Νέα Υόρκη, Σάββατο 6 Φεβρουαρίου 2010
Γράφω καθισμένη σε ένα στρώμα, στο πάτωμα, στη μέση του δωματίου με τον φορητό υπολογιστή στην αγκαλιά. Από τη Δευτέρα που μετακόμισα στο καινούργιο διαμέρισμα, αυτό το στρώμα αποτελεί το νησί της ύπαρξής μου. Πάνω εδώ κάνω τα πάντα, κοιμάμαι, τρώω, γράφω, διαβάζω… Οι βαλίτσες γύρω μου βραχονησίδες, η κάθε μια φέρει περήφανα τον εξοπλισμό μιας εκδοχής του εαυτού μου. Μία τα χειμωνιάτικα, μία τα ντοσιέ με τις σημειώσεις, μία τα γυμναστικά, μια άλλη, πιο ανάλαφρη, τα καλοκαιρινά… Δίπλα στο στρώμα, στην κορυφή μιας στοίβας με βιβλία, ο Μικρός Πρίγκιπας με κοιτάζει με έκπληξη και καχυποψία. Δεν φαίνεται και πολύ ευχαριστημένος που έχω μετατρέψει τον πλανήτη του σε κομοδίνο… Θα εξιλεωθώ, σκέφτομαι, βάζοντάς τον σε περίοπτη θέση στη βιβλιοθήκη που σκοπεύω να αγοράσω αύριο. Τα ξύλα που θα αποτελέσουν το κρεβάτι μου έχουν φτάσει και με περιμένουν υπομονετικά, πακεταρισμένα σε τρεις μακρόστενες κούτες αραδιασμένες στον διάδρομο. Εδώ και δύο μέρες που τις παρέλαβα δεν έχω τολμήσει να τις ανοίξω, σήμερα όμως δεν τη γλιτώνω τη συναρμολόγηση…
Υπέγραψα το συμβόλαιο του σπιτιού πριν αρκετές μέρες, αλλά καθυστέρησα τη μετακόμιση λόγω ενός συνεδρίου κοινωνικής ψυχολογίας στο Λας Βέγκας που είχα προγραμματίσει από καιρό να πάω. Ακούγεται σαν ανέκδοτο, αλλά προς μεγάλη μου έκπληξη, εκτός από το να προσπαθούν να προσελκύσουν τους λάτρεις του τζόγου και της κατανάλωσης παντός είδους, τα ξενοδοχεία αυτά αναλαμβάνουν και τη διοργάνωση συνεδρίων. Πολλές φορές ερευνητικές κοινότητες που βλέπουν πτώση στον αριθμό των συμμετεχόντων στα συνέδριά τους διαλέγουν το Λας Βέγκας ως τόπο συνάντησης, για να κάνουν την όλη εμπειρία πιο ελκυστική στους πιθανούς ενδιαφερόμενους… Θα περίμενε κανείς μια τέτοια στρατηγική να μην είναι τόσο αποτελεσματική σε ανθρώπους που έχουν διαλέξει να αφιερώσουν τη ζωή τους στην εύρεση της αλήθειας σχετικά με τη λειτουργία της ανθρώπινης ψυχής, αλλά, αν κρίνω από την προσέλευση στο φετινό συνέδριο, τελικά και αυτοί άνθρωποι είναι…
Παρ’ όλα αυτά, δεν μπορούσα να αγνοήσω το σουρεαλιστικό της κατάστασης όταν κατέβαινα στις εφτά το πρωί για πρωινό και περνούσα ανάμεσα στις στρατιές με τους κουλοχέρηδες. Έβλεπα τους συνταξιούχους στα σκαμπό να κοιτάζουν απορροφημένοι τα εικονίδια που γύριζαν ξέφρενα πριν σταματήσουν ένα-ένα στην άναρχη υπόκρουση ηλεκτρονικών ήχων ‘80s. Προσπαθούσα να καταλάβω αν το διασκεδάζουν, αλλά η έκφρασή τους μου φαινόταν περισσότερο διεκπεραιωτική παρά χαρούμενη. Σε κάθε καζίνο υπάρχουν, φυσικά, και τα κλασικά τραπέζια του πόκερ, της ρουλέτας και του Black Jack. Για τους πιο προχωρημένους, όμως, υπάρχει και το Pleasure Pit, μια γωνία με τα συνηθισμένα, κατά τ’ άλλα, τραπέζια παιχνιδιών, όπου όμως οι dealers είναι αποκλειστικά γυναίκες ντυμένες (ή μάλλον ξε-ντυμένες) με καυτά μαυροκόκκινα ρούχα. Ανάμεσα στα τραπέζια υπάρχουν μεταλλικές μπάρες, όπου χορεύτριες λικνίζονται προς τέρψη των παιχτών. Μία από τις ομιλίες του συνεδρίου παρουσίαζε αποτελέσματα μιας έρευνας που βρήκε πως οι άντρες παίρνουν περισσότερο ρίσκο αφού έχουν έρθει σε επαφή με ελκυστικές γυναίκες. Ίσως η επιλογή της τοποθεσίας να μην ήταν τόσο άκυρη τελικά…!
