Σήμερα συνειδητοποίησα πως η στήλη που γράφω στη LIFO κλείνει 5 χρόνια ζωής-ξεκίνησα να τη γράφω το Φεβρουάριο του 2006. Κατά καιρούς σκέφτομαι οτι δεν είμαι και πολύ κορίτσι πλέον. Eπίσης οι φίλοι μου με πειράζουν και μου λένε πως σε λίγο η στήλη θα λέγεται «γυναίκα στην πόλη" ή ότι θα γεράσω και θα γράφω το κορίτσι φορώντας πάνες ακράτειας.(ok το τελευταίο ακούγεται κάπως κακό).Oπότε ορίστε τι έγραφα στο Κορίτσι στην Πόλη κάθε δευτερη βδομάδα του Φεβρουαρίου τα τελευταία πέντε χρόνια.
2010 Aδερφή μπογιατζή (έξοδος σε άθλιο μεζεδοπωλείο)
Παρασκευή, 11:00 μ.μ. σε τελειωμένο μπουζουκομάγαζο
Για κάποιο παράξενο λόγο, εγώ αποφάσισα πως έπρεπε να έρθουμε εδώ. «Πάμε, θα 'μαστε μόνο κορίτσια και θα 'ναι τέλεια» είπα στις φίλες μου κι αυτές πείστηκαν. Και οι δέκα. Καθώς κοιτάω γύρω μου σκέφτομαι πως θα 'πρεπε ίσως να το 'χαν σκεφτεί καλύτερα. Χαζεύω την πράσινη μοκέτα, τις χαλκογραφίες από βουκολικά τοπία και τις μάσκες κλόουν στους τοίχους, ενώ κάποιος κατεβάζει ένα συνθεσάιζερ από το πατάρι. Σκέφτομαι ότι κάπως έτσι πρέπει να είναι τα κέντρα διασκέδασης στην εξωτική Καλαμπάκα. Με λούζει κρύος ιδρώτας. Παίρνω τηλέφωνο τον Κ. «Να σου πω, νομίζω ότι έχω κάνει μια βλακεία. Θα με σκοτώσουν τα κορίτσια μόλις έρθουν εδώ πέρα». Ο μεγαλύτερος φόβος μου είναι το τι θα πει η Μ. («Είσαι τόσο κουλ, Μ.», της λέω συχνά-πυκνά με σαρδόνιο τόνο, «εσύ και οι μαυροντυμένοι φίλοι σου», κι αυτή μου λέει «Αϊ χέσου, βρομοκόριτσο»).Τώρα που δουλεύουμε μαζί έχω καταφέρει να της εμφυσήσω μια αγάπη για την ελληνική trash και τους μονόλογους της Κατερίνας στο Πιο λαμπρό αστέρι, αλλά οι indie καταβολές της την κάνουν να αντιστέκεται στα καλέσματά μου να τραγουδήσουμε μαζί Βαλάντη την ώρα που διαβάζουμε Δελτία Τύπου.
Παρασκευή 12:30 μ.μ.
