Ο Δον Ζαχαρίτο με το ζαχαρωτό σπαθί του και παρέα τον ακόλουθο του Μελίτο, ξεκίνησε το μελοτάξιδο του για τον κόσμο που κυριαρχούσαν μόνο τα γλυκά. Του το είχε ψιθυρίσει ένα βράδυ ένας κόκκος σοκολατένιας τρούφας που είχε καταφέρει να ξεφύγει από τα σαγόνια ενός αδίστακτου γλυκατζή. Είχε μαζέψει από ένα πιάτο τα τελευταία ψήγματα γλύκας που είχαν απομείνει από ένα σιροπιαστό μπακλαβαδάκι και το οποίο είχε θυσιαστεί πριν από λίγο στο βωμό της απόλαυσης και έφυγε για τη χώρα των γλυκών. Εκεί δεν κινδύνευε από κανένα λιχούδικο ανθρώπινο στόμα.
Πήρε, λοιπόν, το ζαχαρωτό σπαθί του, ένα μεγάλο μπουκάλι σιρόπι για να βουτάει το σπαθί του μετά από κάθε μάχη και πολλές καραμέλες για να πετάει σε ένα τέρας που το έλεγαν Λιγούρα προκειμένου να το ξεγελάει κάθε φορά που του έκανε επίθεση ούτως ώστε να μπορεί να συνεχίζει το ταξίδι του ανενόχλητος. Ο Μελίτο, πάντα πιστός του φίλος, σε όλες τις γλυκές ατασθαλίες της ζωής του, τον ακολούθησε. Κόσμος πολύς μαζεύτηκε για να αποχαιρετήσει το Δον Ζαχαρίτο. Όλοι θεωρούσαν ότι είναι ένας τρελός αιθεροβάμων. Αλήθεια, ποιός θα πίστευε κάποιον που ισχυριζόταν ότι μιλούσε με ένα δραπέτη τρούφα σοκολάτας και ετοιμαζόταν να βρει τον κόσμο των γλυκών;
Περπατούσαν πολλές μέρες ώσπου ξαφνικά ο Δον Ζαχαρίτο είδε μπροστά του ένα σιροπένιο ποτάμι . Προσπαθούσε να περάσει απέναντι αλλά το σιρόπι έτρεχε μανιασμένο και μετέτρεπε τα πάντα σε σιροπιαστά γλυκά. Κάποιες από τις σταγόνες έπεσαν πάνω στο Δον Ζαχαρίτο ο οποίος με μανία άρχισε να γλύφει το σιρόπι όπου είχε πέσει. Αφού λοιπόν έγλυψε όλο το σιρόπι από τα ρούχα του έπεσε κάτω και άρχισε να γλύφει με μανία τις σιροπιαστές πέτρες που είχαν μετατραπεί σε γλυκές σιροπιαστές τουλουμπες.
«Τι κάνετε εκεί Δον Ζαχαρίτο μου;» Τον ρώτησε με απορία ο Μελίτο.
«Δε βλέπεις χαζέ το σιρόπι από το ορμητικό ποτάμι; Έλα και εσύ..εμπρός δοκίμασε»…
Ο Μελίτο τον κοίταξε με απορία…δεν μπορούσε να καταλάβει πώς είναι δυνατόν να γλύφει το νερό με τόση μανία..το μόνο που έβλεπε μπροστά του ήταν ένα τρεχούμενο ποτάμι με δροσερό γάργαρο νερό. Ούτε ορμή έβλεπε, ούτε σιρόπια, παρά μόνο ένα τρελό να γλύφει τα ρούχα του και τις πέτρες….Μάταια προσπάθησε να τον συνετίσει. Έτσι, έκατσε υπομονετικά κάτω από ένα δέντρο και τον περίμενε να τελειώσει.
Άλλη μια μέρα έφτασε στο τέλος της. Ξάπλωσαν και οι δύο κουρασμένοι για να κοιμηθούν. Ξαφνικά ο Μελίτο άκουσε τον Δον Ζαχαρίτο να φωνάζει. Ανοίγει τα μάτια του και τον βλέπει να κοιτάζει τον ουρανό και να απλώνει τα χέρια του σαν να προσπαθεί να πιάσει κάτι.
«Μελίτοοοο ξύπναααα….σιρόπι καραμέλας πέφτει από τον ουρανό και ανακατεύεται με τα αμύγδαλα..μμμμ καραμελωμένα αμύγδαλα πόσο τα είχα πεθυμήσει..έλα γρήγορα να με βοηθήσεις να τα μαζέψουμε»
Ο κοντόχοντρος ακόλουθος άνοιξε τα μάτια του διάπλατα και έξυσε το κεφάλι του στο θέαμα που αντίκρισε χωρίς να ξέρει τι να απαντήσει. Το μόνο που έβλεπε ήταν κάτι ζωύφια να προσπαθούν να βρουν καταφύγιο από τις πρώτες στάλες τις βροχής. Σηκώθηκε και με αργές κινήσεις τον σκέπασε για να μη βραχεί και ξάπλωσε δίπλα του…η αυριανή μέρα ήταν μεγάλη και έπρεπε να ξεκουραστούν. Μόνο ο Μελίτο αποκοιμήθηκε. Ο Δον Ζαχαρίτο έτρωγε όλο το βράδυ καραμελωμένα αμύγδαλα….
