Σώσε με

Σώσε με Facebook Twitter
4

 

Το πρωινό φως έπεφτε στο πρόσωπο του ενώ κάπνιζε ένα τσιγάρο στα κρυφά. Εκείνη το είχε κόψει και της υποσχέθηκε ότι θα έκανε και αυτός το ίδιο. Χάζεψε το αδύνατο σωματάκι της.Του άρεσε αυτό που έβλεπε. Χαμογέλασε. Σκέφτηκε να την σκεπάσει για να μην κρυώνει αλλά φοβήθηκε μήπως την ξυπνήσει. Δεν ήθελε να ξυπνήσει πριν φύγει. Για άλλη μια φορά.

Ένιωθε να την αγαπάει αλλά ένιωθε να τον πνίγει η αγάπη της. Είχαν τους καυγάδες τους, την ζήλεια της, την υπερβολική προσπάθεια της να τον κρατήσει κοντά της..."Πάλι τα ίδια ρε Μηνά; Το συζητήσατε, το αρνήθηκε, είπατε θα προχωρήσετε..." σκέφτηκε και άφησε έναν αναστεναγμό.

Σηκώθηκε γυμνός απο το κρεβάτι και στάθηκε στο παράθυρο για να την κοιτάξει καλύτερα. Έμοιαζε με κοριτσάκι 15 χρονών που βρέθηκε στο κρεβάτι ενός γέρου, την λάθος στιγμή, για τους λάθος λόγους. Έξυσε το δεξί του φρύδι με τον αντίχειρα του. Είδε κάτι να γυαλίζει. Ήταν το δαχτυλίδι που του είχε χαρίσει πέρσι. Το σύμβολο της δέσμευσης τους. Δεν είχε άλλες αντοχές. Έπρεπε να πάρει μια απόφαση. Και άφησε το δαχτυλίδι στο κομοδίνο της. Φίλησε την αφίσα Τζάνις Τζόπλιν που κοσμούσε τον τοίχο πάνω απο το κεφάλι της και ντύθηκε βιαστικά. Πήρε το μαύρο κράνος, το δικό του και έφυγε. Χωρίς να κοιτάξει πίσω.

Καβάλησε την πολλών κυβικών μηχανή του και οδηγούσε για ώρες στην Αττική οδό. Μέχρι το απόγευμα. Νηστικός, με το κινητό του κλειστό και τα δάκρυα στα μάτια. "Είναι απο τον αέρα" είπε στον εαυτό του όταν σταμάτησε για στάση. Ψέμματα. Ψέμματα στον εαυτό του, στην Κλειώ, στον κολλητό του. Σε όλους. Ψέμματα ότι δεν τους έπιασε στο κρεβάτι, ψέμματα ότι δεν του άρεσε η Κλειώ που γνώρισε τυχαία σε ένα πάρτυ. "Όποια πόρτα και αν ανοίξω πάλι σε Κλειώ πέφτω..." είπε χλευάζοντας τα λόγια του.

Δεν είχε ιδέα που βρισκόταν. Δεν τον ένοιαζε. Λίγα μέτρα πιο πέρα ήταν ένα περίπτερο. Άνοιξε το ψυγείο, έβγαλε μια εξάδα μπύρες. Ο περιπτεράς, ένας κοιλαράς μουστακαλής έβλεπε ποδόσφαιρο εκέινη την ώρα και φώναζε συνθήματα κατά της αντίπαλης ομάδας. "Το πιστεύεις ρε φιλαράκι να 'ουμ; Ο πουλημένος ο διαιτητής μας έδωσε πέναλτι ενώ..." στα αυτιά του Μηνά αυτά ηχούσαν σαν γκρίνια ανικανοποιήτης γυναίκας. "Τι να πει κανείς. Διαιτητές. Έχουν κατέβει απο τον Άρη."

Πήρε τις μπύρες και έκατσε στο πεζούλι. Άναψε τσιγάρο και έχανε τον εαυτό του πίσω απο τον καπνό. Θυμήθηκε την σκηνή που έπιασε την Κλειώ να λικνίζεται πάνω στον Διονύση και αυτός να της έχει πιάσει τα μαλλιά και να αγκομαχάνε και οι δύο.

Τέταρτη μπύρα. Ίσως πήγαινε στον φίλο του τον Γιώργο στην Κοζάνη. Να μείνει μερικές μέρες, να μιλήσει με κάποιον, να ξεχαστεί. Και μετά; Μετα να γυρίσει στην Κλειώ σαν να μην συνέβη τίποτα; Και η άλλη...; Τον γούσταρε, το έβλεπε στο βλέμμα της, στις κινήσεις της. Την ήθελε, την ποθούσε, αλλά ήταν πιστός στην αυθεντική Κλειώ.

Αφού ήπιε και τις έξι μπύρες, πήρε άλλες έξι για τον δρόμο.

Στον δρόμο, τον σταμάτησε μια κοπέλα που έκανε ωτο-στοπ. Την ανέβασε στην μηχανή. Αυτή γουργούρισε ευχαριστημένη και τον αγκάλιασε. Της ζήτησε συγνώμη που δεν είχε δεύτερο κράνος αλλά δεν την ένοιαξε. Αυτό που ήθελε ήταν να ξεφύγει, όπως του είπε. Απο τι, δεν έμαθε ποτέ. Δεν την ρώτησε τίποτα άλλο.

Όταν έφτασαν, του ζήτησε να ανταλλάξουν τηλέφωνα. Της έδωσε ένα ψεύτικο νούμερο. Συνέχισε μέχρι την πολυκατοικία που έμενε ο Γιώργος. Δεν ήταν εκεί. Άρχισε να χτυπάει όλα τα κουδούνια μέχρι κάποιος να του ανοίξει. Κανείς δεν μπήκε στον κόπο. Ή δεν ήθελαν να ανοίξουν σε κάποιον άγνωστο.