Τα τρία τραπέζια αριστερά της πίστας είναι κάλεσμα ενός κεφάτου κυρίου γύρω στα 60, που με την πρώτη νότα σηκώνεται να χορέψει όλο σκέρτσο μαζί με μια μπριόζα ξανθιά με λαμέ φόρεμα που τα χορεύει όλα, από την «Ιτιά τη λουλουδιασμένη» μέχρι το «Βρέχει φωτιά στη στράτα μου». Τα τραπέζια του μπριόζου εξηντάρη αποτελούνται από γυναίκες έτοιμες να ζήσουν το σαγηνευτικό κάλεσμα της ξελογιάστρας πρωτεύουσας. Πρωτοστατούν μια κυρία γύρω στα 60 με άσπρο φόρεμα, άσπρο καλσόν και άσπρες λουστρινένιες γόβες («Αδερφή νοσοκόμα;» λέω στη Μάγδα. «Όχι, αδερφή μπογιατζή» μου λέει αποστομωτικά). Δίπλα της ακριβώς χορεύει κάτω από μια βροχή γαρυφάλλων μια κυρία με χτένισμα λάχανο. «Εκτός από το χτένισμα, πρέπει να τη χρέωσαν κι ένα μπουκάλι λακ» μου ψιθυρίζει η Μ. Έχουμε αρχίσει και τραγουδάμε κι εμείς δειλά όταν η Μάγδα, που κοιτάζει με μπλαζέ βλέμμα την πίστα, μου λέει: «Ποιες είναι αυτές; Πώς τολμάνε;» και σηκώνεται σαν υπνωτισμένη και χορεύει το «Αραπίνες, λάγνες, ερωτιάρες». Η δε Μ., για την οποία τόσο ανησυχούσα, έχει έρθει στο τσακίρ κέφι με τη βοήθεια χωριάτικου χύμα κρασιού στη μέση της πίστας και τραγουδάει το «Όσα αξίζεις εσύ», ενώ οι θαμώνες τη ραίνουν με σερπαντίνες. («Τι θα έλεγε η Chloe Chevigny για όλα αυτά Μ.;», θέλω να τη ρωτήσω, αλλά κρατιέμαι.) Δέκα λεπτά αργότερα έχουμε σηκωθεί όλες όρθιες - και οι δέκα. «Θα ζήσω ελεύθερο πουλί» τραγουδάμε με πάθος «κι όχι κορόιδο στο κλουβί». «Α, μάλιστα. Τώρα ξυπνήσατε» γυρνάει και μας λέει ο μπουζουξής απ' το μικρόφωνο
2009 Εγγόνα μου! (τηλεόραση/γενιά 700 ευρω+ 1 μαμάκιας)
Βλέποντας τηλεόραση στο σπίτι, 4.30 π.μ.
Με έχει πιάσει αϋπνία και βλέπω τηλεόραση - κάποιο σίριαλ ξεχασμένο από το Θεό και τους ανθρώπους. «Εγγόνα μου!» λέει κλαμένος ένας βουκολικός παππούς σε ένα χοντρό κοριτσάκι. Σκέφτομαι ότι υπάρχουν λέξεις και φράσεις που θα έπρεπε να καταργηθούν διά παντός. Τη λέξη «εγγόνα» θα έπρεπε να τη χρησιμοποιεί μόνο ο Λουδοβίκος των Ανωγείων όταν τραγουδάει για «την εγγόνα της γριάς Λούκαινας» και τη λέξη «κοράκλα» μόνο ο Πύρρος Δήμας μετά από κατάκτηση ολυμπιακού μεταλλίου. Χάλκινο μετάλλιο απονέμεται στην έκφραση «κοπελιά» (ειδικά όταν μπαίνεις σε κατάστημα, τους μιλάς στον πληθυντικό και σου απαντάνε «γεια σου κοπελιά»). Eπίσης στην πυρά θα έριχνα α) τη γλώσσα των ειδήσεων: Ο χάρος βγήκε παγανιά, πύρινος κλοιός, τα νοικοκυριά (τι ωραία λέξη, μπορώ να δω το καναρίνι δίπλα στον βασιλικό και στα βετέξ), άνοιξαν οι ασκοί του Αιόλου, καζάνι που βράζει η παιδεία β) Τα καλιαρντά που θυμίζουν περιοδικά των αρχών της δεκαετίας του '90: αγραμμάτου, ασχέτου, κουλή, φτού σκόρδα, σκορδάρες, ο τζασλός, τζάζεψα (συνιστάται το κόλλημα της λέξης «μωρή» παντού) γ) Η έκφραση «τα σπάω»: «το Γκάζι τα σπάει», «τα σπάει η Άννα Βίσση» δ) Η λέξη «αλητεία», για να υποδηλώσει ότι κάτι είναι υπέροχο. π.χ. «αλητεία το σάντουιτς».
