Σήμερα θα κοιμόταν νωρίς. Λίγο μετά τις δώδεκα και λίγο πριν τη μια τα μεσάνυχτα. Θα χάζευε κάτι στο διαδίκτυο και παράλληλα θα είχε ανοιχτή την τηλεόραση σε καμία συζήτηση πιθανόν πολιτική. Καμία συζήτηση στο δωμάτιό του, όλες μαζεμένες σε εκείνο το μαύρο πλαστικό κουτί με τα καλώδια και τις κεραίες.
Μπήκε στο σπίτι γυρίζοντας πέντε φορές το κλειδί, άφησε τα παπούτσια στον άδειο χώρο δίπλα από το κομμό όπου άφηνε συχνά τη τσάντα. Έριξε μια φευγαλέα ματιά στην κουζίνα και στάθηκε στη μέση του χολ. Από εκεί μπορούσε να έχει οπτική επαφή με το υπνοδωμάτιο, το σαλόνι και το μπάνιο. Όλα ήταν όπως τα είχε αφήσει. Από τότε που είχε πέσει θύμα διάρρηξης, πάντοτε έλεγχε το χώρο έπειτα από κάθε επιστροφή.
Έβαλε σε ένα λονδρέζικο κίτρινο μπολ λίγα δημητριακά με γάλα -έκανε οικονομία. Το είχε αποκτήσει με αντίτιμο 5 λίρες και το είχε επιφορτίσει με το δύσκολο έργο μιας διαρκούς νοσταλγικής υπενθύμισης ενός αλλοτινού ξέγνοιαστου τρόπου ζωής. «Τότε που είχα λεφτά» σκεπτόταν και κοιτούσε το κενό με ύφος ξεπεσμένου αριστοκράτη. Πλέον ταξίδευε μόνο μέσω του διαδικτύου και των βιβλίων. Πιο πρόσφατο trip ήταν ο διακτινισμός από τα μεσαιωνικά δάση της Βουλώνης στις μακρινές Ινδίες και από εκεί στην Νέα Υόρκη με ξεναγό τον Ρόμπινς. Είχε επεξεργαστεί και ανάλογες φωτογραφίες από το Ίντερνετ. Στηνότανε μπροστά στη κάμερα του υπολογιστή και ύστερα αναζητούσε το κατάλληλο φόντο. Μέσα σε λίγες ώρες, πόζαρε μπροστά στα αξιοθέατα του κόσμου. Είχε και ένα φάκελο που τον ονόμασε «Τα Ταξίδια μου». Σε καιρό κρίσης, οι φωτογραφίες των ηλεκτρονικών του εξορμήσεων είχαν πολλαπλασιαστεί.
Μόνο ένα πρόβλημα είχε εντοπίσει και τον βασάνιζε. Κανένας δεν πίστευε πως είχε επισκεφθεί όλα αυτά τα μέρη. Όλοι έδειχναν να εντοπίζουν τις ραφές της -λεπτομερούς κατά τα άλλα- επεξεργασίας των εικόνων. Τα άτιμα μάτια του 21ου αιώνα ήταν τρομερώς εκπαιδευμένα στην ψηφιακή τεχνολογία και τα όποια ψεγάδια της. Ήταν τόσο σίγουροι πως τα ταξίδια του Οδυσσέα ήταν ψεύτικα, που όταν ο ίδιος έκανε φιλότιμες προσπάθειες να τους πείσει με την εξιστόρηση κωμικών στιγμιότυπων που έζησε, αυτοί νευρίαζαν και νόμισαν πως τους κοροϊδεύει. Ναι, τους κορόιδευε, αλλά το έκανε για να νιώσει ο ίδιος καλύτερα και για να θαυμαστεί για τις εμπειρίες του. «Φίλοι μου είστε, πρέπει να με κάνετε να νιώθω καλά...» μονολογούσε με παράπονο.
Γύρω στις τρεις τα μεσάνυχτα, αθετώντας την απόφαση του για ύπνο και έχοντας αφήσει πολλά εγκεφαλικά κύτταρα στην οθόνη του υπολογιστή του, συνειδητοποίησε για ακόμη μια φορά πως είχε κουραστεί από την καθημερινότητα. Συνέχεια τα ίδια πράγματα να επαναλαμβάνονται σε σταθερούς χρόνους με τις ίδιες πάντα κινήσεις. Τον είχαν επηρεάσει τόσο βαθιά που ακόμα και τα συναισθήματα που συνόδευαν κάθε του κίνηση πλέον ήταν ίδια. Θα έσπαγε αυτή τη ρουτίνα βγάζοντας από τη τσάντα του την τσαλακωμένη free-press που πάντα έπαιρνε από το μαγαζί που αγόραζε τον καφέ του.
