Η Εποχή που κόβανε Περιστεριών τις Γλώσσες

Η Εποχή που κόβανε Περιστεριών τις Γλώσσες Facebook Twitter
0

 

Κατάπιε λίγο σάλιο του για να βραχεί ο λάρυγγάς του, γλίτσιασε τις φωνητικές του χορδές και εντός ολίγων δευτερολέπτων θα άρχιζε να παράγει τους ήχους που η κοινωνία στην οποία ζούσε ονόμαζε αρθρωμένο λόγο. Πλάσαρε το ανάστημά του στο αναλόγιο του μυαλού του, έσιαξε τη γραβάτα του και πλησίασε τη στοματική του κοιλότητα στο μικρόφωνο της φαντασίας του.

Πάντα μετά από έναν χωρισμό ή μια ερωτική απογοήτευση, την δεύτερη Κυριακή πιο συγκεκριμένα, αποφάσιζε να ασχοληθεί με τον κόσμο και την ειμαρμένη. Προσπαθούσε να ξεχάσει το ερωτικό πένθος αναζητώντας μια ιδεολογική ταυτότητα. Δεν το κατάφερνε πάντα. Όλο κάποια χαραμάδα έχασκε και Αυτή τρύπωνε στις σκέψεις του. Κοίταξε το κοινό και ξεχώρισε τα μάτια μιας πενηντάρας Κυρίας, μιας τύπισσας που καραδοκεί στην ψυχή κάθε ανθρώπου και αδημονεί εκβιαστικά για δηλώσεις στάσεων ζωής.

«Για να είμαι ειλικρινής, ποτέ δεν πίστεψα στην ανώτερη φύση του ανθρώπου. Πάντα φώναζα σε ματαιόδοξες ρητορικές συζητήσεις πως ο άνθρωπος είναι το τραγικότερο από όλα τα ζώα -εξαιρούνται τα ερπετά λόγω του ομώνυμου προπατορικού συνδρόμου και του ρόλου που τους δόθηκε. Άνθρωπος είμαι και προσπαθήστε να είστε επιεικής με αυτά που θα δηλώσω. Άλλωστε, δε θα ερχόμουν εδώ αν δεν περνούσα ερωτική απογοήτευση…»

Με αυτά τα λόγια, ο ομιλητής ξέσχισε τα παραπετάσματα της εσωτερικής του σιωπής, έδωσε το απαραίτητο άλλοθι στην ανθρώπινη σκέψη του και έκανε τα μάτια της Κυρίας να λάμψουν από περιέργεια για το τι θα μπορούσε να καταθέσει ως κοσμοθεωρία ένας ακόμη πληγωμένος ερωτιδέας. Παράλληλα, ένας ακροατής από την πέμπτη σειρά σημείωσε πρόχειρα σε μπλοκάκι: «Πιθανή Γνώμη: ΙV».

«Δεν μπορώ να ονοματίσω μονολεκτικά τον ιδεολογικό χώρο στον οποίο ανήκω. Δεν βρίσκω καμιά κατάλληλη ταμπέλα να κρεμάσω στο γιαπί της σκέψης μου. Είναι γιαπί και μπορεί ανά πάσα στιγμή να διανθιστεί με αυθαίρετες προεκτάσεις.». Τρεις ακροατές φανερά ενοχλημένοι από την άσκοπη εικονοκλαστική λογοδιάρροια του φοιτητή ξεφύσησαν μπουχτισμένοι και η Κυρία ανέλαβε να επισπεύσει τη διαδικασία. Σήκωσε το χέρι για να συλλέξει το βλέμμα του ομιλητή και είπε με αυστηρό ύφος γραφειοκράτη: «Δουλειά μας νεαρέ είναι να βρούμε την κατάλληλη λέξη για την ιδεολογική σου κατάσταση, να στην ανακοινώσουμε και να σου συστήσουμε τη λέσχη όπου θα πρέπει να απευθυνθείς. Εσύ μόνο περίγραψε τι νιώθεις!».