Βartesera, 1.30 π.μ., καθισμένοι στο μπαρ
Συζητάω με ένα φίλο που «ψάχνει» μήνες τώρα για δουλειά. «Α, δεν μπορώ να δουλεύω με 700 ευρώ 100 ώρες την ημέρα. Δεν ανταποκρίνεται στις σπουδές μου» (έχει τελειώσει το Deree). «Ε, και τι θα κάνεις;» του λέω. «Θα πίνεις καφέδες για όλη σου τη ζωή ή θα περιμένεις να γίνεις κατευθείαν διευθυντής;». Λίγο μετά εμφανίζεται κι ένας γνωστός του, ο Θάνος. Τον έχω δει μια φορά στη ζωή μου κι όμως επιθυμεί να μου πει τα σκοτεινά του μυστικά. Μια ζωή αυτό μου συμβαίνει: όλοι θέλουν να μου πουν την ιστορία της ζωής τους. Από πίσω μας ο κόσμος γελάει και πίνει κρασί, ενώ ο Θάνος φωνάζει στο αυτί μου για τα αδερφάκια του και τα παιδικά του χρόνια (ευτυχισμένες φωτεινές μέρες στο Λουτράκι). Μένει στην Κηφισιά με τους γονείς του «Είμαι μικρός ακόμα για να φύγω από το σπίτι μου» (σημείωση: είναι 30 χρόνων). «Δεν έχω ανάγκη να φύγω. Οι γονείς μου είναι υπέροχοι άνθρωποι και διακριτικοί. Άμα είναι να φέρω καμιά κοπέλα, κλειδωνόμαστε στο δωμάτιό μου». Η ιστορία συνεχίζεται. Μου λέει τι υπέροχη που είναι η μητέρα του που παράτησε την καριέρα της ως πιανίστρια (δεν ρωτάω αν τη λένε Ζανέτ) για να τους μεγαλώσει . Το τελειωτικό χτύπημα έρχεται με τη φράση: «Κοίτα, θα μπορούσα να συγκατοικήσω, αλλά κακά τα ψέματα τώρα, καμιά δεν μπορεί να αντικαταστήσει τη μάνα μου». «Αλίμονο» απαντάω.
2008 (η στήλη απέκτησε τίτλο το 2009-ακατάληπτο αφιερωμα στο Roy Αndersson/μουσικόφιλος ταξιτζής/εθνικος σταρ)
Σάββατο βράδυ, Nixon, αφιέρωμα στο Roy Andersson
Έχουμε χωθεί στους καναπέδες κουκουλωμένες με παλτά. Στην οθόνη παίζουν παλιές ταινίες μικρού μήκους του Andersson, σουηδικά φιλμάκια γκρι αποχρώσεων με ηθοποιούς που μοιάζουν με άτριχες φιγούρες Φλαμανδών ζωγράφων. Η μία, με τίτλο Någonting har hänt, είναι ό,τι πιο περίεργο έχω δει ποτέ, μιλά για το Aids με σκηνές κοφτές κι απόκοσμες: Ένας γιατρός που κάνει πειράματα σε καθυστερημένους ενώ η νοσοκόμα τους τραβάει την προσοχή με μια λούτρινη μαϊμού / Αμερικανοί επιστήμονες που ψάχνουν για ανθρώπους-πειραματόζωα μέσα σε μια φυλακή / μια 60χρονη καθηγήτρια σεξουαλικής αγωγής με καροτί μαλλιά που δείχνει στους μαθητές της πώς να βάζουν προφυλακτικά σε ομοιώματα πελώριων φαλλών ενώ στο φόντο χοροπηδάει μια κοπέλα με στολή φουσκωμένου προφυλακτικού. Νομίζω ότι είναι ό,τι πιο σουρεαλιστικό έχω δει. Μέχρι που αρχίζουν οι διαφημίσεις που έκανε ο Andersson για τη σουηδική τηλεόραση πριν από καμιά 30αριά χρόνια: Δεν είναι υποτιτλισμένες, κι έτσι κοιτάω σέπια διαφημίσεις της δεκαετίας του '70 για το λόττο, μια εταιρεία γαλακτομικών, και τις ασφάλειες ζωής στα σουηδικά. (Όχι, δεν μιλάω σουηδικά.) Όταν ανοίγουν τα φώτα, γελάμε λίγη ώρα αμήχανα και μετά βγαίνουμε έξω.