Ξεφυλλίζοντας τη, στάθηκε σε ένα μικρό άρθρο με τον πιασάρικο τίτλο: «Ένας Ολόκληρος Αστερισμός Εξαφανίζεται». Ο αρθρογράφος μιλούσε για τη σταδιακή εξαφάνιση του αστερισμού του Κενταύρου, πρωτόγνωρη για την ταχύτητά της. Κάθε τρεις μέρες, ένα άστρο του Κενταύρου αποφασίζει να σβήσει και εξαφανίζεται από τα αστρονομικά τηλεσκόπια. Σύμφωνα με πολύπλοκους επιστημονικούς υπολογισμούς, ο αστερισμός του Κενταύρου στο τέλος του μηνός θα εξαφανίζονταν για τους ανθρώπους της Γης. Ωστόσο, εδώ και μερικές μέρες η διαδικασία είχε σταματήσει.
Ο Οδυσσέας βρήκε την είδηση εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και άνοιξε ξανά τον ηλεκτρονικό του πλοηγό αρχίζοντας μια πρόχειρη έρευνα για περισσότερα δημοσιεύματα. Στον χαώδη ιστό μάζεψε όσες πληροφορίες μπορούσε. Προφητείες των Μάγια, αρχαιοελληνικοί μύθοι, αστρονομικές εκτιμήσεις, αστρολογικές προσεγγίσεις, ο αιώνια καθησυχαστικός λόγος της NASA, απόψεις για αδυναμία εξερεύνησης και κατανόησης του διαστήματος από τον ανθρώπινο νου και κάτι παράπλευρες ειδήσεις για μια τυχαία ανακάλυψη λουλουδιού στον Άρη έντυσαν με ένα πολύχρωμο μανδύα το καινούργιο φετίχ του Οδυσσέα.
Αν και η έρευνα τον έκανε να κοιμηθεί στις πέντε το πρωί, αφού κοίταξε φευγαλέα τον έναστρο ουρανό από το μπαλκόνι του ακάλυπτου με βλέμμα Πτολεμαίου, τελικά απέκτησε λόγο να σηκωθεί το μεσημέρι (έχοντας χάσει την πρωινή διάλεξη στο πανεπιστήμιο) και να ανοίξει με όρεξη τον υπολογιστή του.
Όταν το ρολόι της κάθε ενορίας χτύπησε τέσσερις φορές για το απόγευμα, η στάση απεργίας του Ηλεκτρικού έληξε, οι πρώτοι εναπομείναντες εργαζόμενοι άρχισαν να κοιτάνε το ηλεκτρονικό ρολόι του υπολογιστή τους παρακαλώντας να συντομεύει η ώρα του σχολάσματος και τα πρώτα μπρίκια καφέ έμπαιναν στις λιγοστές εναπομένουσες χόβολες των Αθηνών, ο Οδυσσέας περπατούσε την γνώριμή του διαδρομή προς το παρατημένο πάρκο της γειτονιάς του. Εκεί πήγαινε καθημερινά για να διαβάσει το εκάστοτε βιβλίο που του κρατούσε συντροφιά. Το είχε παρατηρήσει σε όλες τις κινηματογραφικές ταινίες. Όλοι οι πρωταγωνιστές, λίγο πριν τη μεγάλη γνωριμία που θα έδινε νέα τροπή στην ιστορία της ζωής τους, επισκεπτόντουσαν ένα πάρκο. Άλλοι διάβαζαν, άλλοι έβγαζαν βόλτα το κατοικίδιό τους, άλλοι τρώγανε πάνω σε ένα καρό τραπεζομάντιλο και άλλοι κλαίγανε απαρηγόρητοι σε παγκάκια. Αυτός προτιμούσε να ακολουθεί την πρώτη εναλλακτική ώσπου να βαρεθεί –άλλωστε αυτό το ιδιότυπο πάρκο δεν είχε παγκάκια.