Ξαναπήγε στην μηχανή, την έβαλε μπρος και έφυγε. Ξανά. Ένιωθε ανεπιθυμήτος, ένας παρίας. Ίσως να πήγαινε στην δεύτερη Κλειώ. Αυτή πως θα τον αντιμετώπιζε αν είχαν σχέση; Θα τον πρόδιδε; Θα του φερόταν ντρόμπρα; Του είχε πει όμως ότι δεν ήθελε κάτι σοβαρό. Μαλακίες. Το είπε γιατί φοβήθηκε. "Ξέρει ότι έχω σχέση και δεν θέλει να με χωρίσει. Ναι, τέτοιος άνθρωπος είναι.." Και άρχισε τις συγκρίσεις μεταξύ των δύο κοριτσιών.

Συνέχισε τον δρόμο του μέχρι την Φλώρινα.

Βρήκε ένα φτηνό ξενοδοχείο και έμεινε. Δεν είχε αντοχές να γυρίσει σπίτι του. Ήπιε την δεύτερη εξάδα απο μπυρες. Το κεφάλι του γύριζε. Κοιμήθηκε αρκετές ώρες.

Ξύπνησε κομμάτια. Πόναγε όλο του το σώμα, το μυαλό του, η καρδιά του. Άνοιξε το κινητό. Ένα μήνυμα απο την Κλειώ. Ένα μοναδικό γαμω-μήνυμα! Κανονικά έπρεπε να είχε ανησυχήσει, να τον είχε κατακλύσει με μηνύματα, τηλέφωνα, να τον ψάξει!

Αλλά η  Κλειώ ήξερε. Ήξερε ότι ήταν δικός της. Ότι όλο του το είναι φώναζε το όνομα της. Ότι θα έφευγε αλλά θα γύριζε πίσω σε εκείνη. Σαν να υπήρχε ένας αόρατος δεσμός. Σαν να ήταν μαριονέτα στα χέρια της.

Το μήνυμα έλεγε για ένα μπαράκι με τζαζ που ανακάλυψε ο Διονύσης και ήθελε να πάνε οι τρείς τους. Οι ΤΡΕΙΣ τους. "Αυτή, αυτός και εγώ που θα τους κρατάω το φανάρι. Αλλά μπορώ να κάνω πάλι τα στραβά μάτια και να το καταπιώ και...και τι; Μετά τι;" σκέφτηκε και ένιωθε ότι ήθελε να κάνει εμετό. Έτρεξε γρήγορα στο μπάνιο, άνοιξε την λεκάνη και τα έβγαλε όλα. Τα άντερα, τα συναισθήματα του, την θλίψη του.

Κοιτάχτηκε στον καθρέπτη. "Φτου σου παιδαρά μου, έτσι όπως τα 'κανες" είπε στον εαυτό του. Πήρε την άλλη Κλειώ, την καθαρή. Μίλησαν για μια ώρα. Ένιωθε ότι ένα βάρος έφυγε απο πάνω του, αυτή η κοπέλα είχε μια ικανότητα απίστευτη. Μίλαγες μαζί της και ένιωθες πιο χαρούμενος. Να ήταν το γέλιο της; Η φρεσκάδα της; Η ενέργεια της; Και αυτή πως κρατιόταν συγκροτημένη; Γιατί πάντα ήταν τόσο ανοιχτή απέναντι του;

"Ωχ..." σκέφτηκε "με έχει ερωτευτεί." και χαμογέλασε πικρά. Τράβηξε και μια παχιά σκεφτόμενος τα καστανά της μάτια και το όμορφο στήθος αλλά και το γλυκό της ξυρισμένο "κουτάκι", σίγουρα ξυρισμένο! Ήταν γλυκιά η αίσθηση που του άφησε. Απελευθερωτική.

Την πήρε ξανά τηλέφωνο. Της μίλησε αφήνοντας υπονόουμενα. "Ναι, είναι ερωτευμένη μαζί μου." είπε με σιγουριά. "Με εμένα το κάθαρμα που της έδωσα ελπίδες για να επιβεβαιωθώ. Δεν ήθελα να παίξω αυτό το παιχνίδι στις πλάτες της. Ήθελα. Η επιβεβαίωση που λέγαμε...Άραγε θα με συγχωρέσει αν της το πω;" και άναψε τσιγάρο.

Στον δρόμο της επιστροφής, αποφάσισε να μην ξαναμιλήσει με την δεύτερη. Την ένιωθε τόσο αγνή. Και αυτός ήταν μολυσμένος. Είχε μολυνθεί απο την σάπια και παρακμιακή αγάπη.

Θα την συνέχιζε αυτήν την σχέση, θα την κέρδιζε ξανά.

Και η άλλη...θα τον ξέχναγε. Δεν θα τον ξέχναγε;

4

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

σχόλια

4 σχόλια
Θα συνέχιζε να καίγεται μαζί της μέχρι να σιχαθεί και αυτήν και τον εαυτό του μαζί. Και η άλλη.... θα κάνει πολύ καιρό να τον ξεχάσει... γιατί είδε σε αυτόν, κάτι που αυτός ξέχασε ότι υπάρχει κάτω από τη σαπίλα της άλλης. Αλλά τελικά... είμαστε ή δεν είμαστε οι επιλογές μας...;
Kathrine αν αυτό το κείμενο είναι πραγματική ιστορία θα ήθελα να ακούσω και τη συνέχεια. :PΑν πάλι είναι ιστορία που την επινόησες εσύ σου δίνω τα συγχαρητήρια μου, είναι πολύ καλογραμμένη και έχει μια τάση να σε συνεπαίρνει τον αναγνώστη. :)