Σημερα θα ανεβαζα κανονικά ένα ποστ με διαφορες τρελές πινακίδες και στολισμούς- αλλά μετά συνέβη κάτι που μου άλλαξε τα σχεδία. Όπως περπατούσα αμέριμνη την όδο Σόλωνος στη γωνία με την οδό Βουκουρεστίου ένας τύπος ήρθε τρέχοντας από το πουθενά- ήμουν μάλλον στο δρόμο του κι έτσι με γράπωσε -ήταν γυρω στα 35 με κοκκινα γένια και σκούφο. Έβαλα τις φωνές,με κοίταξε για μερικά δευτερόλεπτα σαν να μην ηξερε ακριβώς τι να με κάνει και μετά με έριξε με δύναμη πάνω σε ένα αυτοκίνητο εν κινήσει (χακί, πράσινο τσιρόκι ο οδηγός δεν σταμάτησε ποτέ) και συνέχισε την τρεχάλα ενώ ένας κυριος με μάυρο μπουφάν τον κυνηγούσε σαν τρελός και οι περαστικοί φωναζαν «Πιάστε τον , πιάστε τον» και «Κάποιος να του ρίξει μια μπουνιά».
Μετά έπεσαν όλοι πάνω μου να δουν αν είμαι καλά- για κάποιο λόγο ήταν όλες γυναίκες. Οχι δεν με έκλεψε, προφανώς είχε ήδη προλάβει να κλεψει κάποιον άλλον- μόνο με πόνεσε και με τρόμαξε. Προφανως ήμουν ακριβώς στο δρόμο του και όπως τον κυνηγούσε ο άλλος από πίσω κάτι έπρεπε να με κάνει. Λίγο αργότερα εμφανίστηκε και η κοπέλα που είχε κλέψει ο τύπος - φορούσε ένα βικτωριανο άσπρο πουκάμισο και μια μάυρη φούστα με κόκκινο κραγιον. Μου έμοιαζε γνωστή φυσιογνωμία αλλά δεν είμαι σίγουρη από πού.Έτριβε συνέχεια τον καρπό της - ηταν κι αυτή πολύ αναστατωμένη και μου ήταν αδύνατο να καταλάβω τι ακριβώς είχε συμβεί.Κάτι για ένα ποδήλατο ή για ένα βραχιόλι μας έλεγε αλλά τα χα κι εγω κάπως χαμένα.
Τώρα πονάει ο σβέρκος μου και η πλάτη μου- καμία όρεξη δεν έχω να παω απολυτως πουθενά ή να γραψω κατι πνευματώδες. Μου χάλασε η διάθεση και πονάω κιόλας. Αυτό που σκεφτόμουν καθώς γυρνούσα σπίτι βηματάκι βηματάκι σαν γρια που πάει στην εκλησσία και κοιτούσα το πεζοδρόμιο με υφος λυπημένου κουταβιού ήταν ότι για κάποιο λόγο ο τύπος έμοιαζε πιο τρομαγμένος από μένα. Αλλά και πάλι δεν τον λυπάμαι.