Κάθισε οκλαδόν πάνω στο τελείωμα ενός τσιμεντένιου παρτεριού με αγριόχορτα. Άνοιξε τη τσάντα του και έβγαλε το βιβλίο του. Είχε ένα παστέλ εξώφυλλο με ένα μελαγχολικό κερασφόρο πλάσμα. Οι τίτλοι δεν είχαν σημασία καθώς οι χρωματισμοί του βιβλίου εναρμονίζονταν πλήρως με τα μουντά χρώματα του φθινοπωρινού πάρκου.
Του έπαιρνε κάποια λεπτά ώστε να συγκεντρωθεί πλήρως, όμως σήμερα δεν ήταν γραφτό. Το μυαλό του δεν μπορούσε να συνεχίσει να διαβάζει αράδες. Το βλέμμα του ξέφευγε από τη σελίδα 15 του βιβλίου και καρφωνόταν στο απέναντι φαλιρισμένο εμπορικό κέντρο. «Ίσως αν υπήρχαν ανοιχτά μαγαζιά εκεί γύρω, να ερχόταν κόσμος σε αυτό το πάρκο.» έπρεπε να σκεφτεί. «Ίσως να πρέπει να πηγαίνω αλλού να διαβάζω. Ίσως να έπρεπε να πάρω και ένα καφέ στο χέρι γιατί σήμερα αυτή η νέκρα με νύσταξε...» σκέφτηκε. Καθώς ετοιμαζόταν να φύγει του ήρθε η ιδέα να πάει ξανά στο σπίτι και να ψάξει για τον αστερισμό που εξαερώνονταν. Είχε δουλειά να κάνει...
Ξαφνικά και έπειτα από δύο-τρία βήματα, άκουσε κάτι περίεργους ήχους μέσα από μια στοίβα κομμένων κλαδιών σκεπασμένων με πλαστικές μαύρες σακούλες, παραδίπλα από το υπόστεγο των παλιών αποχωρητηρίων. Έμοιαζε με ήχο οπλών αλόγου ή τουλάχιστον με το σχετικό ήχο που άκουγε σε ανάλογες ταινίες. Θα μπορούσε να είναι όμως και κάποιο φίδι ή ένα επικίνδυνο τρωκτικό. Θα μπορούσε να έχει φοβηθεί και για αλιγάτορα, αλλά δεν ήταν στη Νέα Υόρκη. Δεν είχε όρεξη να το ψάξει και θα άφηνε το μυστήριο δίχως λύση, αν τον ήχο δεν συνόδευε μια γυναικεία φωνή.
«Σε παρακαλώ, σήκωσε αυτά που με βαραίνουν και δες με. Με έχουν παρατήσει σε αυτή τη γούρνα αβοήθητη! Έχει υγρασία και τσούζει η πληγή που έχω στο αλογίσιο πόδι μου.» ακούστηκε μια φωνή να λέει όλο παράπονο.
«Γυναίκα με αλογίσιο πόδι; Ποια τερατογένεση κρυβόταν κάτω από τα κλαδιά;» μονολόγησε ο Οδυσσέας και έκανε να φύγει τρομαγμένος, αηδιασμένος και περίεργος συνάμα. Ένιωθε αυτή την περίεργη τρομο-αηδία που έχει κάθε ήρωας του ανήλικα ενήλικου αμερικανικού σινεμά, λίγο πριν την ανακάλυψη ενός τέρατος που θα τον συμφιλιώσει με την άγρια πλευρά του εαυτού του. Αν τον πετύχαινε σε κάποια άλλη φάση της ζωής του, πριν λίγα χρόνια ας πούμε, ίσως να σήκωνε τα κλαδιά και να άρχιζε έτσι μια γνωριμία εφάμιλλη του «Λαβύρινθου του Πάνα». Αλλά την ενηλικίωση του την είχε περάσει των καιρό των παχιών αγελάδων σε κάποια multiplex, παρέα με ποπ-κορν, αναψυκτικό και καθόλου κίνδυνο.
