Μέσα στην οικία

Μέσα στην οικία Facebook Twitter
0

Με λένε Μιχάλη. Ζω και εργάζομαι περίπου 10 χρόνια στην Αθήνα. Σπούδασα γραφιστική για περίπου 5 χρόνια και πλέον χαίρομαι που έχω μια σταθερή και δημιουργική δουλειά. Αγόρασα το σπίτι όπου ζω τις καλές, τότε εποχές. Είχα πάρει ένα δάνειο και βοήθησε και λίγο η μητέρα. Θεός σχωρέσ' την. Τώρα που το σκέφτομαι έχω καιρό να πάω στο νεκροταφείο στο χωριό. Πρέπει να το βάλω στο πρόγραμμα.

Εκτός από τα εικαστικά καμιά φορά γράφω. Τίποτα σπουδαίο όμως. Απλά το κάνω για να αντικρούω την τέχνη της εικόνας με την τέχνη της γραφής. Μου αρέσει το χειροπιαστό γι' αυτό άλλωστε έγινα γραφίστας· πιστεύω όμως πως υπάρχουν πολλές εικόνες που πρέπει να παραμένουν μονάχα στο μυαλό και στην σφαίρα της φαντασίας. Σκέψου μόνο πόσα βιβλία έχουν γίνει ταινία και μας έχουν χαλάσει αυτό το «κάτι» που είχαμε να σκεφτόμαστε.

Κάθομαι στο μπαλκόνι και γράφω. Ο αέρας φέρνει μια μυρωδιά. Το λάπτοπ μού καίει λίγο τα μπούτια αλλά στο τραπέζι δεν υπάρχει χώρος να τ' ακουμπήσω.

«Θα έρθεις να μου κάνεις χώρο στο τραπέζι;» της φώναξα.
«Γιατί; Δεν μπορείς μόνος;» μου απάντησε εκείνη.
«Μπορώ αλλά βαριέμαι. Εξάλλου, βλέπεις ανοησίες. Δεν σου προσφέρουν τίποτα αυτές οι εκπομπές».
«Ξέρεις πως μου αρέσει να βλέπω τηλεόραση» μου είπε με ειρωνικό ύφος.

Τελικά, όπως κάθε φορά άρχισα να καθαρίζω το μπαλκόνι εγώ. Ακούμπησα το λάπτοπ στην καρέκλα και συμμάζεψα τα πάντα. Τσιγάρα, άδεια μπουκάλια μπίρας, ένα μπουκαλάκι από το άρωμα που φοράω εδώ και δύο χρόνια –δεν θυμάμαι πως βρέθηκε αυτό εδώ– και ένα ξεφούσκωτο κόκκινο μπαλόνι.

Ζέστανα το φαγητό, σέρβιρα τα δυο πιάτα. Μακαρόνια με κιμά από το εστιατόριο της γειτονιάς. Δεν είχα προλάβει να μαγειρέψω.

«Αγγελική έλα. Δεν το ζέστανα πολύ»
«Έρχομαι» μου φώναξε.
Την άκουσα να περπατάει αλλά η τηλεόραση ήταν ακόμη ανοιχτή. Οι επιλογές της καμιά φορά με εκνευρίζουν. Αλλά δεν νοείται να την κατακρίνω καθημερινά.
«Κάτσε. Εγώ θα φάω όρθιος»
«Πάντα όρθιος τρως» μου είπε χαμογελώντας.

Με την Αγγελική μένουμε μαζί πέντε μήνες. Είναι 25 ετών και δυστυχώς αυτή τη περίοδο δεν εργάζεται. Είναι δύσκολα τα πράγματα πλέον. Πρέπει να έχεις έξτρα ζήλο και αρκετή τύχη για να βρεις δουλειά.
Είναι πολύ όμορφη. Τα μαύρα της μαλλιά ακουμπούν στο τραπέζι. Τα μαζεύει. Τα πιάνει κότσο με ένα λάστιχο που είχε περασμένο στον καρπό της. Την παρατηρώ χωρίς να τρώω.

