Πέντε η ώρα, χαράματα της Παρασκευής και το αεροδρόμιο JFK της Νέας Υόρκης είναι σχεδόν έρημο. Οι λίγοι επιβάτες που κατάφεραν να φτάσουν παρά την κακοκαιρία μαζεύονται γύρω από τα δύο μοναδικά ανοιχτά μαγαζάκια που αναδίδουν τη ζεστή, λυτρωτική μυρωδιά του καφέ και της φρεσκοψημένης, ή έστω ξαναζεσταμένης, ζύμης. Ο δρόμος από το σπίτι ώς εδώ ήταν ντυμένος μ’ ένα λευκό, παγωμένο στρώμα από πατηκωμένο χιόνι που έκανε τις ρόδες του ταξί να κυλάνε απελπιστικά αργά και ν’ αγωνίζονται να διατηρήσουν την πολυπόθητη τριβή που, παρά τις αντίξοες συνθήκες, εξακολουθούσε να μας πηγαίνει μπροστά. Καθ’ όλη τη διάρκεια της μιας ώρας που μας πήρε να βγούμε από το άδειο Μανχάταν δεν μπορούσα να σταματήσω να αναρωτιέμαι γιατί αυτή η τόσο προηγμένη τεχνολογικά χώρα επιμένει να σνομπάρει την εφεύρεση των αντιολισθητικών αλυσίδων…! Κάθομαι στην πύλη της πτήσης για το Φοίνιξ της Αριζόνας, που ευτυχώς δεν έχει ακυρωθεί (ακόμα), πίνοντας ένα γλυκό και υπόπτως πράσινο ρόφημα το οποίο διατείνεται ότι οφείλει το χρώμα του στο πράσινο τσάι. Έξω από τα μαύρα παράθυρα η χιονοθύελλα λυσσομανάει, ενώ από τις οθόνες που είναι αναρτημένες ακριβώς από πάνω το CNN προσφέρει το αναγνωρίσιμο και ανατριχιαστικά καθησυχαστικό μείγμα φρίκης, κουτσομπολιού και μακιγιαρισμένου πρωινού χαμόγελου. Οι φωνές των δημοσιογράφων, επιμελώς κλειδωμένες στο εύρος της αποδεκτής συναισθηματικής έντασης, μπλέκονται με τη μουσική τζαζ που παίζει διακριτικά στα μεγάφωνα της αίθουσας των αναχωρήσεων. Κοιτάζω τους συνεπιβάτες μου και οι περισσότεροι μου φαίνονται να επιστρέφουν παρά να πηγαίνουν...
Τρεις ώρες αργότερα και έχουμε περάσει ήδη μία ώρα περιμένοντας επιβιβασμένοι στο αεροπλάνο. Ο πιλότος μας ενημερώνει πως από το κρύο έχει παγώσει η υποδοχή για τον ανεφοδιασμό της μηχανής και πως πρέπει να περιμένουμε το ειδικό μηχάνημα που θα την ξεπαγώσει, για να βάλουμε καύσιμα. Μεγάλα, επίπεδα φτυάρια ξύνουν το χιόνι από τη μεταλλική οροφή του αεροπλάνου προκαλώντας έναν τραχύ ήχο που διαχέεται στην καμπίνα και νομίζεις ότι έρχεται από παντού. Δεν με έχει ενοχλήσει και πολύ αυτή η αναμονή. Αν εξαιρέσεις την ανακατευτική μυρωδιά της αεροπλανίλας, απολαμβάνω την αίσθηση της μετάβασης. Με το που κάνω check-in για την πτήση, μπαίνω σε μια διάσταση η οποία νιώθω ότι δεν είναι πουθενά συγκεκριμένα. Αιωρείται στο μεταίχμιο μεταξύ του μέρους που ήμουν και του προορισμού μου και, όσο υπάρχω μέσα της, μπορώ να πάρω απόσταση από τα πάντα ταυτόχρονα. Για λίγο όλα είναι “εκεί” και τίποτα “εδώ” και το ευγενικό τούλι της νοσταλγίας τα καλύπτει με την ίδια πυκνότητα. Αν η αντικειμενικότητα είναι ανέφικτη, τότε ίσως αυτή η ισορροπημένη εξιδανίκευση να είναι η πιο πετυχημένη της προσέγγιση στην οποία μπορούμε να ελπίζουμε...
Με το που βγήκα από το αεροδρόμιο του Φοίνιξ, το παλτό μου μετατράπηκε σε περιττό βάρος που κουβαλούσα περιχαρής στο χέρι μου. Στη δίωρη διαδρομή με το αυτοκίνητο προς τη Σεντόνα είδα για πρώτη φορά από κοντά τρίμετρους, πράσινους κάκτους να τρυπάνε με τα αγκάθια τους το καφέ τοπίο που θύμιζε το σκηνικό στο οποίο το πεινασμένο Κογιότ κυνηγάει μάταια τον εξυπνάκια Μπιπ-μπιπ. Τριγύρω βουνά, τεράστιοι βράχοι από βαθυκόκκινη, μαλακή πέτρα που, αν την αγγίξεις, φθείρεται και σου βάφει τα δάχτυλα. Σε ορισμένα σημεία, λες και τα έχει ξεφλουδίσει κάποιος, αποκαλύπτουν τις πολύχρωμες, ακανόνιστες, οριζόντιες ρίγες της δομής τους. Ο απογευματινός ήλιος δυναμώνει και γλυκαίνει τα βαθιά χρώματα, ενώ αποκαλύπτει και τα πιο λεπτά και διαφανή πετρώματα επιτρέποντάς τους ένα στιγμιαίο στραφτάλισμα, καθώς το αυτοκίνητο παίρνει τις στροφές.