Ο φοιτητής ένιωσε σα δεκάχρονο που το μαλώνουν και το βλέμμα του έδειξε να ενοχλείται. Η Κυρία δεν ένιωσε τον παραμικρό οίκτο ή κάποια ενοχή για το ύφος των λεγομένων της. Έπρεπε να γίνει σαφής και να στρατολογήσει το νέο γρήγορα. Για το δικό του καλό. Θα μπορούσε να τον καταχωρήσει άτσαλα σε κάποια κατηγορία -όπως ο ακροατής της πέμπτης σειράς- και να μετανιώνει στα 40 του για τις επικείμενες δράσεις του.  

Οπλίστηκε με θάρρος και αποφάσισε να μιλήσει αφήνοντας τις άναρχες ιδέες του να κατακλύσουν την Κυρία και την παρέα της. Ίσως να θέλησε να τους κάνει να μπερδευτούν, γιατί είχαν τολμήσει να τον αντιμετωπίσουν ως ένα ακόμα παιδαρέλι. Τον είχαν πετάξει σε ένα σακί με άλλους δεκάδες φοιτητές και είχαν στραγγαλίσει την ατομικότητά του -πράγμα ανεπίτρεπτο στην αυγή της Νέας Εποχής.

«Λένε πως οι ιδεολογικές προσεγγίσεις είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με την μεταφυσική του έρωτα. Αυτή δεν ήταν έτσι.» Η υπομονή της Κυρίας είχε εξαντληθεί και ομολογουμένως ήταν μικρή συγκρινόμενη με την φημολογούμενη μεγάλη εμπειρία της. Ο φοιτητής είχε πάλι αρχίσει να μιλάει για έρωτες. «Τάσεις απομυθοποίησης ερωτικού αντικειμένου υποκινούμενες από απογοήτευση…» ψέλλισε και άρχισε να μην τον προσέχει. Ήταν άλλος ένας νέος που ήθελε να χρησιμοποιήσει ιδεολογικά βότανα για να ιάσει πληγές από Σεβαστιανά βέλη.   

«Θα ήθελα να σας διηγηθώ την πρώτη φορά που ερωτεύτηκα. Την είχα δει τυχαία στο δρόμο. Χαμένη στις ιδεολογίες της, χαμένος στην ομορφιά της. Μου μιλούσε για προβληματισμούς και προβλήματα. Πέρασα μέρες μαζί της μελετώντας με μυαλό ερωτευμένου τη στάση της. Έβλεπα με τα μάτια της όσα μου έλεγε. Τα καταστρατηγούσε. Μιλούσαμε συνεχώς, καυγαδίζαμε μήνες. Οι αναμνήσεις μας καταφέρνουν να γεμίζουν το διάστημα μιας νύχτας…»

Η «ετυμηγορία» των κριτών ήταν σχεδόν έτοιμη, όταν τα θεμέλια του μυαλού του φοιτητή άρχισαν να τρίζουν. Τα σκονισμένα τζάμια των παραθύρων παραπλεύρως της αίθουσας εκτινάχτηκαν προς το εσωτερικό και λίγο έλλειψε να τραυματίσουν τους κριτές. Ρωγμές στο φαγωμένο πάτωμα εμφανίστηκαν και ο συριστικός ήχος μιας σειρήνας πολέμου έξυνε τα ωτικά τύμπανα των παρευρισκομένων. Ο ματαιωμένος έρωτας είχε στεντόρεια δηλώσει την παρουσία του.

Ο φοιτητής έτρεξε προς το δεύτερο σπασμένο παράθυρο, το οποίο οδηγούσε βλέμματα με απόλυτη ακρίβεια στην κεντρική λεωφόρο. Τα άλλοτε σμαραγδένια και άλλοτε ωχρά φώτα της πόλης, οι κουκουλοφόροι διαδηλωτές, οι δυνάμεις των ΜΑΤ και οι πορτοκαλί φωτιές του Αγώνα που μαίνονταν συνέθεταν το σκηνικό της γνωριμίας. Όλα τα είχε κρατήσει το μυαλό, τίποτε δεν έμοιαζε περιττό. Ήταν αυτή που είχε σταμπάρει στον τόπο που όλοι οι κεραυνοβόλα ερωτευμένοι συναντούν για δέκα δευτερόλεπτα (και όχι παραπάνω) τους ανθρώπους που θα λαχταράνε για όλο το υπόλοιπο της ζωής τους (και μεταξύ μας, δεν είναι γραφτό τους να είναι μαζί).  