Άνοιξε το βήμα του και άρχισε να απομακρύνεται, όταν η γυναικεία φωνή ανέφερε τη λέξη-κλειδί. «Είμαι αστροφάγος κένταυρος. Πριν με αδειάσουν σε αυτό το πάρκο, ζούσα στα βουνά μιας επαρχίας, έκανα βόλτες ανάμεσα στις καστανιές και τους κισσούς, πετούσα και μάζευα αστερισμούς για τροφή. Μέχρι που μια οργάνωση για την εύρυθμη λειτουργία του Γαλαξία, με εντόπισε, με καταδίκασε και με παράτησε στην αφιλόξενη πόλη σας...Δεν θεωρούν την Αθήνα μέρος του Γαλαξία τους...». Με αυτά τα λόγια, ο διακαής πόθος του Οδυσσέα για έρευνα σχετική με την εξαφάνιση του αστερισμού έσβησε. Όχι μόνο δεν υπήρχε κάποιο μυστήριο στην εξαφάνιση του αστερισμού, αλλά η λύση του βρισκόταν κάπου ανάμεσα στις εντερικές λάχνες της κενταύρου.
Δεν του έκανε εντύπωση τίποτα άλλο, παρά μόνο το θράσος της αλογόμορφης τύπισσας να του στερήσει ένα απόγευμα ηλεκτρονικής έρευνας. Θα μπορούσε, βέβαια, να κάνει μια έρευνα για αυτή την οργάνωση που την πέταξε στο λάκκο του πάρκου, αλλά... «Φέρε μου ένα αστέρι να το φάω...Για το θεό, πεινάω και η πληγή μου αρχίζει να σαπίζει...όταν τρώω άστρα λάμπω πρόσκαιρα και η πληγή μου θα θρέψει...» πρόσθεσε με τρεμάμενη φωνή διακόπτοντας τον ειρμό σκέψης του Οδυσσέα -πάντα σκεπασμένη με φύλλα και σακούλες.
Το ποτήρι είχε ξεχειλίσει, οι απαιτήσεις της από έναν άγνωστο ήταν υπερβολικές. Πώς θα μπορούσε άλλωστε να πιάσει ένα αστέρι και να της το φέρει; «Ας είμαστε ειλικρινείς: δεν μπορεί κάποιος από τη γη να αρπάξει μια δεκάδα αστέρια!» αποφάνθηκε ενώ άφηνε πίσω του την ομιλούσα στοίβα. Για μουσική υπόκρουση στην φυγή του είχε τα χλιμιντρίσματα της κενταύρου.
Σήμερα θα κοιμόταν νωρίς. Λίγο μετά τις δώδεκα και λίγο πριν τη μια τα μεσάνυχτα. Θα χάζευε κάτι στο διαδίκτυο και παράλληλα θα είχε ανοιχτή την τηλεόραση σε καμία συζήτηση πιθανόν πολιτική. Καμία συζήτηση στο δωμάτιό του, όλες μαζεμένες σε εκείνο το μαύρο πλαστικό κουτί με τα καλώδια και τις κεραίες.
Μπήκε στο σπίτι γυρίζοντας πέντε φορές το κλειδί. Μπήκε στο σπίτι γυρίζοντας πέντε φορές το κλειδί, άφησε τα παπούτσια στον άδειο χώρο δίπλα από το κομμό όπου άφηνε συχνά τη τσάντα. Έριξε μια φευγαλέα ματιά... «Μια στιγμή! Για ακόμα μια μέρα τα ίδια; Πάλι δε θα κοιμηθώ νωρίς; Πάλι θα βαρεθώ;» σκέφτηκε φωναχτά. «Πάλι θα είμαι μόνος μου;» δεν τόλμησε να ξεστομίσει. Είπε να πάρει τηλέφωνο τους εναπομείναντες φίλους του, αλλά το γόητρό του δεν τον άφησε να παρακαλέσει για λίγες λέξεις πάνω σε σύρματα. Άλλωστε ποιος θα πίστευε πως είχε συναντήσει μια κένταυρο; Η μόνη απόδειξη για να τους βουλώσει τα στόματα θα ήταν η φωτογράφησή του με το Τέρας. «Ναι, ναι!» θα της πήγαινε το άστρο και ύστερα θα της ζητούσε να ποζάρουν στο φακό του. Αλλά με ποιόν τρόπο θα μπορούσε να φυλακίσει ένα αστέρι; Και εδώ που τα λέμε, με ποιόν τρόπο μπορούσε η κένταυρος να τα τρώει; Οκ. Δεν έπρεπε να αγχωθεί και να χάσει τον ενθουσιασμό του. Δεν έπρεπε να αφήσει το σαράκι της λογικής να διακορεύσει την ιδέα του. Θα ανέτρεχε στην κινηματογραφική του παιδεία, την απόλυτη Βίβλο ονείρων made in USA. Κάτι θα είχε να του ψελλίσει για τις μεθόδους προσέγγισης άστρων.
