«Ό,τι αληθινό αξιωθήκαμε να μας ακουμπήσει με τη χάρη του και γνήσια μας συγκίνησε κάποτε μας συγκινεί για πάντα. Έρωτες αληθινοί, χάρτινοι ήρωες αληθινοί, μελωδίες και φωνές αληθινές που πέρασαν από το αυτί μας, φωτογραφίες, εικόνες πραγματικότητας και εικόνες από κινηματογραφικές ταινίες πιο αληθινές από την πραγματικότητα, στίχοι, φίλοι χαμένοι, αγαπημένοι νεκροί, όλα θα περνούν πάντα από κοντά μας και δε θα περνούν. Θα αποθηκεύονται, ακόμη και εν αγνοία μας, εντός μας, σ' ένα προσωπικό υπόγειο μυστηρίων και θαυμάτων.
Είναι σοφία να φτιάχνει και να συντηρεί κανείς τέτοια υπόγεια. Αν και από μόνα τους έχουν τόση δύναμη που, θες δε θες, τα θυμάσαι δεν τα θυμάσαι, τα συνειδητοποιείς ή όχι, τέτοια υπόγεια συντηρούνται. Γιατί είναι η σκιά μας.»
Αφορμή για αυτό το κείμενο είναι το παραπάνω απόσπασμα από την αγαπημένη μου Μάρω Βαμβουνάκη. Θα μιλήσω για τέτοιες σκιές, για αυτούς που με συγκίνησαν ανεξίτηλα και είναι πλέον απόντες. Για εκείνους που έφυγαν απ’ τη ζωή μου αθόρυβα ή και κραδαίνοντας τύμπανα εξόδου, εκείνους που έχασα. Εκείνους που προσπάθησα να κρατήσω αλλά ξεγλίστρησαν όπως το νερό που μια χούφτα δεν αρκεί ποτέ να το συγκρατήσει ολοκληρωτικά. Πεισματικά κρατώ τις φωτογραφίες και το τηλέφωνό τους στη μνήμη του κινητού μου. Πεισματικά κρατώ τη θύμησή τους στη μνήμη του μυαλού μου.
Δε μου αρέσει να χάνω ανθρώπους από τη ζωή μου. Λάθος. Μισώ να χάνω ανθρώπους από τη ζωή μου. Κυρίως γιατί πιστεύω ότι ο κάθε άνθρωπος έχει να μας προσφέρει κάτι διαφορετικό. Μικρό ή μεγαλύτερο-δεν έχει σημασία- όλοι τους αποτελούν κομματάκια ενός πάζλ που συνθέτει το είναι σου. Και κάθε φορά που χάνω ένα τέτοιο κομμάτι αισθάνομαι ημιτελής, ανασφαλής.
Μιλώ για εκείνους τους έρωτες που έχασα (είτε από δικό μου είτε από δικό τους σφάλμα, είτε λόγω κακών συγκυριών) και έχουν μείνει πια ως ανάμνηση σε σκισμένα διπλά εισιτήρια σινεμά που κρατώ ακόμα. Μιλώ για εκείνες τις φιλίες που δεν κράτησαν, που δεν άντεξαν τα τραντάγματα της φθοράς που φέρνει πάντοτε η συνεχής επαφή. Μιλώ για τους ανθρώπους που δίναμε τα χέρια επαναλαμβάνοντας υποσχέσεις που περιείχαν επικίνδυνες λέξεις όπως «ποτέ» και «πάντα». Μιλώ για εκείνους που έβγαζαν τον καλύτερο και το χειρότερο εαυτό μου, και μέσα από αυτούς εν τέλει τον γνώριζα. Εν τέλει με γνώριζα. Μιλώ για εκείνες τις κλωστές που συγκρατούσαν τις στιγμές της μέχρι τώρα ζωής μου και που είτε ξηλώθηκαν βίαια, είτε εξασθένησαν και σπάσανε με το πέρασμα του καιρού.
Μισώ να χάνω ανθρώπους από τη ζωή μου. Ίσως είμαι αρκετά εγωκεντρικό όν και δε μπορώ (ή δε θέλω) να δεχτώ πως κάποιος απλά επιλέγει να μη μένει εγκλωβισμένος στους κόλπους μου. Άλλωστε όλες οι σχέσεις προυποθέτουν την ελευθερία εισόδου και εξόδου ανά πάσα στιγμή. Κάθε τέτοια περίπου εποχή κάνω έναν ισολογισμό προσώπων. Ποιοι μπήκαν και ποιοι βγήκαν από τη ζωή, την καθημερινότητα και την καρδιά μου. Δεν έχει σημασία το αποτέλεσμα, αν είναι λίγοι ή πολλοί. Και αυτοί που φύγανε λαθραία και μη, ακόμα κι αν αντικαταστάθηκε η παρουσία τους –κάτι που έγινε με τον έναν ή τον άλλο τρόπο-, πάλι αναντικατάστατοι θα μείνουν.
Για κείνους λοιπόν γράφτηκε αυτό το κείμενο.
Υ.Γ Αναρωτιέμαι αν οι άνθρωποι φεύγουν ποτέ τελικά. Ίσως να εκλείπει η φυσική τους παρουσία, ίσως να μην έχουμε πια τη δυνατότητα να τους ακούσουμε, να τους δούμε, να τους συμβουλευτούμε. Ή το δικαίωμα. Ίσως με τον καιρό μια νοητή ομίχλη να σκεπάζει τα χαρακτηριστικά του προσώπου τους, να μας διαφεύγουν λεπτομέρειες, να μην μπορούμε να θυμηθούμε καν το χρώμα των ματιών τους. Μα όσο επαναφέρουμε τα λόγια τους στη μνήμη μας ξανά και ξανά και όσο το υποσυνείδητό μας ντύνει γύρω τους ιστορίες κάποιες τυχαίες νύχτες στα όνειρά μας, θα τους κουβαλάμε μέσα μας.