Με μια κίνηση έδιωξε τον τοίχο που του στερούσε τη μυρωδιά ιδρώτα, αίματος και αλκοόλ των δρόμων. Έπεισε τον εαυτό του πως δεν της είχε μιλήσει ξανά. Την παραπάνω διαπίστωση για το μάταιο του κεραυνοβόλου έρωτα δεν την πίστεψε ποτέ, όπως κάθε θνητός που έχει γεννηθεί κάτω από την επίδραση των υδάτινων αστερισμών. Αν η κοπέλα με το δαμασκηνί μαλλί και τα κεχριμπαρένια (ίσως) μάτια είχε γεννηθεί και αυτή με νερό στον αστρολογικό της χάρτη, τότε ίσως ο βρικολακιασμένος έρωτάς τους να ζούσε κάποιες μέρες, βδομάδες ή μήνες επιπλέον. Θα το μάθαινε μόλις της αποσπούσε την πρώτη λέξη.

Έριξε δεξιά και αριστερά ματιές, όλο νεύρο. Την ξεχώρισε από το μαβί μοντγκόμερι και τα ασορτί μαλλιά της. Έμοιαζε με χρυσόμυγα μέσα σε γάλα. Είχε κοντοσταθεί και παρατηρούσε τις οδομαχίες που μαίνονταν. Τι ωραιότερο από μια απροσδόκητη ερωτική γνωριμία εν μέσω ταραχωδών διαδηλώσεων; Θα της ακούμπαγε τον ώμο και θα της κεντούσε τα μάτια με μια απαράμιλλη γοητεία. Είχε ήδη μετατραπεί σε αριστοκρατικό αίλουρο με κοφτερή αυτοπεποίθηση και αγέρωχη στάση σώματος.

«Λένε πως στις στοές της Ομόνοιας υπάρχουν κάποιοι που βγάζουν μεροκάματο κόβοντας τις γλώσσες των περιστεριών της πλατείας…» απάντησε η κοπέλα στο απροσδόκητο άγγιγμα. Ο φοιτητής απόρησε με την παρατήρηση της κοπέλας. «Πόσο απάνθρωπο να βγάζεις το ψωμί σου κόβοντας τη λαλιά ωραίων πλασμάτων και πόσο ξενέρωτο να απαντάς σε μια αιλουροειδή προσέγγιση με ράντες αιμοστάλαχτες!» σκέφτηκε.

«Το πρωί τις παραδίδουν με τη μορφή δέματος σε κάτι κρεμ βανάκια και δεν ξαναρωτούν για την τύχη τους. Μερικά άλαλα περιστέρια τα αφήνουν ξανά στην πλατεία, ενώ κάποια άλλα -λιγότερο τυχερά- τα περιμένει η φουφού…» συνέχισε να λέει κοιτάζοντας τον στα μάτια, εξαλείφοντάς του κάθε ενδοιασμό για το αν είναι ερωτεύσιμη και επιβεβαιώνοντας τον κεχριμπαρένιο χρωματισμό των ματιών της. «Πόσο καιρό έχεις να ακούσεις κελάηδισμα πουλιών στην Ομόνοια;»

Από μικρό παιδί δεν είχε ακούσει ποτέ πουλί να κελαηδά στην Ομόνοια και πάντα πίστευε πως η βοή της πόλης σκεπάζει τις φωνές τους. Και για αυτή τη σπείρα ακρωτηριασμών δεν είχε ακούσει κάτι. Αν τον ερωτεύονταν σφόδρα και μεσαιωνικά, ίσως μαζί να αντιμετώπιζαν αυτή θηριωδία. Με λάβαρο τα μάτια της και σταυρό την ενδεχόμενη σιαμαία καρδιά τους, θα μπορούσαν να ξεκινήσουν μια νέα σταυροφορία ενάντια στην φίμωση των περιστεριών. «Τι ζώδιο είσαι;» την ρώτησε, ενώ στις λίμνες και τα βράχια του μυαλού του υπήρχαν ψάρια, σκορπιοί, καβούρια.