Περιμένοντας για ταξί στην Πλατεία Αγίας Ειρήνης
Κάνει κρύο, χοροπηδάμε στη διάβαση μπροστά από τα άπειρα φωτισμένα αμάξια της Πειραιώς. Μπαίνουμε στο πρώτο ταξί που βρίσκουμε - ο οδηγός δεν είναι πάνω από 30. Αφού σταματήσουμε να λέμε «κρύο, κρύο, κρύο» ενώ τρέμουμε σαν ψυχωτικές, αντιλαμβανόμαστε πως από τα ηχεία ακούγεται κάτι περίεργο. «Τι ακούμε; Είναι πολύ ωραίο» λέει η Κατερίνα. Ο οδηγός ενθουσιάζεται - μας μιλά για ώρα για το φανταστικό τριπ-χοπ συγκρότημα που ακούει. «Τους λένε wax tailor και χρησιμοποιούν κομμάτια διαλόγων από παλιές αμερικάνικες ταινίες». Σύντομα πέφτει σε λυρικό οίστρο: «Όπα, άκου αυτό! Άκου αυτό!!! Εδώ μπαίνει το μπιτάκι, εδώ!». Η σουρεαλιστική βραδιά συνεχίζεται ακάθεκτη - μετά τον Roy Andersson, τις λούτρινες μαϊμούδες, και τον καλλιεργημένο μουσικόφιλο ταξιτζή που μας μιλάει με ενθουσιασμό για το ταξίδι του στο Βερολίνο για να δει τη συναυλία των Portishead, κάπου κοντά στο θρυλικό ξενοδοχείο «Πρίαμος» κοιτάμε στα αριστερά μας για να δούμε το εξής θέαμα: Δίπλα μας μέσα σ' ένα μαύρο αυτοκίνητο, διακοσμημένο με ζωγραφιές-χαλκογραφίες της Paris Hilton και ενός τσιουάουα και τη διεύθυνση http://www.chihuahua.gr/, ο εθνικός σταρ Αντρέας Ευαγγελόπουλος οδηγεί ατάραχος τραγουδώντας υπό τους ήχους της ντουντούκας που έχει κρεμάσει στο καπό του: «Είμαι ο εθνικός σας σταρ! Είμαι ο εθνικός σας σταρ». Στρίβουμε στη Σταδίου υπό τις ιαχές του «Είμαι ο εθνικός σας σταρ! Είμαι ο εθνικός σας σταρ!». Φαντάζομαι πως στην Πλατεία Κολοκοτρώνη θα συναντήσουμε το κουνέλι του Ντόνι Ντάρκο. Θα μιλάει κονγκολέζικα και θα καπνίζει μια πίπα. Ο καπνός θα σχηματίζει τη φράση «Je ne suis pas une pipe»
2007 (κράξιμο/το επερχόμενο Nέο Μουσείο της Ακρόπολης)
Τετάρτη, 4.15 μ.μ., στο γραφείο, διαβάζοντας δελτία Tύπου
«Ο φωτογράφος ζει μεταξύ Αθήνας, Νέας Υόρκης και Λονδίνου» διαβάζω στο δελτίο Τύπου. Μεταφράζω/υποθέτω: Στην πραγματικότητα πήγε στη Νέα Υόρκη πριν από κάποια χρόνια και έχει να πάει τουλάχιστον ένα χρόνο. Toυ πήρε μόνο μερικούς μήνες για να αντιληφθεί πως δεν είχε το ταλέντο/τη θέληση να δουλέψει σκληρά για να κάνει καριέρα στο εξωτερικό, παρά το πελώριο γυαλί ηλίου, το ασύμμετρο τοπ και τη φράντζα. Μετά την επιστροφή του έκανε μια δουλειά γεμάτη αφαιρετικές μοντερνοειδείς βλακείες (που φυσικά ξεχείλιζε από στιλ αλλά