις τα άδεια ποτήρια και τις στάχτες των τσιγάρων από παντού στο σπίτι, γεμίζοντας το νεροχύτη από τον απόηχο. Μεγαλύτερη τέτοια στιγμή, όταν μαζεύεις τα κοντομάνικα, αποχαιρετώντας το καλοκαίρι που φεύγει, χωρώντας τις διακοπές, την άμμο και την θαλασσινή αλμύρα στα νάυλον, τσαλακωμένα όλα, αλλά περήφανα. Και πιο μεγάλη, μέγιστη, στιγμή μαζέματος, αυτή για τα χριστουγεννιάτικα στολίδια.

Πάντα αυτή η στιγμή με θλίβει. Δεν ξέρω αν έχει περάσει στο ασυνείδητό μου τόσο καλά το παραμύθι με το χριστουγεννιάτικο δέντρο που αργοπεθαίνει στα αζήτητα, όσο θυμάται στιγμές δόξας και χαράς κάτω από τον κατάφωτο πολυέλαιο.

Αποκαθηλώνω τα στολίδια, ένα για κάθε στιγμή, για κάθε καφέ, για κάθε φίλο, για κάθε χαμόγελο. Τα φωτάκια, οδεύουν προς την αποθήκη πιασμένα χέρι χέρι, τραβώντας τον χορό του Ζαλόγγου, στερημένα της ζωής της ηλεκτρικής ενέργειας. Γίνονται πάλι απλά καλώδια, μπερδεμένα, αναγκαστικά δεμένα το ένα με το άλλο, χωρίς περιθώριο αυτονομίας.

Σαν κι εμάς, ένα πράγμα. Μαζί με τους φίλους και τα μέλη της οικογένειας του καθενός, συνδεδεμένοι, λάμπουμε όλοι από ζωή. Οταν ένας σβήσει ή τρεμοπαίξει, διακυβεύεται το οικοδόμημα της ύπαρξης και πρέπει κάτι να γίνει για να διατηρηθούμε όλοι στην απίθανη αυτή τάξη.

Δεν ξέρω, πάλι, αν είναι ο φόρτος της προηγούμενης χρονιάς που έφυγε σέρνοντας τα πόδια της και κλείνοντας πίσω της την πόρτα. Για τον καθένα έφερε πράγματα, αλλά πιο σίγουρα, πήρε.

Κυρίως βαραίνει ότι, μαζί με τον παλιό που φεύγει, έρχεται ο νέος χρόνος, τον οποίο και πρέπει να υποδεχτούμε με χαμόγελο, μουδιασμένο, αν το σκεφτείς καλά. Γιατί πάντα μας ανακουφίζει το γνώριμο του παλιού που φεύγει, περισσότερο από το άγραφο του νέου που έρχεται. Γιατί με τον παλιό φτάσαμε κουτσά στραβά, ή και ηρωικά, στο τέρμα και επιτέλους μπορούμε να χαρούμε την ανάπαυση του πολεμιστή. Ενώ με τον νέο, πρέπει και πάλι να ζωστούμε πανοπλίες και όπλα και να βγούμε έξω, τελειώνοντας επιτυχώς την κάθε μέρα, προσκρούοντας με φόρα στο μαξιλάρι μας.

Τελικά, όμως, τίποτε από αυτά δεν είναι που κυριεύει τόσο το δικό μου το μιαλό, σε κάθε τέτοιο «μάζεμα». Ούτε η νοσταλγία για την στιγμή που φεύγει, ούτε η αδρεναλίνη από το άγνωστο που έρχεται. Είναι που αναλογίζομαι τέτοιες στιγμές πάνω απο τις μπάλες, τα ποτήρια, τις πετσέτες θαλάσσης ή τα κασκόλ, ότι τελικά δεν ξέρουμε ΑΝ ΚΑΙ ΠΩΣ θα μας βρεί η ώρα που θα χρειαστεί να ξεπακετάρουμε το επόμενο σετ αναμνήσεων και βιωμάτων, επειδή κανείς μας δεν ξέρει το παραμικρό για αυτό που η ζωή του επιφυλάσσει.

Ουδέν μονιμότερον του προσωρινού, λέω εγώ, για να ξορκίσω την πανανθρώπινη αυτή αποδοχή. Κάπου διάβασα ότι υπάρχουν άνθρωποι που απολαμβάνουν την αξία της πορσελάνης ακριβώς την στιγμή πριν σπάσει, ή κάπως έτσι. Για αυτό και τεμαχίζω τις μέρες σε λεπτά κι αυτά σε στιγμές, αυτόνομες μονάδες μέτρησης, που και μόνες τους θα φέγγουν ό,τι κι αν γίνει, ακόμα κι αν δεν υπάρξει η συνέχεια της επόμενης μονάδας. Σκοπεύω να αιχμαλωτίσω την ομορφιά της πορσελάνινης στιγμής σε εγκεφαλική και συναισθηματική τρισδιάστατη φωτογραφία και να μαζέψω όσο πιό πολλές τέτοιες στο πατάρι του μιαλού μου μπορώ, χωρίς να με νοιάζει αν και πότε θα την ξαναντικρύσω. 'Αλλωστε νομίζω ότι η χαρά του φωτογράφου βρίσκεται στην στιγμή του πατήματος του κουμπιού, αφού έχει καταφέρει να φτάσει, ταξιδεύοντας στοχευμένα ή αυθόρμητα, μπροστά στο θέμα του. Μια στιγμή φτάνει.

0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