Η ιδιοσυγκρασία της ταράχθηκε από το απρόσμενο αστρολογικό ενδιαφέρον του. Μπορεί και να του απεκάλυπτε το άστρο της, αν εκείνη ακριβώς τη στιγμή δεν περνούσε το κίτρινο τρόλεϊ με τα σβηστά φώτα και τον μυστηριώδη αριθμό 049. Απέστρεψε το βλέμμα, σήκωσε το χέρι και επιβιβάστηκε στο σκοτεινό όχημα, αν και στάση εκεί κοντά δεν προβλέπονταν.

Καθώς ξεμάκραινε, άνοιξε το παράθυρο και του φώναξε απορημένη: «Πόσο καιρό έχεις να ακούσεις κελάηδισμα πουλιών στην Ομόνοια;» Τα χημικά που άρχισαν να πέφτουν «βροχή» στη διαδήλωση, δε βοήθησαν στην εκφορά μιας απάντησης. Σφάλισε τα μάτια και συγκέντρωσε τη σκέψη του. Έφερε στις οθόνες του μυαλού την εικόνα της μυρωδιάς της. Τριμμένη λεβάντα σε χέρια νωπά. Έδιωξε κάθε του γνώμη και προσπάθησε να γίνει αυτή. Έγινε αυτή. Ταξίδευε προς την Ομόνοια…

----------

Γύρω στις δυο τα χαράματα, το στοιχειωμένο 049 είχε κάνει τη τερματική του στάση στην οδό Αθηνάς. Οι πόρτες του άνοιξαν και από τα σωθικά του ξεχύθηκαν κλοσάρ ψυχές, ανάμεσα τους -βασίλισσα των καταραμένων- η δαμασκηνιά ντάμα. Η Ομόνοια ήταν έρημη, βοηθούσε και ο αστικός μύθος της επικινδυνότητάς της. Μύθος, καθώς τα μόνα ζωντανά όντα που διέτρεχαν κίνδυνο ήταν τα περιστέρια. Έχωσε τα χέρια στις τσέπες, ανασήκωσε ελαφρώς τους ώμους και συνέχισε να βαδίζει το καθημερινό της δρομολόγιο. Σήμερα ένιωθε λίγο κουρασμένη. Σαν ένα σκουπιδάκι να είχε χωθεί στο μυαλό της. «Δεν έχω λείψει καμία μέρα από τη δουλειά, ίσως να χρειάζομαι ρεπό» αναλογίστηκε.

Έπειτα από 63 βήματα και 5 αναστεναγμούς, έφτασε στο κιόσκι της Γριάς Μάγισσας. Η μαντάμ φορούσε το χιλιομπαλωμένο μαύρο σάλι της και τα πράσινα μαλλιά της πάσχιζαν να αποτραβήξουν το βλέμμα από την κρεατοελιά της γαμψής της μύτης. Το στήθος της είχε ξαποστάσει στο πάγκο και η πραμάτεια της έκρυβε το υπόλοιπο μέρος του κορμιού της. Κοιτάζοντας την κοπέλα με τα ρυτιδιασμένα κίτρινα μάτια της, της παρέδωσε το χάρτη με την τοποθεσία της στοάς όπου θα γινόταν η αποψινή εγχείρηση. Η κοπέλα άρπαξε το χαρτί και κατευθύνθηκε προς την πλατεία για να αιχμαλωτίσει τα θύματά της.

Η διαδικασία ήταν απλή, μα επίπονη. Έβγαζε το πανωφόρι της, σήκωνε τα μανίκια, έπεφτε στα γόνατα και άρχιζε να βγάζει γουργουριστούς ήχους. Μόλις κάποιο περιστέρι χωρίς γαριασμένο αίμα στο ράμφος του -και άρα ξεγλωσσιασμένο- πλησίαζε, έπεφτε πάνω του και το γράπωνε με σακατεμένους αγκώνες. Έπρεπε να πιάσει γύρω στα 3 πετούμενα και η μέση διάρκεια της διαδικασίας ήταν 40 λεπτά.

