If… του Lindsay Anderson, 1968, Μ. Βρετανία, 111’
Όλοι την περάσαμε την εφηβεία. Περίοδος με σπυράκια, που οι ορμόνες βάραγαν κόκκινο και όλοι ήθελαν να ξεκινήσουν μια προσωπική επανάσταση. Ένας αργός θάνατος της παιδικότητας εν όψει μιας επερχόμενης ενηλικίωσης. Άλλοι ήταν πιο στωικοί στη λήψη των εξωτερικών ερεθισμάτων και σε μια νεογέννητη κοσμοθεωρία ενώ άλλοι ήθελαν να δουν τον κόσμο γύρω τους να καίγεται ενώ αυτοί κράταγαν το σπίρτο με παιχνιδιάρικο χαμόγελο.
Όσοι είπαν ότι το σχολείο εκείνων των χρόνων είναι μια μικρογραφία της κοινωνίας είχαν άδικο και δίκιο ταυτοχρόνως. Άδικο επειδή δε συναναστρέφεσαι καθημερινά πλην κάποιων συγκεκριμένων ατόμων και το δείγμα πληθυσμού είναι πολύ μικρότερο από αυτό που μετέπειτα θα συναντήσεις. Δίκιο επειδή οι δομές ιεραρχίας μέσα σε αυτό το «κουκλόσπιτο» της κοινωνίας είναι ξεκάθαρες. Και όταν είσαι ένας έφηβος της δεύτερης κατηγορίας από αυτές που προαναφέραμε, είσαι ψιλο-λούμπεν.
Έτσι και ο πρωταγωνιστής του If. Ο Mick. Αυτά τα βλέπει ξεκάθαρα και θέλει την αλλαγή τους. Ο λυκειάρχης του σχολείου αρρένων, στο οποίο στέλνονται εσώκλειστοι αυτός και η παρέα του, φοράει τη μουτσούνα του σπλαχνικού πατέρα, και οι επιφανέστεροι των μαθητών, που συναποτελούν τα κεφάλια του συλλόγου τους είτε τον κράζουν με την πρώτη ευκαιρία είτε τον ξυλοφορτώνουν επειδή αμαυρώνει τη συνολική εικόνα τους (τους φωνάζουν Whips, μαστίγια, γιατί αυτά κραδαίνουν για τη χαλιναγώγηση των ασυμμόρφωτων συμμαθητών). Είσαι στη θέση του. Στη βιδώνει ή όχι?
Η ταινία χωρίζεται σε 7 κεφάλαια, από την επιστροφή των μαθητών στα έδρανα μέχρι την αμφισβήτηση των πάντων όπου εν τέλει… όχι, δεν μπορώ να κάνω spoiler. Στο ενδιάμεσο, ο Mick συζητάει θέματα φιλοσοφίας με τους φίλους του, κάνει κοπάνα και κλέβει μια μηχανή, γνωρίζει μια κοπέλα και την προσεγγίζει με τον πλέον βίαιο τρόπο, ξιφομαχεί για πλάκα και άλλα πολλά.
Δε νομίζω να μπορούσε να ταιριάξει καλύτερος στο καλούπι αυτού του ρέμπελου από τον Malcolm McDowell. 3 χρόνια πριν την καθιέρωσή του ως την προσωποποίηση του αντισυμβατικού και του φοβήτρου του καθωσπρεπισμού στο Κουρδιστό Πορτοκάλι (Morituri Te Salutant), παρουσιάζεται, στο ντεμπούτο του στη μεγάλη οθόνη, όχι ως ένας γραφικός απόγονος του James Dean, αλλά ως φιλοσοφημένο και πεινασμένο για ζωή μαθητούδι που νιώθει το αίμα να ανακυκλώνεται στο σώμα του.
Η ταινία καθαυτή αποτελεί μια αλληγορία πάνω στην κοινωνία και τα ηθικά διλήμματα που τίθενται από τα άτομα των κατωτέρων τάξεων: συμβιβασμός ή αίμα? Ποια είναι η πιο ορθή μέθοδος για να περάσεις το μήνυμα σου στους υπόλοιπους? Γίνεσαι μισάνθρωπος ή φιλάνθρωπος όταν νιώθεις τη μπότα πάνω από το κεφάλι σου και ακούς κοροϊδευτικά γέλια? Μέσα στα πλαίσια του αυστηρού, συντηρητικού μα συνάμα επιβλητικού (και, προσωπικά μιλώντας, γοητευτικά μουντού) βρετανικού campus, η αλληγορία ξεδιπλώνεται, δίνοντας την ευκαιρία του προβληματισμού μέσα σε ένα σφιχτοδεμένο και κατά τ’ άλλα ευχάριστο σενάριο.
Ο Anderson χρησιμοποιεί τα χρώματα και τον ήχο προς όφελος της ατμόσφαιρας. Μέσα στο πέρασμα της έγχρωμης πλοκής, παρεμβάλλει γκρίζα πλάνα από πιο συναισθηματικά φορτισμένες σκηνές. Τον έρωτα ενός νεαρού μαθητή με ένα μεγαλύτερό του, την εκκλησιαστική λειτουργία, τις βίαιες ερωτοτροπίες του Mick με την κοπέλα. Ο ήχος επιτείνει την ατμόσφαιρα, δεν την τονίζει απλά. Το λιντσάρισμα του πρωταγωνιστή από τα κεφάλια του συλλόγου δίνεται περισσότερο ηχητικά παρά οπτικά. Η προσφυγή του σε ένα συγκεκριμένο ψαλμό για να δώσει την τόσο επιθυμητή μα προσωρινή γαλήνη προσφέρει επίσης ένα ανάλογο συναίσθημα.
Ένα αριστούργημα της 7ης Τέχνης, από αυτά που σε κάνουν να επαναπροσδιορίζεις τον κινηματογράφο σε στιγμές πλήξης από τον ανιαρό συρφετό κακών ταινιών και τις πολλαπλές αναγνώσεις των κλασσικών αριστουργημάτων ως αντίδοτο σε αυτές. Ψάξτε την έκδοση της Criterion Collection με τα πλούσια extras.
σχόλια