La Vie Quotidienne

La Vie Quotidienne Facebook Twitter
0

«Τι έχεις για μένα;»

Ρώταγε τον εαυτό του κάθε πρωί. Κάθε πρωί όταν κοιταζόταν με μισόκλειστα μάτια στον καθρέφτη του. Έναν καθρέφτη που δεν είχε καταφέρει ακόμα να σπάσει.

«Τι έχεις για μένα; Θέλω αγάπη. Θέλω αγάπη.» φώναζε μέσα του χωρίς ανταπόκριση, χωρίς να σαλεύουν τα μάτια του, μήτε το στόμα του.

«Θέλω αγάπη, από εκείνη που δίνουν οι εραστές ο ένας στον άλλον. Αγάπη σαρκική, δυνατή. Που πονάει σε κάθε άγγιγμα και γλυκαίνει με την απουσία. Την αγάπη που θα μου έδινες εσύ αν είχα έναν εραστή. Τη φροντίδα που θα μου έδινες εσύ αν είχα κάποιον να με βασανίζει.»

Το είδωλο του δεν κουνιόταν εκατοστό. Θαρρείς πως κοιμόταν όρθιος κάθε φορά που κοιτούσε στον καθρέφτη και μονολογούσε. Μετά από λίγα λεπτά σιωπής αποσυρόταν. Γυρνούσε την πλάτη σε ό, τι πίστευε για εαυτό του και έφευγε. Επέστρεφε στην καθημερινότητα που μόλις ξεκινούσε. Φορούσε το χθεσινό παντελόνι και μια καινούργια μπλούζα, από τις καθαρές που τα χέρια του χθες τοποθέτησαν πάνω στην καρέκλα μηχανικά. Έδενε τα κορδόνια των παπουτσιών του, πέρναγε την τσάντα στον ώμο και λίγο πριν βγει έξω από την πόρτα ξανακοίταγε. Το ίδιο ανέκφραστα αλλά πιο βιαστικά αυτή τη φορά, ο καθρέφτης λίγο πιο ζωηρός αλλά το ίδιο απαθής μιλούσε μέσα στο κεφάλι του.

«Λίγη αγάπη. Από εκείνη που δίνουν οι εραστές.»

Με μια κίνηση των δαχτύλων έφτιαχνε τα μαλλιά και χωρίς δεύτερη σκέψη έξω από το σπίτι.

Τα μάτια του φόρτιζαν εικόνες καθώς προχωρούσε στο δρόμο. Εικόνες από το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Άλλοτε ξεχωριστά και άλλοτε έφτιαχνε ιστορίες μπλεγμένες που ούτε ο ίδιος δεν κατανοούσε. Ήταν μια διαδικασία που τον ευχαριστούσε. Μια μέρα η εικόνα του αδερφού του ήρθε σαν τη βροχή μέσα στο μυαλό του. Τόσο ξαφνικά τόσο έντονα που κοντοστάθηκε, ζαλίστηκε, σχεδόν παραπάτησε. Κάθισε στο πεζοδρόμιο για να ηρεμήσει όταν ένας ψίθυρος τον έκανε να ανατριχιάσει ολόκληρος.

«Είμαι εδώ. Είμαι εγώ, δίπλα σου. Μην γυρίσεις. Μην μιλήσεις. Ήρθα μόνο να σου πω ότι σε μισώ. Τόσο βαθιά που κάθε κύτταρο μου γεμίζει ευχαρίστηση όταν σε σκέφτομαι νεκρό.»

Τα μάτια του γέμισαν δάκρυα στη στιγμή. Η μπλούζα είχε ήδη τα πρώτα σημάδια αδυναμίας, σαν μικρές κηλίδες αίματος στον θώρακα του.

«Σε μισώ, καλά άκουσες. Δεν σε λυπάμαι καθόλου που κλαις. Καθόλου. Κλάψε μήπως και νιώσεις ζωντανός. Σε είχα για παράδειγμα, τις ιδέες σου, τα όνειρα σου, τα πιστεύω και τις ανησυχίες σου. Σαν δυναμίτης κατέρριπτες τα στερεότυπα, ζούσες την κάθε στιγμή και δεν έδινες δεκάρα για όσα έλεγαν οι άλλοι. Ήθελες ισότητα, ελευθερία, ταξίδια, έρωτα, φιλία, ήθελες τα πάντα και δεν ντρεπόσουν για αυτό. Τα απαιτούσες, τα διεκδικούσες και τα είχες κάποτε. Που είσαι τώρα; Τι κάνεις; Βρέχει και κρατάς ομπρέλα μήπως χαλάσει το μακιγιάζ σου. Το χαμόγελο χάνεται στην πρώτη σταγόνα ξέρεις. Το κραγιόν θα φύγει και η όμορφη μάσκα που έχεις σχεδιάσει για τους περαστικούς θα μοιάζει χειρότερη από  την εσωτερική ασχήμια σου.»