Ώρες βασάνιζε τη σκέψη και τον υπολογιστή του, ώσπου η θέα του ποδηλάτου του στο στενό μπαλκόνι του ακάλυπτου (βρισκόταν εκεί για να γλιτώσει μια ενδεχόμενη κλοπή) άνοιξε μια χαραμάδα στο υποσυνείδητό του. Μια σκηνή ανθολογίας ξεπήδησε από μέσα σαν φλεγόμενη βάτος: θα καβαλούσε το ποδήλατο και θα έφτανε το φεγγάρι και τα άστρα, όπως ο ήρωας του ΕΤ. Πάντα πίστευε πως ο κινηματογράφος δίνει τις καλύτερες λύσεις στα αδιέξοδα και για ακόμη μια φορά επιβεβαιώθηκε.
Μόλις το ρολόι του συνοικιακού γραφείου κηδειών χτύπησε μια φορά και από τα σωθικά του βγήκε ένας κούκος, το πολύχρωμο τρένο του ηλεκτρικού είχε αποσυρθεί, ο άσπρος καπνός στην καμινάδα του Βατικανού δήλωσε πως: «Έχουμε Πάπα!» και ένας μεσήλικας είδε μια άλλη κένταυρο να ζητιανεύει σε μια γωνιά της πλατείας Ομονοίας, ο Οδυσσέας ήταν έτοιμος να κάνει το μεγάλο άλμα από το μπαλκόνι του. Φόρεσε τη ζακέτα με την κουκούλα, ανέβηκε στα κάγκελα του μπαλκονιού και πέρασε ανάμεσα στα πόδια το ποδήλατό του. Την ίδια στιγμή, η κένταυρος άρχισε να έχει σπασμούς από τη στέρηση αστερισμών βγάζοντας αφρούς από το στόμα της και τίποτα δεν την προϊδέαζε πως αύριο θα είχε να μασουλήσει κάποια άστρα.
Με ένα μεγάλο σάλτο, ο Οδυσσέας αποχωρίστηκε το σιδερένιο κιγκλίδωμα και άρχισε να χάνει ύψος. Ευτυχώς, η διαμονή του στον 2ο όροφο έδωσε κάποιο χρόνο για να βάλει τα πόδια του στο πεντάλ. Για μια στιγμή νόμισε πως θα γκρεμοτσακίζονταν, αλλά η πίστη του στο κινηματογραφικό όνειρο και η απέχθειά του για καθετί το λογικό, του έδωσε μια παράξενη ώθηση: σαν ένα χέρι θεϊκό να τον άρπαξε και να τον οδηγούσε προς τα άστρα. Άρχισε να ανεβαίνει χωρίς καν να ποδηλατεί. Σε λίγο, γύρω του δεν υπήρχαν τα γκρίζα ντουβάρια των πολυκατοικιών του κέντρου. Άρχισε να τα βλέπει όλα αφ' υψηλού. Η πόλη έμοιαζε με ένα τεράστιο ωχρό μπακλαβά, που ανάμεσα στα ακανόνιστα κομμάτια του έρεε ασταμάτητα ένα φωτεινό σιρόπι από οχήματα. Από εκεί πάνω δεν μπορούσε να ακούσει τα λόγια και τις κραυγές των κατοίκων. Δεν μπορούσε να ακούσει τους ήχους των ανοιχτών τηλεοράσεων ή τις σειρήνες. Ούτε καν τις γεμάτες νόημα παύσεις τους.
Μόλις προσπέρασε τα πανεποτικά διαστημόπλοια της οργάνωσης για την εύρυθμη λειτουργία του Γαλαξία (που όλως περιέργως δεν τον παρεμπόδισαν στο ταξίδι του) και προσέγγιζε τον αστερισμό, άρχισε να νιώθει μια συμπαντική μοναξιά που γινόταν ανυπόφορη. Άρχισε να νιώθει στις φλέβες του το αίμα να καίει και τις αρθρώσεις του να θέλουν να εκτιναχθούν. Λίγο ακόμα και τα οστά του θα έσπαγαν σε μικρά κομμάτια, τόσο μικρά που οι κάτοικοι της γης θα τα νόμιζαν αστέρια. Δεν πίστευε πως μπορούσε να νιώσει πιο μόνος απ' ότι ένιωθε στην Αθήνα και δεν τολμούσε να σκεφτεί πως η μοναξιά μπορεί να σε πονέσει τόσο. Η τραγική ειρωνεία ήταν πως έπρεπε να φτάσει ως τον ουρανό –να νεφελοβαδίσει- για να το συνειδητοποιήσει...
