Οπωσδήποτε, εκείνη ήταν τώρα ελεύθερη ν’ ακούει τι προσπαθούσε να πει ο Πολ Ρέιλι για τα βιβλία που διαβάζει κανείς παιδί. Αυτά έμεναν, έλεγε. Είχε διαβάσει λίγο Τολστόι στο σχολείο. Ήταν ένα που δεν θυμόταν πάντα, αλλά είχε ξεχάσει τον τίτλο. Τα ρώσικα ονόματα είναι απίστευτα, είπε η κυρία Ράμσεϊ. «Βρόνσκι», είπε ο Πολ. Το θυμόταν αυτό γιατί το έβρισκε πάντα πολύ καλό όνομα για παλιάνθρωπο. «Βρόνσκι», είπε η κυρία Ράμσεϊ· «Α, η Άννα Καρένινα», αλλά αυτό δεν τους πήγε μακριά· τα βιβλία δεν ήταν το φόρτε τους. Όχι, ο Τσαρλς Τάνσλεϊ θα μπορούσε να τους πει ό,τι ήθελαν σχετικά με βιβλία, μα ήταν τόσο μπλεγμένο όλο αυτό με: «Λέω αυτό που πρέπει; Κάνω καλή εντύπωση;» που, τελικά, μάθαινε κανείς περισσότερα γι’ αυτόν παρά για τον Τολστόι, ενώ ό,τι έλεγε ο Πολ αναφερόταν σ’ αυτό για το οποίο μιλούσε, όχι στον ίδιο. Όπως όλοι οι κουτοί άνθρωποι, είχε κι εκείνος μια σεμνότητα, μια λεπτότητα για το πώς ένιωθες εσύ, που, έστω γι’ αλλαγή, εκείνη το έβρισκε ελκυστικό. Τώρα σκεφτόταν όχι τον εαυτό του ή τον Τολστόι, αλλά αν εκείνη κρύωνε, αν την ενοχλούσε το ρεύμα, αν ήθελε ένα αχλάδι.
σχόλια