trance = [trEans] ουσ. υπνωτική κατάσταση ή καταληψία, "έκσταση": fall in a trance πέφτω σε έκσταση § death trance νεκροφάνεια # ονειρική κατάσταση, εκστασιασμός, "μεταρσίωση": as if in a trance σαν σε όνειρο # ΦΡ. send into a trance 1. υπνωτίζω > 2. συναρπάζω, μαγεύω
watch video: http://vimeo.com/21241923
σχόλια