Νωρίς το πρωί, ο Οδυσσέας σήκωσε το πρόσωπό του από το μουσκεμένο τσιμέντο του ακάλυπτου, έσιαξε τα ρούχα του, έριξε μια ματιά στο διαλυμένο ποδήλατό του και τύλιξε το κλεμμένο άστρο με χαρτιά περιοδικού και ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ.
Αιωρήθηκε (μάλλον θα του είχε μείνει κακή συνήθεια μετά το διαστημικό του άλμα) και μέσα σε λίγα λεπτά βρέθηκε στο πάρκο, όπου είχε ακούσει την κένταυρο -αλλά ποτέ δεν είχε δει. Εντόπισε τη στοίβα που κάλυπτε το μυθικό πλάσμα και ενώ με το ένα χέρι άρχισε να απομακρύνει τα κλαδιά και τις σακούλες που το σκέπαζαν, με το άλλο χέρι κρατούσε το τυλιγμένο φωσφορίζον άστρο. Το θέαμα που αντίκρισε ήταν απρόσμενο και το δώρο του έπεσε από το χέρι σπάζοντας σε μικρά γυάλινα κομμάτια.
«Δεν το χρειάζομαι πια. Ευχαριστώ...» είπε η εξωτικής ομορφιάς γυναίκα που κείτονταν ξαπλωμένη πάνω σε ένα γήινο κρεβάτι και τα κάτω άκρα της ήταν βουτηγμένα στο αίμα και τις βλέννες. «Αργά το βράδυ, το αλογίσιο μέρος του σώματός μου ξεκόλλησε και αποκαλύφθηκαν τα νέα μου άκρα.» συνέχισε δείχνοντας με έναν απόκοσμο αέρα ντίβας χολιγουντιανού σινεμά το πρότερο σαρκίο της. «Δώσε μου λίγα κομμάτια σπασμένου άστρου να στολίσω τα αφτιά μου και πάμε καμία βόλτα στην Αθήνα...» παρακάλεσε με μάτια πληγωμένου ελαφιού.
Ο Οδυσσέας -θαμπωμένος από την απροσδόκητη ομορφιά-μάζεψε αμέσως λίγα σπαράγματα αστέρα και βοήθησε την οπτασία να σταθεί στα νέα της πόδια. Αφού στερέωσε τα άστρα στα αφτιά της, πήρε λίγο χορτάρι, το έτριψε και αρωμάτισε τον κόρφο της. Όταν αυτή άπλωσε το χέρι της και το ένωσε με το δικό του σκέφτηκε πως δεν είχε πάρει μαζί του τη φωτογραφική μηχανή για να απαθανατίσει τη βόλτα τους. Όχι πια για να δείξει τα πειστήρια στους φίλους του, αλλά για προσωπική χρήση της ανάμνησης. Δεν το ομολόγησε. Το κράτησε μέσα του. Ίσως είχε έρθει το πλήρωμα του χρόνου να ξεφύγει από τις λογοτεχνικές και κινηματογραφικές του εμμονές. Άλλωστε κάτι μέσα του φώναζε πως ο χρόνος δεν έχει πια και τόση σημασία.
Την πήρε στα μπράτσα του και αιωρήθηκαν μαζί πάνω από την Αθήνα. Θα μπορούσε κάποιος να πει πως το έκανε μιμούμενος τον Σούπερμαν, αλλά η αλήθεια είναι πως απλά ήθελε να την εντυπωσιάσει. Μπορούσε να την ταξιδέψει οπουδήποτε. Αν την έπειθε θα πετούσαν και προς το διάστημα να φάνε τα λίγα εναπομείναντα αστέρια του Κενταύρου, αφού η μοναξιά δε θα θέριζε τόσο. Αλλά ποιος μπορεί να πεινάσει όταν ζει στις αρχές ενός έρωτα; «Μόνο οι ζωντανοί...» παρατήρησε η Κένταυρος και σίγουρα δεν εννοούσε αυτούς.
+ Κανένας κένταυρος δε βασανίστηκε για τις ανάγκες τις εξιστόρησης.