Ξέρεις πώς γίνονται αυτά. Ένας κοινός γνωστός, μια σύμπτωση, πιθανόν κάποια επαγγελματική συνεργασία ή πολύ απλά μια τυχαία συνάντηση. Δεν θέλει πολύ, χημεία θέλει μεράκι και φαντασία για να γίνει, για να δέσει. Θέλει κι η εποχή να βοηθάει, η συγκυρία παίζει πάντα το ρόλο του καταλύτη. Τότε η εξίσωση δεν έχει αγνώστους και μπορεί να γίνουν δυνατά τ’ αδύνατα.
Είναι από τις περιπτώσεις που οι γνωριμίες γίνονται σχέσεις, οι σχέσεις γράφουν ιστορίες κι οι ιστορίες γίνονται η ιστορία μας, η ιστορία του καθενός και της καθεμιάς. Ιστορίες που μοιάζουν παραμύθια σκαρωμένα περίτεχνα απ’ τη ζωή κι απ’ των ανθρώπων τα έργα και που αισθάνεσαι ευτυχής να τα ζήσεις.
Ξέρεις, είναι μια γενιά που βλάστησε όταν ο τόπος στρίμωχνε στα εκτός σχεδίου τις ελπίδες του κι έστηνε στα ρετιρέ τα όνειρά του. Είναι οι δικοί μας που λαχτάρησαν τη δροσιά μιας πορτοκαλάδας και έλιωσαν απ’ τη λάμψη των ριάλιτι κι εμείς που μάθαμε τις ξένες γλώσσες με το τσουβάλι και φάγαμε τη δημοκρατία με το κουτάλι. Μεταλάβαμε το φως, αλλά δεν καταλάβαμε τίποτε. Αυτό το δικαίωμα καταναλώσαμε, εξ ολοκλήρου κι εξ αδιαιρέτου.
Κάποιοι –κι αυτό το ξέρεις– έμειναν εκτός, όχι όμως πίσω. Δημιούργησαν, έκλαψαν, πόνεσαν, ερωτεύτηκαν, ονειρεύτηκαν, έγραψαν, είπαν. Έδειξαν την έξοδο κινδύνου, αλλά προτιμήσαμε την ευκολία των κυλιόμενων. Να τώρα οι κουτρουβάλες.
Ξέραμε –αλλά θαρρώ ποτέ δεν το παραδεχτήκαμε– στο πέρασμα των χρόνων τα ακούγαμε, τα τραγουδάγαμε, τα χορεύαμε, τα αφιερώναμε, τα ραδιόφωνα κι οι τηλεοράσεις, στο άκουσμά τους, έπαιρναν κάτι απ’ το άρωμα αυτής της κολόνιας, που ενώ κρατούσε χρόνια, νομίζαμε ότι μπορούμε να κυκλοφορούμε και να οπλοφορούμε χωρίς να δίνουμε λογαριασμό σε κανέναν, ένας παροξυσμός και μια παραζάλη του «σ’ όποιον αρέσουμε» μας διακατείχε. Αυτογνωσία καμία. «Δεν έχω ιδέα». Στη ζωή, στους φίλους, στους έρωτες, στις νύχτες, στις μέρες. Καταναλώσαμε στου αιώνα την παράγκα το φιλί, το δάκρυ, τις μέρες, τις νύχτες, τη ζωή. Φτάσαμε στο «δι’ ευχών».
Ξέρεις, αυτή ποτέ δεν ήταν απέναντι. Ήταν εδώ και παντού. Με τους στίχους της κέντησε τον ερωτισμό και τις αλήθειες μιας εποχής, της δικής μου εποχής, της δικής μας εποχής.
Ξέρω, αν ξεφυλλίσω τα στιχάκια της μπορεί να βρω ξανά την άκρη του νήματος. Μπορεί να βγω στο φως κι απ’ το «τσαφ» ενός σπινθήρα να ξαναγυρίσω σε κάποια σκουριασμένα χείλη, που –σαν να ‘ναι χτες– αστράφτουν ακόμα σαν κατακόκκινη λάβα σφραγίζοντας μελωδικά αυτές τις τρεις δεκαετίες της ζωής μου.
Χρόνια πολλά κυρία Νικολακοπούλου.
σχόλια