Όταν τα χέρια σου έρχονται,
αγάπη μου, προς τα δικά μου,
τι μου φέρνουν πετώντας;
Γιατί σταμάτησαν
στα χείλη μου, ξαφνικά,
γιατί τα αναγνωρίζω,
σάμπως τότε, πριν,
να τα είχα αγγίξει,
σάμπως πριν υπάρξουν
να είχαν διατρέξει
το μέτωπό μου, τη μέση μου;
Η απαλότητά τους ερχόταν
πετώντας πάνω από το χρόνο,
πάνω από τη θάλασσα, πάνω απ'τον καπνό,
πάνω από την άνοιξη,
κι όταν έβαλες
τα χέρια σου στο στήθος μου,
αναγνώρισα τα φτερά
χρυσού περιστεριού,
αναγνώρισα τη γαλαζωπή άργιλο
και το χρώμα του σταριού.
Όλη μου τη ζωή
γυρνώ για να τα βρω.
Ανέβηκα σκάλες,
διέσχισα δρόμους,
με πήραν τρένα,
με φέραν τα νερά,
και στη φλούδα των σταφυλιών
μού φάνηκε πως σε άγγιξα.
Το ξύλο ξάφνου
μου έφερε την αφή σου,
το αμύγδαλο μου ανάγγειλε
τη μυστική απαλότητά σου,
ώσπου κλείσανε
τα χέρια σου στο στήθος μου
κι εκεί σαν δυο φτερά
τέλειωσαν το ταξίδι τους.
Pablo Neruda
σχόλια