Είμαι πολύ τυχερός που είμαστε μαζί. Αυτό λέω κάθε μέρα. Ακόμα και τις προβληματικές μέρες. Όπως κάθε πραγματικό ζευγάρι.

Συνήθως σκέφτομαι πάρα πολύ. Σε βαθμό που χάνω την επαφή με τους γύρω μου. Δεν ακούω ήχους και κοιτάω στο κενό. Μόνο σκέφτομαι.

Το Πάσχα το πέρασα με την Αγγελική. Ωραία ήταν. Δεν κάναμε πολλά αλλά ούτε περίμενα και κάτι το ιδιαίτερο. Ίσως να είχε πλάκα να κατεβαίναμε στο χωριό. Θα σουβλίζαμε το αρνί και θα πηγαίναμε και μια βόλτα από τον τάφο της μητέρας.
«ΜΙΧΑΛΗ. Με προσέχεις ή μπα;» με σκούντηξε.
«Συγγνώμη, ήμουν αφηρημένος. Και ναι όπως πάντα...» την κοίταξα με χαμόγελο.
Η Αγγελική γέλασε. Τα χείλια της έχουν πολύ ωραίο σχήμα όταν χαμογελάει γιατί φαίνονται μεγαλύτερα απ' όταν είναι κλειστά. Θέλω να την φιλήσω.
«Πάω για ύπνο κουράστηκα» μου είπε.
«Θα έρθω σε λίγο. Ίσως κάνω ένα ντους»
-
Σήμερα έβρεξε. Έχει κίνηση και έχω αργήσει. Θα με περιμένει η Αγγελική και μάλλον θα είναι και ανήσυχη. Θα μπορούσε να πάρει ένα τηλέφωνο να δει πού είμαι αλλά δεν το κάνει. Δεν θέλει να με ενοχλεί λέει. Ευτυχώς μαγείρεψα το προηγούμενο βράδυ και δεν χρειάζεται να σταματήσω για να πάρω το βραδινό μας.
Όταν άνοιξα την πόρτα η Αγγελική έτρεξε και με πήρε αγκαλιά. Δεν με έσφιγγε πολύ. Μου αρέσει όταν με αγκαλιάζει έτσι.


«Άργησες και ανησύχησα. Μην το ξανακάνεις, σε παρακαλώ» μου είπε στο αυτί και με φίλησε στο στόμα.
«Γιατί δεν με πήρες ένα τηλέφωνο;»
«Μιχάλη μην αρχίζεις. Ξέρεις πως δεν μου αρέσει να σε παίρνω τηλέφωνο όταν δουλεύεις. Μην με κατηγορείς γι' αυτό»
«Δεν σε κατηγορώ αλλά θα μπορούσες να αποφύγεις τις ανησυχίες σου με ένα απλό τηλεφώνημα»
«Απλό τηλεφώνημα; Μού την δίνει όταν με ειρωνεύεσαι»
«Δεν σε ειρωνεύτηκα, έλα εδώ» της είπα κι αυτή ήρθε κοντά μου. Τώρα ήμαστε στη κουζίνα. Την παίρνω αγκαλιά, ακουμπάω με την μέση μου στον πάγκο της κουζίνας και αυτή πέφτει απάνω μου. Φιλιόμαστε για αρκετή ώρα. Εγώ θέλω να το προχωρήσουμε αλλά καλύτερα να φάμε πρώτα.
Ενόσω τρώμε χτυπάει το κινητό μου. Το σηκώνω, είναι ο φίλος μου ο Αντρέας. Μου προτείνει να βγούμε, του λέω πως θα έρθει μαζί μας και η Αγγελική και εκείνος χαίρεται με την ιδέα απαντώντας με ένα «επιτέλους!».
«Πάμε για ποτό;» Την ρωτάω.
«Θα κάτσω σπίτι να σε περιμένω»
«Πάλι; Αγγελική, γιατί να κάτσεις μέσα; Μπορεί να βρέχει αλλά θα ήθελα να είσαι κι εσύ μαζί μου!»
«Δεν θέλω να βγω. Δεν έχω πρόβλημα με τα παιδιά απλά δεν θέλω»
«Καλά»