Ο ήλιος με τις αχτίνες του έδιωξαν μακριά το σκοτάδι. Οι δύο ταξιδιώτες συνέχισαν το δρόμο τους για τον κόσμο των γλυκών. Ο Μελίτο εμφανώς κουρασμένος ακολουθούσε το Δον Ζαχαρίτο, ο οποίος αν και άυπνος, είχε ένα λαμπερό χαμόγελο στα χείλη του…όπως ένα καραμελωμένο αμύγδαλο. Τότε μπροστά τους εμφανίστηκαν γίγαντες από σοκολατένιες πάστες, σιροπιαστά κανταϊφια και μελωμένους μπακλαβάδες και τους έκαναν επίθεση. Ο Δον Ζαχαρίτο βγάζει το σπαθί του και άρχισε να τους πολεμάει με σθένος.
«Γρήγορα Μελίτο, έλα να τους κατατροπώσουμε, είμαι σίγουρος ότι μας εμποδίζουν για να συνεχίσουμε το ταξίδι μας» φώναζε και άπλωνε το σπαθί του έτοιμος να τους επιτεθεί. Ο Μελίτο καθόταν σα ζαβλακωμένος και τον κοιτούσε. Εκείνη τη στιγμή ένας γέροντας περνούσε καβάλα στο γάιδαρο του και κοιτούσε γεμάτος απορία έναν τρελό να πολεμάει τους ανεμόμυλους.
Ξαφνικά ο ουρανός γέμισε σύννεφα και άρχισε να ρίχνει μέλι και ζάχαρη. Ο Δον Ζαχαρίτο σήκωσε το βλέμμα του στον ουρανό και άπλωσε τα χέρια του εκστασιασμένος. Πάντα του άρεσε το μέλι και τώρα ανακατεμένο με τη ζάχαρη γινόταν ακόμα πιο γλυκό. Είχε ξεχάσει τα τέρατα και το μόνο που τον απασχολούσε τώρα ήταν το θεόσταλτο μέλι με τη ζάχαρη.
«Μελίτοοοοο πόση αλήθεια γλύκα μπορεί να αντέξει κάποιος;» φώναζε.
Καμία απάντηση. Ο Μελίτο ήταν άφαντος. Έτρεξε να βρει ένα μέρος να προφυλαχτεί από την ξαφνική καταιγίδα με χαλάζι. Κοιτούσε με απορία το Δον Ζαχαρίτο να στροβιλίζεται χαρούμενος μέσα στη βροχή και δεν μπορούσε να καταλάβει τι ήταν αυτό που έβλεπε παρόλο που ενδόμυχα θα ήθελε και ο ίδιος να αισθάνεται τόσο ευτυχισμένος και πλήρης. Δεν μπορούσε να αλλάξει τη πραγματικότητα που έβλεπε ενώ ο Δον Ζαχαρίτο πραγματοποιούσε τις επιθυμίες του μέσα από έναν φανταστικό κόσμο που ο ίδιος είχε πλάσει. Πόσο οξύμωρο αλήθεια!
Οι πρώτες ακτίνες του ήλιου τον βρήκαν ξύπνιο να κοιτάζει τον ουρανό.
«Εμπρός Μελίτο, σήκω, νομίζω ότι σύντομα θα φτάσουμε στον κόσμο των γλυκών. Μου το εκμυστηρεύτηκε το βράδυ ένα σιροπιαστό κουρκουμπίνι».
Συνηθισμένος από την τρέλα του αφεντικού του δεν αποκρίθηκε. Σηκώθηκε και άρχισε να τον ακολουθεί απρόθυμα. Ο Δον Ζαχαρίτο είχε ήδη προχωρήσει αρκετά.
Η πραγματικότητα(Μελίτο) ακολουθεί τη φαντασία (Δον Ζαχαρίτο). Η πρώτη δεν καταλαβαίνει τη δεύτερη ενώ η φαντασία με τη σειρά της δεν την αντιλαμβάνεται . Έτσι υπάρχει μόνιμη σύγκρουση μεταξύ των δύο…αν και το ένα δεν μπορεί χωρίς το άλλο.
Συνέχισαν λοιπόν το δρόμο τους για τον κόσμο των γλυκών…ποιός ξέρει ίσως τον βρουν….
Ο Ήλιος..πριν παραδοθεί στην αγκαλιά της νύχτας μονολόγησε… «τελικά η πραγματικότητα είναι τόσο διαφορετική μέσα από τη ματιά του κάθε ανθρώπου»……
σχόλια