Είχε σαστίσει τόσο που άρχισε να ουρλιάζει, να χτυπάει τα πόδια του στο δρόμο και να ουρλιάζει. Η φωνή του όμως δεν έβγαινε, κανείς δεν το άκουγε, κανείς δεν τον παρατηρούσε. Κάποιος μάλιστα τον έσπρωξε περνώντας χωρίς να γυρίσει να του ρίξει μια ματιά.  Κρατούσε το κεφάλι του σφιχτά με τα δυο του χέρια να τρέμουν και τις φλέβες να πετάγονται στον λαιμό του, χτυπώντας σε ρυθμούς ακατανόητους.  Ο κόσμος του είχε γίνει αδιάφορος και ο ίδιος πιο διάφανος και από τον αέρα που ανέπνεε.

«Δεν θα σταματήσω μέχρι να σε δω να υποφέρεις. Να υποφέρεις πραγματικά, αληθινά, ίσως είναι η μοναδική ευκαιρία να είσαι ειλικρινής με τον εαυτό σου. Μόνο ο πόνος φαίνεται σου έμεινε, η μόνη αλήθεια σου, θέλω όμως να το πιστέψεις. να πάψεις να παραμυθιάζεσαι και να ζήσεις την αλήθεια των πράξεων σου. Την μιζέρια της απάθειας σου. Ό, τι κι αν πεις δεν σε πιστεύω πια. Το στόμα σου ανοίγει μόνο για να τρώει και τα χέρια σου κινούνται μόνο όταν θες να αλλάξεις μπλούζα. Χάρισε στον νεκρό αδερφό σου την ευχαρίστηση και κοίταξε τα μάτια σου. Κοίτα βαθιά μέσα τους και μετά μπήξε τα δάχτυλα σου να τα βγάλεις. Τι κι αν κοιτάς γύρω σου; Η ζωή σε προσπερνάει και εσύ κάθεσαι. Εγώ μυρίζω χώμα και βρίσκομαι κοντά σου, εσύ που μυρίζεις ακόμα ιδρώτα και ανάσες που έχασες το κορμί και το κεφάλι σου;»

Δεν άνοιξε τα μάτια ούτε μια στιγμή. Φοβόταν εκείνο που θα αντίκριζε. Κάποτε του είπαν ότι είχε όμορφα μάτια, πράσινα, μεγάλα, καθαρά. Είχε καιρό να τα δει. Φοβόταν το μίσος που θα αντίκριζε. Σηκώθηκε γρήγορα και άρχισε να τρέχει. Να τρέχει γρήγορα. Δεν έβλεπε που πήγαινε. Δεν είχε σημασία. Ήθελε μόνο να ξεφύγει αλλά η φωνή του αδερφού του συνέχιζε να τον ακολουθεί. Η καρδιά του ήταν έτοιμη να σπάσει. Σταμάτησε στη μέση του δρόμου. Τα αυτοκίνητα τον προσπερνούσαν με φόρα σαν να μην βρισκόταν εκεί. Άνοιξε το στόμα του. Φώναξε. Φώναξε χωρίς να τον ακούει κανείς. Μόνο εκείνος. Εκείνος που βρισκόταν πίσω απ' τον καθρέφτη κάθε πρωί και του γύριζε την πλάτη.

«Σταμάτα! Σου χάρισα τη ζωή μου γιατί πίστευα ότι κάτι αξίζεις. Κι εσύ μου χάρισες τον φόβο. Φόβο για μένα, φόβο για σένα, φόβο για όποιον βρισκόταν κοντά μου, φόβο για την αγάπη, φόβο για τη ζωή, φόβο για τον θάνατο, φόβο για τον ίδιο τον φόβο. Πίστεψα ότι αν συμβιβαζόμουν θα μου χάριζες την ελευθερία μου , την ησυχία μου, την ευτυχία μου. Χάρισμα σου! Δεν θέλω τίποτα από όλα αυτά. Θέλω μόνο εσένα, εμένα. Θέλω αγάπη, μίσος, φως, αλήθεια.»

Ο καθρέφτης ράγισε και το είδωλο θρυμματίστηκε. Μια ζωή χάθηκε, μια άλλη αναγεννήθηκε.

0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