Είχε 10 μέρες να ξυριστεί και τέσσερα χρόνια να γαμήσει.
Φορούσε το παντελόνι της παραλλαγής και μια μαύρη μπλούζα των Iron Maiden, ξεθωριασμένα και λεκιασμένα αμφότερα. Οι αρβύλες του ήταν βαμμένες κίτρινες, με ένα σπρέι που είχε ξεχάσει ένας Αεκτζής στην αποθήκη. Δεν θα έλεγε κανείς ότι τα είχε καταφέρει.
Το ανεπιτήδευτο θέλει πολλή προσπάθεια για να μοιάζει σαν τέτοιο, της προσπάθειας όμως πρέπει να προηγηθεί η σκέψη για το πως θα αποδοθεί. Όταν όμως έχεις στα χέρια σου το μέσο έκφρασης και είσαι ερασιτέχνης, πρώτα το αξιοποιείς και μετά το σκέφτεσαι.
Είχα την εντύπωση ότι οι μεγάλοι καλλιτέχνες πρώτα πλάθουν με την φαντασία τους το έργο και μετά το αναπαράγουν, δεν μπορούσα να φανταστώ, δηλαδή, ότι ο Γκαίτε ξεκίνησε να γράφει κάτι άλλο και τελικά προέκυψε ο Φάουστ. Η πεποίθηση μου αυτή με τον καιρό κάμφθηκε.
Θα απολυόταν σε 53 μέρες και 52 νύκτες. Για αυτόν οι νύχτες μετρούσαν πάντοτε αλλιώς. Δεν μου προκαλεί εντύπωση, και εγώ, άλλωστε, της ίδιας φιλοσοφίας είμαι. Τι σχέση μπορεί να έχει το πρωινό της Δευτέρας με το βράδυ της ίδιας μέρας. Πιο εύκολα θα το συνέκρινα με το πρωινό της Τρίτης, για παράδειγμα ή ίσως της Τετάρτης αλλά ποτέ με ένα βράδυ. Μέρα και νύχτα, άλλοι κόσμοι, μην το συζητάς.
Το φυλάκιο κρεμόταν από τα βράχια σαν χελιδονοφωλιά. Τα πλησιέστερα δείγματα ανθρώπινης παρουσίας ήταν δυο πάμφωτα πετρελαιοφόρα τα οποία έπλεαν στον ουρανό, ίσως και στη θάλασσα. Κανείς δεν μπορούσε να είναι σίγουρος.
Είχε μόλις τελειώσει η τσόντα του Filmnet.
Έβαλε να δει Τηλεμάρκετιγκ. «Ποιος δεν θα ήθελε να είχε μετεωρολογικούς σταθμούς χειρός, μασαζομαξιλάρια, συστήματα παθητικής γυμναστικής;» μουρμούρισε.
Σίγουρα δεν θα ήθελε να είναι ένας από αυτούς. Εάν γινόταν πλούσιος θα τα αγόραζε όλα αυτά, του φαίνονταν, άλλωστε, εξαιρετικά χρήσιμα, λες και είχαν φτιαχτεί ειδικά για εκείνον. Οι εφευρέτες ήταν οι άνθρωποι που θαύμαζε πιο πολύ, μετά τον Ζινεντίν Ζιντάν, βέβαια.
Άνοιξε το ψυγείο. Είχε πιει όλες του τις μπύρες. Έκλεψε δυο των άλλων, φρόντισε να μην είναι του δόκιμου. Ήταν παμπόνηρος, αδίστακτος και μεγάλος μαλάκας. Πως αλλιώς να εξηγήσεις την επιλογή ενός ανθρώπου να κάνει καριέρα στο στρατό. Όχι πως οι καριέρες εκτός στρατού προϋποθέτουν άλλα χαρακτηριστικά. Ήταν, κατά μια έννοια το αντίπαλο δέος του Παναή.
«Ήρθε η σειρά σου», του είπε ο φαντάρος που φυλούσε σκοπιά, μπαίνοντας με ορμή στον θάλαμο. «Άργησες πέντε λεπτά αν το ξανακάνεις σε γάμησα, δεν θα περιμένουμε όλοι εσένα», προσέθεσε πηγαίνοντας στο κρεβάτι του.
Ακούστηκε ο ήχος των ελατηρίων καθώς ξάπλωνε. Μισό λεπτό αργότερα έπεφταν οι αρβύλες του στο δάπεδο.