δεν είχε ίχνος ψυχής ή ουσίας), τις οποίες πρόλαβε να ξεπατικώσει από κάποιον πραγματικά καλό ξένο δημιουργό. Ακούγομαι κακιά (και εννοείται πως υπάρχουν ένα σωρό άνθρωποι που όντως ζουν μεταξύ Λονδίνου, Αθήνας και Νέας Υόρκης), αλλά είναι κωμικό το πόσο επιθετικά, πεινασμένα και με τι θράσος πουλάνε τον εαυτό τους άνθρωποι-φελλοί στις λεγόμενες «δημιουργικές δουλειές», με άλλοθι την υποτιθέμενή τους επιτυχία στο εξωτερικό («Ήμουν το δεξί χέρι της Αnna Wintour! Το παπάρι του Giles Deacon! Η δίδυμη αδερφή της Katie Grand!») «Δεν θέλω να γράψω αν δεν έχω μια σελίδα όλη δική μου... Ι am from Los Angeles man! Καταλαβαίνεις...» μου έλεγε προχτές ένας ναρκισσευόμενος τύπος, το ταλέντο του οποίου άρχιζε και τελείωνε με το γεγονός πως είχε παλιά τεύχη του «Rolling Stone» δίπλα στη λεκάνη της τουαλέτας του. Κακά τα ψέματα - η πικρή αλήθεια είναι πως, αν όντως κάνεις μια υπέρλαμπρη καριέρα έξω, πολύ πιο δύσκολα γυρνάς πίσω στην Ελλάδα.
Πέμπτη, 11.00 μ.μ., Ακρόπολη, έξω από το μετρό
Χαζεύουμε λίγο το νέο Μουσείο Ακροπόλεως. Κάθε φορά που περνάω είναι όλο και πιο πελώριο - ένα οικοδόμημα από ατσάλι και τσιμέντο που κάνει την υπόλοιπη γειτονιά να μοιάζει με μικρογραφία, και το παλιό μουσείο να θυμίζει τη φωλίτσα του μπαμπά αρκούδου με τα αρκουδάκια του. Περπατάμε ανάμεσα απ' τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα και τα σκουπίδια χαζεύοντας την Ακρόπολη -κομμένη στα δυο- πίσω από έναν ευκάλυπτο. Η πεζοδρομημένη Διονυσίου Αρεοπαγίτου είναι γεμάτη με παρκαρισμένα αυτοκίνητα. Μιλάμε περί ανέμων και υδάτων όταν ακούμε το θόρυβο ενός Πεζό που τρέχει φουλαριστό προς το μέρος μας. Ο οδηγός δεν κόβει ταχύτητα επειδή βλέπει πεζούς· αντίθετα, γκαζώνει. Πεταγόμαστε και οι δυο σαν ελατήρια - κάνουμε στην άκρη να μην μας πατήσει. «Το μαλάκα!» μονολογώ, μέχρι που περνάει άλλο ένα αυτοκίνητο κι άλλο ένα κι άλλο ένα - όλα τρέχοντας στον «πεζόδρομο». Αισθάνομαι προς στιγμήν σαν να έχω βγει φωνάζοντας με μια ντουντούκα « Έι, ψιτ, κύριος! Εσείς, με το Σιτροέν! Θέλω πολύ ν' αυτοκτονήσω! Θα με βοηθήσετε, σας παρακαλώ;» Στο βάθος βλέπουμε τους Στύλους του Ολυμπίου Διός και την προτομή της Μελίνας· έχει ωραία νύχτα - γλυκιά και φωτεινή. Θα 'πρεπε να είναι ειδυλλιακά - μόνο που η Αθήνα δεν είναι σχεδόν ποτέ ειδυλλιακή αν είσαι πεζός σε πεζόδρομο.