Τα μέταλλα και τα πετρώματα αυτών των βουνών έχουν χαρίσει στην περιοχή τη φήμη της ευεργετικής της ενέργειας. Πάνω σε αυτήν την ιδέα αναπτύχθηκε η πόλη της Σεντόνα, που στους πρόποδες των κοκκινωπών βουνών σφύζει από θεραπευτικά κέντρα με επιγραφές από νέον που υπόσχονται χαλάρωση, ευεξία και συναισθηματική ισορροπία με διάφορες μεθόδους: Μασάζ, μέντιουμ, αρωματοθεραπεία, και άλλες πλαστικές άγκυρες στιγμιαίας βεβαιότητας. Στο τέλος της πρώτης μέρας του σεμιναρίου με τραβάνε οι όμορφες πέτρες στη βιτρίνα ενός μαγαζιού και μπαίνω να τις χαζέψω. Η πωλήτρια με πλησιάζει και περιμένω να ακολουθήσει η συνήθης στιχομυθία: “Χρειάζεστε βοήθεια σε τίποτα;” “Οχι, ευχαριστώ, απλώς κοιτάζω”, “Πολύ καλά, το όνομά μου είναι τάδε, φωνάξτε με αν χρειαστείτε οτιδήποτε”. Αντ’ αυτού την ακούω να μου λέει: “Πού βρίσκεστε αυτή τη στιγμή στη ζωή σας και πού θέλετε να πάτε;” Την κοιτάζω καλά-καλά. “Πολύ βαθιά ερώτηση για Παρασκευή βράδυ!”, της απαντάω γελώντας. Επιμένει να μου κάνει το τεστ των ενεργειακών κέντρων που θα μας αποκαλύψει ποιο απ’ όλα “πάσχει” και ποια πέτρα πρέπει να αγοράσω, για να το εξισορροπήσω. Είναι συμπαθητική και την αφήνω να παίξει βάζοντάς με να κρατάω διάφορες πέτρες. Παρ’ όλο που ακολουθώ πιστά τις οδηγίες της, βλέπει το δύσπιστο μειδίαμά μου που δεν πασχίζω να κρύψω. Αφού ολοκληρώνει το τεστ, μου ανακοινώνει με γλυκιά συγκατάβαση πως το πρόβλημά μου είναι πως σκέφτομαι πολύ με το μυαλό και δεν εμπιστεύομαι το ένστικτό μου. Αποσύρεται μπροστά στα ράφια, για να συγκεντρωθεί και να διαλέξει την κατάλληλη πετρούλα που θα με σώσει. Μετά από λίγα λεπτά προσήλωσης επιστρέφει με το εύρημά της. Την αγοράζω γιατί είναι πολύ όμορφη. Αποχαιρετώντας με η πωλήτρια μου σφίγγει δυνατά το χέρι, με κοιτάζει με ένα βλέμμα κατανόησης και ενθάρρυνσης και με διαβεβαιώνει πως έχω ελπίδα και πως είμαι στο σωστό δρόμο…!
Στην επιστροφή προς το Φοίνιξ την Κυριακή δεν χορταίνω να φωτογραφίζω τον ουρανό που έχει αλλάξει πάλι ώσπου να προλάβει η μηχανή να αποθηκεύσει την προηγούμενη φωτογραφία. Τα σύννεφα πότε φιλτράρουν τον ήλιο και πότε καλπάζουν χαμηλά στις πλαγιές των βουνών αφήνοντας της κορυφογραμμές να χαράζουν πεντακάθαρες το έντονο μπλε. Οι φίλοι που θα με φιλοξενήσουν το βράδυ μένουν σε μια μικρή πόλη έξω από το Φοίνιξ που, όπως αμέτρητες πόλεις της Αμερικής, αποτελείται από διάσπαρτες μονοκατοικίες και εμπορικά κέντρα. Καθώς έχει αρχίσει να μαγειρεύει μια ινδική συνταγή, ο φίλος μου ο Rafi συνειδητοποιεί ότι του λείπουν πατάτες και έτσι η γυναίκα του μπαίνει στο αυτοκίνητο και “πετάγεται” 15 λεπτά μακριά στο κοντινότερο σουπερμάρκετ. Αναρωτιέμαι πώς γνωρίζει κανείς ανθρώπους σε μια τέτοια πόλη που οι κάτοικοί της κυκλοφορούν στους δρόμους μόνο σε μεταλλικό περίβλημα με ρόδες. Ξαφνικά καταλαβαίνω καλύτερα αυτό που παλιότερα εισέπραττα ως δυσερμήνευτη μανία των Αμερικανών με τις οργανωμένες δραστηριότητες, θρησκευτικές ή μη. Σκέφτομαι τον δυσανάλογα μεγάλο ρόλο που έχουν τη δύναμη να παίξουν στη ζωή ορισμένων κατοίκων μιας τέτοιας πόλης οι δημοσιογράφοι του CNN και όχι μόνο... Κοιμάμαι άλλη μια νύχτα σε εκκωφαντική ησυχία. Την επομένη το πρωί ξυπνάω για να πάρω την πτήση της επιστροφής και συλλαμβάνω τον εαυτό μου να αισθάνεται μια άγρια χαρά! Μπορεί καμιά φορά ο θόρυβος της πόλης να είναι κουραστικός, αλλά πέρασαν μόλις τρεις μέρες και μου έλειψαν οι ήχοι που κάθε τόσο μου λένε: Όλα καλά, ζούν κι άλλοι άνθρωποι γύρω σου...