Πρώτα η μία.
Μετά και η άλλη.
Κλώτσησε την πόρτα. Ανέβηκε τη σκουριασμένη σκάλα πατώντας επίτηδες με δύναμη. Οι άλλοι στρατιώτες κοιμόντουσαν, πάντοτε με την αμέριστη συμπαράσταση μιας χούφτας Hypnostedon και μερικών τσιγάρων χασίς. Οπλικές προμήθειες. Όλοι εκτός από τον Μάριο που περίμενε μήνυμα στο κινητό του από το απόγευμα της περασμένης Τετάρτης παίζοντας Tetris. Ήθελε να έχει τη συσκευή συνέχεια στα χέρια του, μην τυχόν του απαντήσει και αυτός δεν το δει έγκαιρα και τότε ποιος ξέρει τι θα έβαζε στο νου της.
Εκείνη δεν τον ήθελε πια, ήταν κοντός και μίζερος για τα γούστα της. Αυτός δεν ήταν ακόμα έτοιμος να το καταλάβει.
Η προσμονή τον είχε καταστήσει μαστούρη με το Tetris. Η χαρούμενη μουσική η οποία ανέβλυζε από τη συσκευή νανούριζε τους υπόλοιπους φαντάρους, ξυπνούσε όμως παραδόξως μια διονυσιακή διάθεση στα ποντίκια τα οποία εκμεταλλευόμενα το σκότος έβγαιναν από τις φωλιές τους και χόρευαν σε ρυθμούς τσάρλεστον και αυτό συνέβαινε μόνο στο άκουσμα της συγκεκριμένης μελωδίας, γεγονός που επιβεβαίωναν όλοι οι φαντάροι του φυλακίου.
Οι παλαιότεροι φαντάροι πρότειναν να φωνάξουν την εκπομπή του Χαρδαβέλα για να λύσει το μυστήριο, η σκέψη όμως έμεινε σκέψη. Ποιοι άλλωστε ήταν αυτοί οι οποίοι θα αναλάμβαναν να κοινοποιήσουν κάτι τόσο δυστοπικό στο πανελλήνιο, ήταν βέβαιοι πως αποτελούσε σημείο των καιρών.
Ήταν τρείς εβδομάδες απομονωμένοι και αυτό τους είχε κάνει να αισθάνονται σαν πειρατές. Είχαν συμφωνήσει πως εάν δεν τους άλλαζαν άμεσα, θα αναρτούσαν μια Jolly Roger, έτσι αποκαλούνται οι μαύρες πειρατικές σημαίες, αυτές με το κρανίο και τα κόκαλα. Την είχαν ήδη κατασκευάσει και την έκρυβαν στην αποθήκη.
Στο μπαλκόνι του παρατηρητηρίου λαγοκοιμόταν η Λάουρα, η σκυλίτσα που είχε περάσει όλη της την ζωή στην βραχονησίδα. Είχε ταυτιστεί σε τέτοιο βαθμό με το φυλάκιο που είχε σαν ερπετό θαρρείς προσαρμοστεί στις αποχρώσεις του βράχου.
Κάθε φουρνιά φαντάρων που περνούσε της έδινε και άλλο όνομα, το εύρος των οποίων κάλυπτε μια ενδιαφέρουσα γκάμα από Ρανταπλάν ως Κική.
Η Λάουρα το είχε πάρει πια απόφαση, οι άνθρωποι ήταν ηλίθιοι και χακί. Όλοι εκτός από τον Ψαλλίδα. Είχε περάσει και αυτός κάποτε από εκεί. Μόνο εκείνος ήξερε πως να φέρεται σε μια κυρία που όπως κακά τα ψέματα ήταν η ίδια.
Έκτος από κόκαλα της χάριζε και λουλούδια. Της είχε φορέσει κάποτε ένα στο αυτί. Το πόσο είχαν γελάσει και αυτός και αυτή δεν λέγεται. Ο Ψαλλίδας μπορεί να μην ήταν όμορφος αλλά θα την είχε κορόνα στο κεφάλι του, με τα λιγοστά ατίθασα τσουλούφια.
Η Λάουρα ζούσε με την ελπίδα ότι ο Ψαλλίδας θα επέστρεφε μια μέρα και θα την ζητούσε σε γάμο. Θα δεχόταν αφού πρώτα του έκανε μερικές ντροπές. Είχε καταλήξει και στο νυφικό που θα φορούσε. Θα ήταν κομψό και σικ, με κρύσταλλα Σβαρόφσκι και μουσελίνα.