Όταν το ρολόι της Βαρβάκειου Αγοράς έδειξε με τους δείκτες του τον αριθμό ΙΙΙ, στη στοά των εγχειρήσεων δόθηκε το σήμα εκκίνησης της γλωσσο-κοπτικής. Είχαν μόλις 20 λεπτά για την αποκοπή τριών γλωσσών ο καθένας. Δεκάδες ζευγάρια χεριών με χειρουργικά χορογραφημένες κινήσεις απέκοπταν προσεκτικά τις γλώσσες των περιστέρων, ανοίγοντάς το ράμφος και τοποθετώντας ένα μικροσκοπικό χωνί γύρω από τη γλώσσα. Εν συνεχεία, έπαιρναν μια λαβίδα και τραβούσαν τη γλώσσα αποφασιστικά. Την πληγή τη βούλωναν με βαμβάκι, ενώ το λάφυρο το βούλιαζαν σε βαζάκια με φορμόλη. Οι κοπέλες συνήθως λέκιαζαν τα μάτια τους με ρανίδες ουράνιου αίματος, ενώ τα αγόρια τραυμάτιζαν τα χέρια τους. Πολλές φορές στους μπροστινούς πάγκους, τα περιστέρια μαρτυρούσαν στα χέρια κάποιου νεοσύλλεκτου. Μέχρι να μάθουν τη δουλειά, οι εξαρθρώσεις των γλωσσικών αδένων μετατρέπονταν σε λουτρό αίματος και πολλές φορές τα περιστέρια έσκουζαν μισο-σχισμένα. Στο τέλος, ο κάθε εργάτης μπορούσε να κρατήσει ένα περιστέρι για βρώση και τα υπόλοιπα τα επέστρεφε μουγκά στη διοίκηση για να την επανατοποθέτηση τους στην πλατεία.

Γύρω στις τέσσερις παρά, η κοπέλα πήρε το δρόμο για τη στάση Αθηνάς, μαζί με μερικούς άλλους σκυφτούς συναδέλφους της. Ήταν πολλοί αυτοί που δεν χρησιμοποιούσαν την Ομόνοια ως τόπο διαμονής. Πίστευαν πως σε άλλες συνοικίες τα πτηνά θα κελαηδούν. Πολλοί επίσης, ανάμεσά τους και η κοπέλα, κρατούσαν μπλε πλαστικές σακούλες που μέσα τους είχαν ένα δεμένο ζωντανό περιστέρι. Μόλις έφτασαν στη στάση, η κοπέλα εντόπισε μέσα της το Αστρολογικό αγόρι. Ήταν τόσο σοκαρισμένο από τις εγχειρήσεις που δεν κράτησε διακριτική την παρουσία του. Η σακούλα της πάλλονταν από το περιστέρι που ήθελε να πιάσει ουρανό.

«Παίρνεις μέρος σε αυτή τη διαδικασία; Νόμιζα πως στην ιδέα παραλύεις…Νόμιζα πως ήσουν ενάντια σε ό,τι μοχθηρό. Σε είδα να λερώνεις τα μάτια σου –τα μάτια μου- με αίμα και να μην δίνεις σημασία…» είπε με τρεμάμενη εσωτερική φωνή. Αμέσως τα μάτια της κοπέλας τράβηξαν τις σχισμές τους και υιοθέτησαν αμυντική στάση. Όσοι βρίσκονταν κοντά της, έβλεπαν την κοπέλα να δακρύζει και να νευριάζει ταυτόχρονα. Μιλούσε πότε με γυναικεία και πότε με αντρική φωνή σα δαιμονισμένη.