Το βράδυ όταν επέστρεψα από την έξοδο η Αγγελική ήδη κοιμόταν. Με περίμενε. Ανατρίχιασα και μόνο στην ιδέα. Μια γυναίκα με περίμενε στο κρεβάτι μας. Σκέφτηκα όσες με είχαν παρατήσει και όσες είχα παρατήσει εγώ. Τώρα το μόνο που έχει σημασία τώρα είναι η Αγγελική.

Ξαπλώνω δίπλα της. Τραβάω το σεντόνι και βλέπω πως είναι γυμνή. Την ξυπνάω φιλώντας την στον ώμο. Κάνουμε δύο φορές έρωτα. Την πρώτη έτσι όπως θέλω εγώ και την δεύτερη κάνω ό,τι μου πει εκείνη. Τελικά, αυτό ήταν καλύτερο από το ποτό με τα παιδιά. Συγγνώμη παιδιά αλλά σήμερα πέρασα καλύτερα με την Αγγελική σκέφτηκα. Εκείνη είχε ήδη κοιμηθεί δίπλα μου. Κοιτούσα στο ταβάνι και σκεφτόμουν μόνο την Αγγελική. Την είχα δίπλα μου αλλά προτιμούσα να την φαντάζομαι. Την φαντάστηκα να κάνει ντους, να τρώει και να βλέπει τηλεόραση. Χάιδεψα τον εαυτό μου. Νομίζω ερεθίστηκα. Είχα απορροφηθεί στις σκέψεις μου και για μια στιγμή ένοιωσα πως η Αγγελική ήταν μακριά μου. Γύρισα δεξιά το κεφάλι μου και την είδα να κοιμάται χωρίς μαξιλάρι. Ισιώνει η πλάτη ισχυρίζεται αν κοιμάσαι χωρίς μαξιλάρι. Ησύχασα. Για λίγες στιγμές νόμιζα πως την είχα χάσει.

Η Αγγελική είναι πολύ κλειστός χαρακτήρας. Τον τελευταίο καιρό δεν βγαίνει από το σπίτι και αυτό με ανησυχεί πολύ. Νομίζω δεν έχει γνωρίσει κανέναν φίλο μου. Με στεναχωρεί που δεν κάνει απολύτως τίποτα.
Σήμερα άργησα πάλι. Το εστιατόριο της γειτονιάς είναι κλειστό. Δεν έχω μαγειρέψει τίποτα.
«Σκατά. Τι στο διάολο θα φάμε;». Πήρα την Αγγελική στο σταθερό αλλά δεν το σήκωσε. Ανησύχησα αλλά σκέφτηκα πως μπορεί να κοιμάται.