Γρύλισε προειδοποιητικά όταν είδε τον μαλάκα να ανεβαίνει τη σκάλα. Εκείνος προσποιήθηκε πως τη σημαδεύει. «Πόσο μαλάκας Θεέ τους!» σκέφτηκε η Λάουρα και γάβγισε απειλητικά τη σκυλίσια έκφραση «Μπουρδελόδίποδο εμείς οι δυο θα έχουμε κακά ξεμπερδέματα. Άντε από εκεί παπάρα Πελοποννήσιε».
Εκείνος κατέβασε το όπλο.
Εκείνη ανταπέδωσε με μια γκριμάτσα αδιάφορης ετοιμότητας.
«Κατεβαίνω για περιπολία στα βράχια», την ενημέρωσε με ύφος συζύγου που απολογείται εμμέσως για μια αδικαιολόγητα νυχτερινή έξοδο στο καφενείο.
«Στο διάολο», του απάντησε.
Αν και καλοκαίρι η ψύχρα της νύχτας και η υγρασία της θάλασσας του Βόρειου Αιγαίου τον έκαναν να δυσθυμεί.
Στρογγυλοκάθισε πάνω στον βράχο που χρησίμευε διαχρονικά σαν πολυθρόνα για κάθε φαντάρο που πέρασε από εκεί. Παρατηρώντας κανείς, πιο προσεκτικά τον βράχο, θα έβρισκε ίχνη από στυλό και απόπειρες συγγραφής χυδαίων συνθημάτων, σκαλισμένα αρχικά ονομάτων, πρόχειρα ημερολόγια σαν αυτά τον φυλακισμένων. Πάνω του είχε χαραχτεί ανεξίτηλα η έκφραση απελπισίας μιας νεότητας υπό παγίδευση. Έβγαλε από την τσέπη του ένα περιοδικό. Ήταν ένα παλιό τεύχος του Marie Claire.
«Θα είμαι αδελφή αν διαβάσω γυναικείο περιοδικό;» σκέφτηκε με ειλικρινή απορία, μη καταφέρνοντας ωστόσο να δώσει στον εαυτό του μια πειστική απάντηση προτίμησε να αντισταθεί.
Μερικά λεπτά αργότερα.
Τελικά υπέκυψε.
Έσκιζε μια-μια τις σελίδες αφού πρώτα τις διάβαζε, συλλαβιστά εξαιτίας του σκοταδιού και της περιορισμένης του ικανότητας να αναγιγνώσκει. Του είχε μείνει τραύμα από ένα άδικο χαστούκι που είχε φάει στη δευτέρα δημοτικού. Ιδιαίτερη έμφαση έδωσε στη στήλη με τα ζώδια, αν και το τεύχος ήταν του περασμένου καλοκαιριού. Το ενδιαφέρον με τα ζώδια είναι να τα διαβάζεις εκ των υστέρων για να δεις εάν επαληθεύτηκαν.
Προσπάθησε να θυμηθεί τι έκανε τον περασμένο Αύγουστο από τις 23 έως τις 30. Δεν τα κατάφερε.
Αφού τις έσκιζε, λοιπόν, εν συνεχεία τις έκανε καραβάκια. Ο τρόπος είναι γνωστός, τουλάχιστον σε όσους τελείωσαν το δημοτικό.
Του χρειάστηκαν μια ώρα, 23 λεπτά και 2 μπύρες για να σχηματίσει έναν αξιοπρεπή στόλο από δεκαπέντε. Όσα δεν του έβγαιναν έτσι όπως τα ήθελε, τα πυρπολούσε και τα έσπρωχνε ακολούθως στη θάλασσα.
«Πέρασε η μισή σκοπιά», σκέφτηκε χαμογελώντας αδιόρατα, «με την άλλη μισή να δούμε τι θα γίνει!», σήκωσε στραβά το πάνω χείλος του. Έβγαλε από το βρακί του δυο τσιγάρα σκάνγκ. Άναψε το πρώτο και θεώρησε διασκεδαστικό να πλάσει ιστορίες με ναυμαχίες.