«Ο τρόπος με τον οποίο στέκομαι στην ζωή και δε ρημάζω δε σε αφορά, άλλωστε περιστέρια πειράζω. Όχι ανθρώπους!». Η ψυχολογία της είχε τόσο επηρεαστεί από την κριτική στον ενδέκατο σπασμό του περιστεριού, πήρε τη σακούλα και τη χτύπησε στο ρείθρο του βρώμικου πεζοδρομίου. «Και όταν τελειώσουν τα περιστέρια; Αυτοί σε λίγο θα σε βάλουν να ακρωτηριάζεις ανθρώπους!»

Αυτή την ατάκα δεν την περίμενε. Νόμιζε πως μόνο ο παλαιότερος αθώος και ανασταλτικός εαυτός της θα σκεφτόταν κάτι τέτοιο. Υπήρχε αλήθεια σε αυτή την πρόταση. Όσο περνούσαν οι μέρες, τόσο δυσκολεύονταν να βρει αλώβητα περιστέρια.

«Υπάρχουν και τα αδέσποτα.» απάντησε καθησυχαστικά. «Γιατί σας λένε να τους κόβεται τη γλώσσα; Τα περιστέρια δεν κελαηδούν. Θέλουν να βλέπουν τον πόνο τους και εσείς τους βοηθάτε! Ποιος καπηλεύεται τις γλώσσες και σε ποια αγορά τις διακινεί;» της είπε το αγόρι.

Τα λόγια του μέσα από το στόμα της πίστευε πως θα ταρακουνούσαν και τους υπόλοιπους στη στάση. Κανείς δεν έδωσε την παραμικρή σημασία, όλοι είχαν μείνει να κοιτάζουν τη γνωστή-άγνωστη συνάδελφό τους που μιλούσε στη μέση του δρόμου μόνη της. Η κοπέλα κούνησε σπαστικά τους ώμους, σήκωσε επιδεικτικά τη σακούλα και ανταπάντησε: «Κάθε μέρα, παραλαμβάνω ένα περιστέρι και το τρώω…»

Εκείνη τη στιγμή, το λεωφορείο-φάντασμα άναψε μηχανή (ποτέ τα φώτα) και άνοιξε τις πόρτες του. Η κοπέλα έπρεπε να επιβιβαστεί και ο φοιτητής δεν μπορούσε να συνταξιδέψει με όλους αυτούς που η αύρα τους μύριζε αίμα και κουτσουλιές. Ο χωρισμός τους έμοιαζε επιτακτικός. Αυτός έφερε στο μυαλό του την εικόνα της μυρωδιάς του. Μήλο πολτοποιημένο από γροθιές. Η κοπέλα έπεσε, διπλώθηκε στα δυο και άφησε την σακούλα να αποκαλύψει τη νεκρή φύση του περιστεριού. Η σχάση τους είχε συντελεστεί και η ακτινοβολία που απελευθέρωσε θάμπωσε τους συναδέλφους της, που μέσα από το λεωφορείο παρακολουθούσαν το ντελίριο.     

«Πρέπει να φύγω, έχω να μαγειρέψω…» είπε. Ο φοιτητής δεν μπορούσε να πιστέψει πως τα συναισθήματά της είχαν βαλσαμωθεί στα κεχριμπαρένια μάτια της. «Δεν ανήκεις σίγουρα σε υδάτινο αστερισμό. Δεν μπορούμε να ζήσουμε μαζί…» την κατηγόρησε.

«Η καλύτερη στιγμή είναι το γονυπετές μου γουργούρισμα στην πλατεία, πριν τη συλλογή περιστεριών. Τους μιλάω δίνοντάς τους να καταλάβουν πώς έχουν τα πράγματα. Ξέρω να μιλάω στα πουλιά και η μόνη απασχόληση που μου δόθηκε είναι να τα φιμώνω. Δείχνουν να κατανοούν.» είπε δίνοντας κάποια ελαφρυντικά στη δράση της, αφού ο φοιτητής δεν όριζε ως επαρκές άλλοθι την πείνα.

Το μεταμεσονύχτιο λεωφορείο χάθηκε σε μια στροφή και η κοπέλα δεν άνοιξε το παράθυρο για να τον ρωτήσει πόσο καιρό έχει να ακούσει κελάηδισμα πουλιών στην Ομόνοια. Τα πουλιά εκεί γύρω ήταν περιστέρια και όπως της αποκάλυψε τα περιστέρια δεν κελαηδούν.