Έφτασα σπίτι και άκουσα την τηλεόραση να παίζει δυνατά.
«Αγγελική;» φώναξα αλλά δεν πήρα απάντηση. Κοίταξα στην κουζίνα αλλά δεν ήταν εκεί. Ούτε στο σαλόνι ήταν. Λες να βγήκε έξω σκέφτηκα. Πήγα ξανά στην κουζίνα και καθώς έβαζα ένα ποτήρι νερό η Αγγελική με φώναξε.
«Μιχάλη γύρισες;»
«Ναι πού ήσουν;»
«Ε, στο μπάνιο. Λουζόμουν» μου απάντησε. Μα καλά πώς και δεν σκέφτηκα να κοιτάξω στο μπάνιο; Πρέπει να είμαι ακόμα ζαλισμένος.
«Μήπως μαγείρεψες τίποτα;»
«Όχι» είπε κοφτά.
«Σε έπαιρνα τηλέφωνο. Το εστιατόριο ήταν κλειστό. Ίσως θα έπρεπε να μαγειρεύεις καμιά φορά. Μένουμε πέντε μήνες μαζί και δεν έχεις μαγειρέψει ούτε μία. Δεν τα προλαβαίνω όλα μόνος μου»
«Μιχάλη σταμάτα τις υποδείξεις. Δεν θα μαγειρέψω ούτε σήμερα αλλά ούτε και ποτέ. Στο είχα πει εξαρχής – δεν ξέρω και ούτε θέλω να μάθω να μαγειρεύω»
«Μια φορά να σκεφτόσουν κι εμένα!»
«Μόνο εσένα σκέφτομαι όσο μένω στο σπίτι! ΜΟΝΟ εσένα»
«Αυτό είναι το πρόβλημα Αγγελική! Ότι πέντε μήνες τώρα είσαι κλεισμένη εδώ μέσα! Δεν έχεις βγει καθόλου. Φοβάσαι; Τι συμβαίνει;»
«Τίποτα απ' όλα αυτά. Απλά αυτόν τον καιρό έχω παχύνει και δεν θέλω να με βλέπουν έτσι»
«Στο μπαλκόνι όμως κάθεσαι μαζί μου και μας βλέπουν οι περαστικοί»
«Εκεί είναι διαφορετικά. Μπορεί να μην φαίνομαι. Παίζει ρόλο ο φωτισμός· και ούτως ή άλλως μπαλκόνι είναι, δεν θα χρειαστεί να μου μιλήσει κανένας»

Ξημέρωσε Κυριακή. Ήπια τον καφέ μου στην κουζίνα και έκατσα να σκεφτώ λίγο μόνος μου. Την Αγγελική την αγαπώ πολύ. Περνάμε πολύ καλά μαζί. Αλλά έχουμε και σοβαρά προβλήματα. Αρνείται να κάνει το οτιδήποτε. Μόνο στο σεξ δεν μου αρνείται τίποτα. Μα, πόσο ωραίο ήταν το χθεσινό βράδυ. Τελείωσα τέσσερις φορές. Τώρα που το καλοσκέφτομαι ίσως το μόνο που μας κρατάει μαζί να είναι το σεξ. Νοιώθω τόσο
χαρούμενος όταν είμαστε στο κρεβάτι. Η Αγγελική είναι στο σαλόνι τώρα. Θέλω να την ρωτήσω εάν θέλει να πάμε κάπου παραλιακά για φαγητό το μεσημέρι. Αλλά φοβάμαι. Φοβάμαι πως θα αρνηθεί και πάλι.
«Μαρία έλα λίγο να σου πω» φώναξα.
«Μαρία;» ακούστηκε η Αγγελική από το σαλόνι.

Την αποκάλεσα Μαρία; Μα πώς; Η Αγγελική ήρθε τρέχοντας στην κουζίνα.
«Κάτσε ρε φίλε. Με φώναξες Μαρία;» ήταν εμφανώς νευριασμένη. Και με το δίκιο της. Μα καλά πως μου ήρθε να την πω Μαρία. Η μοναδική Μαρία που ξέρω είναι η κοπέλα από το γραφείο. Λέμε μόνο ένα γεια και τίποτα παραπάνω.

«Συγγνώμη. Ξέρεις σκεφτόμουν και μπερδεύτηκα»
«Σκεφτόσουν τη γκόμενά σου;»

«Δεν έχω γκόμενα, Αγγελική! Είμαι όλη την ώρα μαζί σου. Δουλεύω όλη μέρα και μετά έρχομαι κατ' ευθείαν και μένω κλεισμένος σπίτι μαζί σου. Δεν έχω χρόνο για άλλες γκόμενες»

«Κλεισμένος; Θέλεις να βγεις και από πάνω; Ποτέ δεν σε ανάγκασα να κλειστείς μέσα» φώναξε. Κοιτούσε το ταβάνι και τα μάτια της είχαν αρχίσει να υγραίνουν. Έτρεξε και κλείστηκε στο δωμάτιό μας.