Τα σκέφτηκε να φλέγονται, να βουλιάζουν. Η ένταση των στιγμών αυξανόταν κλιμακωτά. Οι εξελίξεις γίνονταν όλο και πιο ρεαλιστικές λεπτό με το λεπτό, σαν έκτακτο δελτίο ειδήσεων από το CNN. Άναψε και το δεύτερο. Τώρα όμως ο στόλος του είχε αρχίσει να παρουσιάζει παράξενη συμπεριφορά.
«Μηδίζουν!»
Τα έβλεπε να αλλάζουν πορεία και να στρέφονται απειλητικά εναντίον του. Προ της απειλής παρέταξε τα αγαπημένα του, το ένα μετά το άλλο, στην επιφάνεια της θάλασσας.
Ξεμάκρυναν.
Οι μάχες μαίνονταν αμφίρροπες. Ένιωθε την αγωνία του Ξέρξη καθώς έβλεπε τον στόλο του να ηττάται. Στο μυαλό του ήρθε ο πίνακας του Τεοντόρ Ζερικό, με θέμα την βυθίζουσα σχεδία των ναυαγών, τη «Σχεδία της Μέδουσας». Δεν χρειάζεται να σου εξηγήσω τι είναι η Μέδουσα, έτσι δεν είναι;
Συμμετείχε σαν χούλιγκαν από εξέδρας. Είχε υπάρξει κάποτε. «Πέναλτι, πέναλτι», φώναζε υστερικά. Τα είχε μπλέξει όλα.
Το αδιανόητο ήταν σε πρώτο πλάνο. Όμορφες σειρήνες τον καλούσαν για σεξ μα όταν πλησίαζαν μεταμορφώνονταν σε γριές ζητιάνες. «Δώσε μας κάνα φράγκο», του έλεγαν απλώνοντας το χέρι. «Είμαι έξι μήνες άνεργος», τους απαντούσε σοβαρά. Την ίδια απάντηση έδινε και στους ναρκομανείς οι οποίοι στο άκουσμα της απόκρισής του λες και μαγεύονταν. Ξεμάκραιναν σαν σκυλί που μόλις κλώτσησες. Βηματισμός γοργός, παραπονεμένο γρύλισμα και τρομαγμένο πισωκοίτασμα κάθε τρεις και λίγο.
Φαντάστηκε την γκόμενα του να τον κερατώνει με τον θείο του.
Άκουσε έναν δυνατό κρότο και τι να δει! Ένα γιγάντιο καρότο είχε εκτοξευθεί από το κανόνι ενός πλοίου και είχε καρφωθεί στο παρατηρητήριο του φυλακίου.
Τον έπιασε απελπισία ίσως και πανικός. Ξεκρέμασε το όπλο το οποίο είχε ζωστεί στραβά. Όπλισε και άρχισε να πυροβολεί την εχθρική νηοπομπή κρατώντας το αυτόματο με το ένα χέρι μιμούμενος τον Σβαρτσενέγκερ. «Μα πως το έκανε με το ένα χέρι;» αναρωτήθηκε αγανακτισμένος.
Το έπιασε καλύτερα και συνέχισε. «Έβαλα τα χέρια μου και έβγαλα τα μάτια μου. Ουδείς πιο αχάριστος από τον ευεργετηθέντα, λαμόγια του ΣΥ.ΡΙΖ.Α», κατηγορούσε τον εαυτό του για την απρονοησία του τρέμοντας από την αγωνία, τη στιγμή που κρυβόταν πίσω από τον βράχο για να μην τραυματιστεί από τα εχθρικά πυρά. Ξαναγέμισε. «Πυροβολώ γρηγορότερα από τον Λουκυ Λούκ», φώναζε σε σπαστά αγγλικά, θεωρώντας δεδομένο πως οι Πέρσες γνώριζαν. Ναι ήταν σύντροφοι του ΣΥ.ΡΙΖ.Α αλλά και Πέρσες ταυτόχρονα. Κάποιοι από αυτούς ήταν ντυμένοι σαν τρανσέξουαλ.
«Έξω οι μετανάστες από την Ελλάδαααα», ούρλιαζε παροξυσμικά.
Όλοι ξύπνησαν. Βγήκαν τρέχοντας να δουν τι έγινε. Απογοητεύτηκαν όταν τον βρήκαν ζωντανό. Θα απολύονταν όλοι τους μια ώρα αρχύτερα. «Κάνε κάτι σωστό επιτέλους», του φώναξαν.