Το Λας Βέγκας είναι ουσιαστικά ένας μακρύς δρόμος (the strip, όπως το αποκαλούν), στον οποίο βρίσκονται όλα τα μεγάλα ξενοδοχεία. Τεράστια οικοδομήματα με δωμάτια, καζίνο, μαγαζιά, εστιατόρια, spa και όποιο άλλο προϊόν ή υπηρεσία θα μπορούσε ποτέ να καταναλωθεί. Όλοι οι κοινοί χώροι είναι χωρίς παράθυρα, με σταθερό φωτισμό και χωρίς ρολόγια στους τοίχους, για να μην έχεις την αίσθηση του χρόνου. Οι φυσιολογικοί κύκλοι της ημέρας αντιμετωπίζονται ως περισπασμός που πρέπει να αποσιωπηθεί μην τυχόν και διαταράξει τη ροή της κατανάλωσης. Κάθε στιγμή εδώ είναι κατάλληλη για οτιδήποτε σού έρθει να κάνεις. Περπατώντας στον κεντρικό δρόμο είχα την αίσθηση πως βρισκόμουν σε κάποιου είδους Disneyland για μεγάλους. Το κάθε ξενοδοχείο έχει ένα θέμα (Παρίσι, Βενετία, Αρχαία Ρώμη, Νησί του Θησαυρού, κ.λπ.) και είναι χτισμένο προσπαθώντας να το αναπαραστήσει. Ένας κοντόχοντρος Πύργος του Άιφελ, μία μικρή Fontana di Trevi, μια κακομακιγιαρισμένη Σφίγγα… Μια πόλη φτιαγμένη από χρωματιστό ασβέστη. Στην αρχή το ψιλοδιασκέδαζα και το έβρισκα κάπως cult, μέχρι που με πάγωσε μια τρομακτική σκέψη… Φαντάστηκα ξαφνικά έναν Αμερικανό μπαμπά από μια αχανή πολιτεία της κεντρικής Αμερικής να φέρνει το υιό του εδώ και να του λέει «Να! Έτσι είναι ο Πύργος του Άιφελ στο Παρίσι, έτσι είναι η Σφίγγα στην Αίγυπτο και έτσι η Γέφυρα των Στεναγμών στη Βενετία. Δεν χρειάζεται να πας, τα έχουμε κι εδώ!». Και, για να του δώσει και την «ολοκληρωμένη εμπειρία», μπορεί να πλήρωνε και τον γονδολιέρη για να τους τραγουδήσει ιταλικά τραγούδια, καθώς τους πάει βόλτα με τη γόνδολα στη μινιατούρα των καναλιών μέσα στο ξενοδοχείο με τον ψεύτικο γαλάζιο ουρανό-ταβάνι και τα ζωγραφιστά άσπρα συννεφάκια… Θέλησα να απαξιώσω αυτήν τη σκέψη ως υπερβολική, αλλά, όταν τη μοιράστηκα με τους Αμερικανούς της παρέας, κάθε άλλο παρά με καθησύχασαν...
Μέσα στην όλη πλαστική τρέλα, πέρασα ένα δίωρο μαγείας στην παράσταση Ο του Cirque du Soleil. «Ο» (το γράμμα «ο»), για να ακούγεται σαν το γαλλικό eau για το νερό (ειπωμένα με αμερικάνικη προφορά πράγματι ακούγονται ίδια…!). Το λογοπαίγνιο πηγάζει από τη χρήση του νερού στην παράσταση. Κάθε τόσο η σκηνή υποχωρεί και μετατρέπεται σε μια τεράστια δεξαμενή νερού στην οποία μπαίνουν και βγαίνουν αέρινα, ελαστικά πλασματάκια με τους πιο απίθανους τρόπους, προκαλώντας το δέος των θεατών και δημιουργώντας ποιητικές εικόνες, ενώ οι μουσικοί και οι τραγουδιστές διηγούνται μελωδικά παραμύθια από δύο γυάλινα θεωρεία δεξιά και αριστερά της σκηνής.
Η επιστροφή στη Νέα Υόρκη ήρθε σαν μια ανάσα και σαν μια υπενθύμιση ότι τα πράγματα στον υπόλοιπο κόσμο είναι ακόμα στη θέση τους και ο χρόνος συνεχίζει να κυλάει. Μετακόμιση, νέα αρχή. Αυτές τις μέρες είναι και restaurant week, μερικές μέρες του χρόνου που πολλά, πολύ καλά και συνήθως ακριβά εστιατόρια φτιάχνουν μενού τριών πιάτων για 25 δολάρια το μεσημέρι και 35 δολάρια το βράδυ. Τέλεια εποχή για γαστριμαργικές περιπλανήσεις…! Χθες, φάγαμε φανταστικά με μία φίλη στο ρώσικο Petrosian στο σκαλιστό κτίριο στους 58 Δρόμους και 7η Λεωφόρο. Μετά περπατήσαμε στην 5η Λεωφόρο πλάι στο πάρκο, ανεβαίνοντας προς τα πάνω. Το πλάνο μας ήταν να πάμε στο Guggenheim Museum, όπου κάθε πρώτη Παρασκευή του μήνα γίνεται πάρτι που μαζεύει πάρα πολύ κόσμο που χορεύει και πίνει πλάι στα εκθέματα στη σπειροειδή ράμπα του μουσείου. Η ουρά πήγαινε γύρω απ’ το τετράγωνο και με τους -2 βαθμούς θερμοκρασία αποφασίσαμε να συνεχίσουμε τη βόλτα μας προς το σπίτι. Καθώς περπατάμε παρατηρώ τα μακρόστενα βουναλάκια που έχουν κάνει με τα χρόνια στο πεζοδρόμιο οι ατίθασες, δυνατές ρίζες των δέντρων. Αν και στοιχισμένα σε γραμμή μπροστά στα καθωσπρέπει, πολυτελή σπίτια της 5ης Λεωφόρου, διεκδικούν τον ζωτικό τους χώρο με μια αδιόρατη αλλά επίμονη δύναμη που τελικά κάνει τις προσεκτικά τοποθετημένες πέτρες να σκάνε…
Σκοτείνιασε. Πάω να συναρμολογήσω το κρεβάτι μου, μη μείνουν κι άλλη νύχτα χωρίς βάση τα όνειρά μου...
σχόλια