2006 (Δεν είναι η πρώτη στήλη αυτή υπόσχομαι να τη βάλω αύριο που θα τη βρω στο αρχείο αλλά είναι η πιο κοντινή στην πρωτη. Μιλάω για τους παλιους μου συμμαθητές,ένα πρωϊνο στη Μεγάλη Βρεττανία και την έννοια της λέξης cool -5 χρονια μετά δεν μπορώ να σκεφτω κατι πιο uncool από το να συζητάς τη λέξη cool)
Σάββατο 2.30 π.μ. Ηοxton
Καθισμένη σ' ένα καναπέ Chesterfield πινω αμέριμνη το Mojito μου και τρωω ποπ κορν καραμέλας Ξαφνικά αντιλαμβάνομαι πως μπροστά από το μπαρ κάθεται ενας τύπος απ΄το σχολείο μου (δεν είναι τυχαίο πως φοράει κουστούμι) δυο χρόνια μεγαλύτερος. Στα δεξιά σ'εναν άλλον καναπέ κάθεται άλλη μια παρέα απ΄το σχολείο μου. Που ήρθα ; Στη φωλιά του λυκού;Τι είναι σήμερα;Θα βγει σε λίγο και η καθηγήτρια των μαθηματικών ως ζόμπι πίσω απ΄τον πάγκο του μπαρ να με ρωτήσει αν έχω κάνει την τριγωνομετρία μου; Φαντάζομαι πως υπό φυσιολογικές συνθήκες δεν θα ταν πρόβλημα όλο αυτό αλλά δυστυχώς δεν ξεχνάω ποτέ πρόσωπα. Τι κατάρα Θε μου να θυμάμαι ακόμα και την ταμία του σουπερμάρκετ. Το πρόβλημα είναι πως δεν μπορείς να σε περνάει αυτόματα για ψυχάκι (μια από τις λίγες φορές που είχα πει σε κάποιον 'Γεια με θυμάσαι; Μου ΄χες δώσει νερό στη συναυλία των Air στο Λυκαββητό πριν πέντε χρόνια .Φορούσες ένα κίτρινο μπλουζάκι.')οπότε ναι πρέπει να προσποιηθείς πως δεν τον έχεις ξαναδεί ποτε.. 'Γιατί ασχολείσαι τόσο πολύ ; Τι σε νοιάζει;'μου λεέι ο Κ. γελώντας.Προσπαθώ να του εξηγήσω πως το σχολείο μου ήταν ένα άντρο τρελών -πως ναι μεν χαίρομαι που πήγα εκεί και όχι κάπου αλλού αλλά μου πήρε και μερικά χρόνια να ξεπεράσω τη φρίκη. Ήμασταν πολλοί-του λέω -κάτι σαν ένα ιδιότυπο γκούλαγκ παιδιών-δέκα τμήματα 300 παιδιά σε κάθε τάξη .Τα κορίτσια είχαν ονόματα όπως Χλόη, Ιλάρια, Μέλισσα και Βιβιάνα. Οι γονείς έλειπαν πάντα σε κάποιο ταξίδι- ή κλείδωναν τα παιδιά τους στο γκαράζ όταν έκαναν πάρτυ. Πολλοί έγιναν μια χαρά παιδιά. Κάποιοι όχι και τόσο-αγόρια που έγιναν χρηματιστές και ζουν για να κυνηγάνε κόκες και ξυρισμένα αιδοία . Κορίτσια που χαμογελούν από τις κοσμικές στήλες πλατινένια και όμορφα. Φαντάζομαι πως καμιά φορά ξυπνάνε τα βράδια και κοιτάνε πίσω από τις περσίδες Ακούνε τη φασαρία της λεωφόρου.(θα 'θελα να πιστεύω πως μένουν σε λοφτ πάνω από κάποια κεντρικές λεωφόρους) Ιδρώνουν. Υπάρχει κάτι εκεί ,αλλά δεν ξέρουν τι και κυρίως δεν ξέρουν πως.
Σάββατο, 6.30 π.μ ξενοδοχείο Μεγάλη Βρεττανία- προς αναζήτηση πρωινού.
