Στρατιωτικό πραξικόπημα
Περπατάω στη σαββατιάτικη λαϊκή στη Περγάμου κρατώντας, μια άδεια γλάστρα, ένα γιασεμί, μια μικρή σακούλα χώμα, φράουλες, κρεμμύδια και ένα ρολό χαρτιού κουζίνας. Έχει ξεκινήσει μια σιγανή βροχή και περνάω κάτω από τις τέντες για να προφυλαχτώ σαν κομπάρσος σε βίντεο κλιπ του Πλούταρχου(σ.σ στο τέλος του βίντεο κλιπ δίνω το γιασεμί στην αγάπη μου και μου τραγουδάει στα αυτιά «Το καλύτερο παιδί». Μετά τρώμε φράουλες μαζί στον ΙΚΕΑ καναπέ μου). Κάθομαι μπροστά από μια βιτρίνα που πουλάει λουκάνικα Μυκόνου. Σοβαρά τώρα. Είναι γνωστή η Μύκονος για τα λουκάνικα; Είναι κάτι όπως το τσίπουρο από τον Τίρναβο ή η ρακή από την Κρήτη; Μήπως προσπαθεί ο έμπορας με την λέξη «Μύκονος», που μάλιστα είναι γραμμένη με κεφαλαία έντονα μαύρα γράμματα, να προσελκύσει τα φοιτηταριά που ετοιμάζονται να «τα σπάσουν» στο νησί (σ.σ παλιακή σαν να μου φαίνεται πια η έκφραση, αλλά την χρησιμοποιώ γιατί είμαι και μεγάλος άνθρωπος) τους λάτρεις του Spring break, τους gay ή όλους μαζί; Καθώς η βροχή σταματάει και ετοιμάζομαι να αφήσω την βιτρίνα με τα λουκάνικα, βλέπω μια σκύλα με ένα κόκκινο λουρί να έρχεται κατά πάνω μου με άγριες διαθέσεις. Τα χέρια μου είναι δεσμευμένα με όλα αυτά τα πράγματα και προσπαθώ να την αποφύγώ με το να την τρομάξω χτυπώντας τα πόδια μου, κάτω. Την κοιτάζω άγρια αλλά δεν τρομάζει με τίποτα, με κοιτάζει με ακόμα επιθετικότερο βλέμμα. Είναι η πρώτη φορά που μου επιτίθεται σκύλος και το θέαμα είναι κωμικό. Ένας μαντράχαλος με ένα γιασεμί αγκαλιά, κουνάει την σακούλα με το ρολό της κουζίνας στα μούτρα μια σκύλας που δεν λέει να φύγει. Περνάει τόσος κόσμος από δίπλα μας και τίποτα δεν της αποσπά την προσοχή. Θέλει εμένα! Από μέσα μου εύχομαι να επιτεθεί στον πρώτο τυχόντα, που θα περάσει από δίπλα μας, ακόμα και στη μάνα με το καρότσι αρκεί να με αφήσει στην ησυχία μου για να ξεφύγω(σ. σ τοκ τοκ κύριε Φρόιντ: «Ο αληθινός μας χαρακτήρας αποκαλύπτεται στα δύσκολα. Εεε;;;»)
Κάποια στιγμή αποφασίζω να συνεχίσω με την σκύλα να μπλέκεται στα πόδια μου, σαν να θέλει να με ρίξει κάτω όταν μια γυναίκα γύρω στα εξήντα εμφανίζεται. Σέρνει ένα καλάθι με ζαρζαβατικά και με δυνατή φωνή λέει προς το σκυλί, χωρίς να δίνει καμία σημασία σε εμένα που πια παραπατώ σαν μεθυσμένος για να το αποφύγω: «Που ήσουν Φρειδερίκη τόση ώρα ;» και την αρπάζει απ το κόκκινο λουρί. Κοιτάζω το κενό λες και με βρήκε στρατιωτικό πραξικόπημα στο κέντρο της πρωτεύουσας αγκαλιά με ένα γιασεμί και μια σακούλα χώμα.