Είχε ζήσει ξανά τη γνωριμία τους και πάλι δεν την είχε καταλάβει. Πήρε το δρόμο για τα γραφεία. Θα περπατούσε. Ένιωθε μια ενόχληση στον ιππόκαμπο του εγκεφάλου του, εκεί που αρχειοθετούνται οι μνήμες. Κάποια στιγμή βρέθηκε στο προαύλιο μιας Εκκλησίας. Οι ψαλμωδίες ενός ψευδοπροφήτη του έφεραν δάκρυα στα μάτια:

 

«Στρωμένοι στο Ιάσιο

οι φοιτητές ονείρων

καλούμε Λέαινα γυνή

με θάρρος αναπήρων/

τα άμαχα τα πλήθη σου

επήραν θέση μάχης
ενώ το τραύμα σου νωπό

στις παρυφές της ράχης/

μας έγδαρες το φτερωτό

που σ' όλους είχες δώσει
προσμέναμε αντίδοτο

ως είχες μετανιώσει/

Κι ας φήμες ταξιδεύουνε

πως δράκου στόμα έχεις
φιλιού σου το αγίασμα

ποθούμε να μας βρέξεις/

Επέτειος Μεσάνυχτος

σαν φτάνεις στην αρένα

φοράς κεντίδια σου χρυσά

και τα φτερά καδένα/

Μονόχειρες μας άφησες

και ξεκινάς αγώνα

μας έγδερνες σα μάρτυρες Αγίους σε εικόνα.»

Μια γερόντισσα με εντυπωσιακά πράσινα μαλλιά του εξήγησε: «Υπέρ του Έρωτα Μαρτύρων ψάλλει Κύριε…» και του έγνεψε συγκαταβατικά. Αυτός μπήκε μέσα, άναψε κερί και ευχήθηκε. Ό,τι και αν ζήτησε, θα το ήθελε πολύ. Κλάμα γοερό. Εξαγνισμός. Ανανέωση. Ελπίδα φυτρώνει, βλασταίνει, καρποφορεί. Τρώει καρπούς της. Στα μισά του δρόμου, ενδιαφέρεται πάλι για τις ιδεολογίες. Ως τον επόμενο έρωτα τουλάχιστον.

Χαράματα με αίμα ελπιδοφόρων καρπών στο στόμα, τρύπωσε στα μύχια γραφεία του κροταφικού του λοβού. Τον υποδέχτηκαν στους κόλπους τους ως απονενοημένο. Η Κυρία κατάλαβε πως η σκληρή πραγματικότητα σε συνδυασμό με την ερωτική απογοήτευση, έκαναν το μικρό να γυρίσει στις θεωρητικές του αναζητήσεις και να καλύψει το κεφάλι κάτω από την όποια ιδεολογική κουβέρτα. Έδωσε μια χειραψία στον άσωτο και πέρασαν στην αίθουσα. Αν και η γνωμάτευση είχε βγει, θα του έδιναν την ψευδαίσθηση μιας δήλωσης.   

Όλα ήταν στη θέση τους. Τα φώτα της πόλης άναψαν και οι οδομαχίες καλά κρατούσαν. Η γραβάτα του ρυθμίστηκε ώστε να μη τον σφίγγει και η μικροφωνική της αίθουσας θα επικοινωνούσε τις δηλώσεις του. Κατάπιε λίγο σάλιο του για να βραχεί ο λάρυγγάς του, γλίτσιασε τις φωνητικές του χορδές και εντός ολίγων δευτερολέπτων θα άρχιζε να παράγει τους ήχους που η κοινωνία στην οποία ζούσε ονόμαζε αρθρωμένο λόγο. Το κρώξιμό του ήταν τόσο βραχνό και υπόκωφο που κάποιος θα μπορούσε άνετα να το παρομοιάσει με έναν ήχο που άρχισε να εκλείπει στις κεντρικές πλατείες…



0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