Το λόμπι μοιάζει δροσερό και ερειπωμένο. Πατάω τις καφέ ψηφίδες του μωσαϊκού με βρεγμένες σόλες ενώ δυο φρεσκοξυρισμένοι Αμερικάνοι τουρίστες με σορτσάκια με κοιτούν με έντονη ανησυχία. Αναρωτιέμαι γιατί μέχρι που σκέφτομαι τα εξής : Eιναι 6.30 το πρωί. Φοράω κόκκινο φόρεμα και ψηλοτάκουνα της κολάσεως (μια μέρα οι γυναίκες που φοράμε ψηλά τακούνια θα καούμε στην κόλαση όλες μαζί) .Φοράω το χτεσινοβραδινό make-up. Στα μάτια του Tσακ και του Μπακ , είμαι στην καλύτερη των περιπτώσεων μια πικάντικη Ευρωπαία, στην χειρότερη η Ξαβιέρα Χολάντερ της Μεγάλης Βρεττανίας. Θυμάμαι την ιστορία μιας φίλης μου που τα 'χε φτιάξει μ' έναν Τεξανό που πηγαινοερχότανε για επαγγελματικά ταξίδια και έφτανε πάντα κάτι τρελές ώρες από το αεροδρόμιο-ένα βράδυ πήγε να τον βρει στις 3.00 το πρωί στο Ιντερκοντινένταλ και ο ταξιτζής την ρώτησε αν θέλει να περάσει σε κανά μισαωράκι να την γυρίσει και σπίτι της.
Δευτέρα 8.30 μ.μ. Στο γραφείο- η μάχη του κληματισμού έχει αρχίσει (ακούω τον ψαλμό 'εσύ και η διορθώτρια με τα ξώπλατα τσιτάκια θα πάθετε ψύξη, ψύξη, ψύξη')
Με ενα lifo-παιδο μιλάμε για την συναυλία των White Stripes πέρσι το καλοκαίρι. Μου μιλά για το άψογο styling της υπόθεσης 'Σκέψου πως μέχρι και οι roadies φορούσαν μαύρο κουστούμι και κόκκινη γραβάτα'. Τους σκέφτομαι να μαζεύουν τον εξοπλισμό ντάλα καλοκαίρι και να τους μπαίνει η άμμος ανάμεσα στα δάχτυλα των ποδιών. 'Mα καλά δεν έσκαγαν;' λέω εγώ η πεζή για να λάβω την αποστομωτική απάντηση 'Οι cool άνθρωποι δεν ζεσταίνονται'. Μετά μου εξηγεί πίσω από δαχτυλίδια καπνού πως αυτό που εννοεί ως cool είναι να παίρνεις κάτι και να το υποστηρίζεις μέχρι τέλους. Με βάζει σε σκέψεις το lifo-παιδο. Nαι είναι πολύ ωραίο πράγμα να έχεις στυλ -και πάω στοίχημα πως ήταν τέλειο που οι roadies τους φορούσαν κουστούμια. Απ΄ την άλλη σκέφτομαι πως όλο αυτό (όχι τα κουστούμια απαραίτητα αλλά αυτό το να προσπαθείς να ΄σαι cool )είναι ένα εφιαλτικό χάσιμο ενέργειας. Μου φαίνεται αστεία η αντίφαση -cool είναι να μην προσπαθείς, να 'σαι χαλαρός αλλά οι περισσότεροι άνθρωποι ξοδεύουν άπειρη ενέργεια για να είναι cool. Ακόμα και σαν φράση το 'cool' μου θυμίζει κάτι σχολικούς ψυχαναγκασμούς -τη δεκαετία του '90 σε όλη της την δόξα -o αντίποδας του Lifestyle που γύρισε και μας δάγκωσε τον πωπό την ώρα που δεν κοιτάζαμε- το grunge , ο Εvan Dando και τα λουλουδιαστά του φορέματα, τα μαλλιά ράστa, o Beavis και ο Βutthead ('naked chicks... cooοοοοοοlllllllllllll').Ο βασιλευς απέθανε ζήτω ο βασιλεύς.