Έχουν περάσει τρεις βδομάδες από τα Χριστούγεννα. Είμαστε πάνω από ένα χρόνο μαζί. Περάσαμε πολύ καλά όλον αυτό τον καιρό. Την Αγγελική την αγαπάω κι ας λένε οι φίλοι μου πως με έχει τραβήξει μακριά τους. Έτσι κι αλλιώς όλοι παρατάμε τους φίλους μας για λίγο καιρό όταν γνωρίζουμε καινούργιες γκόμενες.

«Αγγελική, καλό δεν ήταν το γιουβέτσι που έφτιαξα;»

«Τέλειο αγάπη μου. Έχεις μάθει να μαγειρεύεις υπέροχα» είπε χασκογελώντας για να με τσιγκλήσει. Εμένα όμως δεν με ενοχλεί. Έχω πλέον συνηθίσει.

«Πάμε μέσα να ξαπλώσουμε;» της λέω ακουμπώντας τα χείλια μου στο μάγουλό της. Εκείνη με ακουμπάει ανάμεσα στα πόδια και μου λέει ναι. Την τραβάω από το χέρι και την κρατάω σφιχτά. Δεν θέλω να μου φύγει. Σχεδόν την σέρνω αλλά της αρέσει. Περνάμε από το χολ εκεί που έχουμε έναν ολόσωμο καθρέπτη. Σφίγγω το χέρι της Αγγελικής. Ρίχνω μια ματιά στο είδωλό μου. Βλέπω τον εαυτό μου όρθιο. Έχω κάνει κοιλιά γαμώτο. Παρατηρώ τον τοίχο πίσω μου μέσα από τον καθρέπτη. Κοιτάω το πάτωμα. Κοιτάω τη λάμπα που κρέμεται από το ταβάνι. Κοιτάω τα μάτια μου. Θέλω κούρεμα. Κουράστηκα να κοιτιέμαι· τόσα χρόνια κοιτάζομαι στον καθρέπτη και τι καταλαβαίνω; Βλέπω έναν άντρα να στέκεται μπροστά από ένα τζάμι. Ολομόναχο. Δεν είναι οι καθρέπτες για μένα.

Συνεχίσαμε και φτάσαμε στην κρεβατοκάμαρά μας. Την ξάπλωσα στο κρεβάτι, την έγδυσα και άρχισα να την φιλάω. Πέρασε πολλή ώρα αλλά δεν μου ερχόταν στύση. Ξάπλωσα δίπλα της και της γύρισα την πλάτη. Άρχισα να σκέφτομαι. Τι πήγε στραβά; Λες να την βαρέθηκα; Πώς λες να νοιώθει η ίδια; Ίσως κατηγορήσει εμένα. Ίσως να έχω το πρόβλημα εγώ. Ίσως μεγαλώνω και αυτά τα προβλήματα να γίνουν πιο έντονα. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει δυνατά. Άρχισα να ιδρώνω. Άγχος σκέφτηκα. Λες να ρίξει το φταίξιμο σε 'μένα επειδή δεν μου σηκώνεται;

«Δεν υπάρχει περίπτωση να ανεχτώ κάτι τέτοιο!» ούρλιαξα.

Γύρισα στα δεξιά για της πω κάτι, οτιδήποτε, την πρώτη κουβέντα που θα έφτανε στο στόμα μου. Η δεξιά πλευρά του κρεβατιού μου ήταν άδεια. Αναστέναξα. «Ουφ, καμιά φορά σκέφτομαι τόσο πολύ που μπερδεύω τις σκέψεις με την πραγματικότητα» είπα ψιθυριστά. Άγγιξα το πέος μου. Σκέφτηκα την Μαρία και ένοιωσα κάτι να γίνεται. Σε λίγο είχα πλήρη στύση. Αντίο Αγγελική, μου έκανες παρέα σχεδόν ένα χρόνο αλλά οι συνεχείς ίδιες σκέψεις σε κουράζουν κάποτε.

0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