Το κυνήγι της μουσικής
Γέρνω το κεφάλι στο τζάμι του λεωφορείου και ακούω το άλμπουμ του Caribou καθώς έχουμε φρακάρει στην κίνηση, έξω από το ψυχιατρείο. Ένα χρόνο και κάτι μήνες, μετά την κυκλοφορία του Swim και ακόμα παραμένει ένα από τα αγαπημένα μου. Κάθε φορά που το ακούω είναι σαν να βλέπω ένα καινούριο στερεόγραμμα. Μια καινούρια εικόνα μπροστά στα μάτια μου. Αυτή την στιγμή μου έρχονται εικόνες απ τη Βαρκελώνη. Το άκουγα συνέχεια μέσα στο αεροπλάνο πέρσι το Πάσχα. Ντρέπομαι αλλά δεν το έχω αγοράσει ακόμα. Ένα άλμπουμ που γεννά εικόνες αξίζει τα λεφτά του και με το παραπάνω. Τα βράδια στο σπίτι ακούω το γάλλο μουσικό Pierre Bastien. Οι μηχανές του βγάζουν ένα περίεργο, υπνωτιστικό ήχο. Μου συμβαίνει κάτι εκπληκτικό με την μουσική τελευταία. Οι ήχοι με ανακαλύπτουν μόνοι τους και τυχαία χωρίς να χρειάζεται να τους ψάξω. Όπως είχα τυχαία ανακαλύψει τον Caribou πριν ένα χρόνο, όπως τώρα με το Pierre Bastien που τον έμαθα από ένα blog πριν δυο μέρες. Είναι σαν κάποιος να με καθησυχάζει : «Ηρέμησε. Όσο και να κυνηγάς την μουσική δεν θα την πιάσεις στο τέλος. Άφησε τη να έρθει κοντά σου από μόνη της». Ακούω No Eon του Pierre Bastien σε ένα σπίτι που μοιάζει βομβαρδισμένο. Όλα μπορούν να περιμένουν όταν η μουσική σε αρπάζει απ το λαιμό…
Σιωπηλός μάρτυρας
Πίνω φραπέ στον καναπέ και παρατηρώ το απέναντι μπαλκόνι απ την ανοιχτή κουρτίνα. Είμαι ο φωτορεπόρτερ του «Σιωπηλού μάρτυρα» χωρίς σπασμένο πόδι . Είμαι ένα θύμα της δίωρης οκνηρίας μου που μασάει ένα καλαμάκι. Βλέπω τον άντρα με ένα μαύρο μπουρνούζι να καπνίζει στο απέναντι μπαλκόνι δίπλα σε μια άσπρη κούνια και ένα τεράστιο ροζ αρκούδι. Πίσω από τις κλειστές τζαμαρίες φαίνεται να παίζει ένα μικρό κοριτσάκι. Κρατάει το τσιγάρο, όπως το κρατάγαμε στις στρατιωτικές σκοπιές. Σαν να μην θέλει να φανεί η καύτρα. Χμμ. Ο τύπος αυτός μου φαίνεται βαθιά χωμένος, σε κάτι πολύ άσχημο. Περπατάει πάνω κάτω ανήσυχα, και κάποιες φορές σηκώνει το βλέμμα για να ρίξει μια ματιά κάτω απ το μπαλκόνι.
Ποιος τυπικός οικογενειάρχης φοράει μαύρο μπουρνούζι πέντε το απόγευμα στο μπαλκόνι του; Γιατί δεν θέλει να δούμε την καύτρα του τσιγάρου του; Ποιος πατέρας έχει τέτοιο μοχθηρό βλέμμα δίπλα από ένα ροζ αρκούδι; Είναι γεγονός. Οι πρώτες ταινίες του Ταραντίνο με έχουν καταστρέψει. Ετοιμάζομαι να σηκωθώ από τον καναπέ, όταν μια γυναίκα με σγουρά μαλλιά δίνει στον άντρα μια λεκάνη με ρούχα. Εκείνος ξεκινά το άπλωμα των ρούχων και η γυναίκα πίσω του μαλώνει το κοριτσάκι γιατί προσπαθεί να βγει στο μπαλκόνι. Ακόμα μια φορά σε αυτή την ζωή φαντάζομαι Ταραντίνο και ο Αλμοδοβάρ εμφανίζεται μπροστά μου.
σχόλια