Το χωριό των κακών ανθρώπων
Περιμένουμε τα ποτά, όταν με ένα «πάμε!» της συμπαντικής αρμονίας, όσοι είναι γύρω απ το τραπέζι αρχίζουν μια κουβέντα για τους αστικούς μύθους. Εννοείται ότι οι λέξεις αστικός και μύθος δεν ακούγονται ούτε μια φορά στο τραπέζι. Είναι ταμπού σε τέτοιες συζητήσεις που όλοι είναι σίγουροι, είχαν ένα γνωστό, ήταν μπροστά ή τέλος πάντων το λέει όλος ο κόσμος να ακουστούν αυτές οι δύο λέξεις. Σεξουαλικά σκάνδαλα που βοήθησαν στην αναρρίχηση του όρους Showbiz, κρυφές συναντήσεις, εραστές που πληρώνουν όσο όσο για να μην δημοσιευθούν οι φωτογραφίες («Αλήθεια. Ήμουνα μπροστά. Τις είδα τις φωτογραφίες. Δεν με πιστεύεται;»)και δεκάδες άλλες ιστορίες που οδηγούν στο συμπέρασμα ότι όλοι κάτω απ το Μπαλζακ κρύβουμε ένα ξεκοκαλισμένο OK. Καθώς οι ιστορίες γίνονται όλο και εξωφρενικότερες κάνοντας τα «ανθρωπάκια της Πεντέλης» να μοιάζουν μπροστά σε αυτά που ακούγονται με μικρά, αθώα playmobil, η συμπαντική αρμονία πατάει το pause.
Η Μ έχει ένα σκύλο και μια γάτα που συγκατοικούν με ένα απίστευτο τρόπο. Όχι μόνο δεν τσακώνονται μεταξύ τους αλλά σε κάνουν να πιστεύεις ότι η φράση «τρώγονται σαν το σκύλο με τη γάτα» είναι τελείως άκυρη. Πριν δυο μέρες βρήκε ένα γατί(«νιαούριζε όλο το βράδυ δεν γινόταν να το αφήσω στο δρόμο»), το έχει μαζέψει αλλά είναι αδύνατο να το κρατήσει. Ψάχνει να βρει σπίτι για να το «υιοθετήσουν» όπως χαρακτηριστικά λέει. «Το θες;» μου λέει αιφνιδιαστικά «εσένα σου αρέσουν οι γάτες». Παραλίγο να πω «ναι» αλλά το μοναχικό ευθυνόφοβο τέρας που κρύβω μέσα μου απαντάει «Δύσκολο». Και είναι δύσκολο. Γιατί άλλο είναι να ταΐζεις τις κεραμυδόγατες και άλλο να περιφέρονται μέσα στα πόδια σου. Άλλο είναι να υποστηρίζεις «ότι είναι συναρπαστικά ανεξάρτητα ζώα» και άλλο να είσαι υπεύθυνος για τα «συναρπαστικά ανεξάρτητα ζώα».
Μετά η κουβέντα γυρίζει στο σκυλί της. Μου λέει κάτι βλακείες που έχει κάνει, και για τις ποσότητες φαγητού που έχει καταναλώσει την τελευταία εβδομάδα, όταν χωρίς να υπάρχει λόγος την ρωτάω: «Είδες τα βιντεάκια με τα σκυλιά στην Ιαπωνία;». Τότε βλέπω να ανεβαίνει ένα δάκρυ στο μάτι της χωρίς να μπορεί να το ελέγξει, κάνοντας μια κίνηση σαν να προσπαθεί να βγάλει ένα σκουπιδάκι «Όχι. Δεν μπορώ» μου λέει και βλέπω τον κόμπο στον λαιμό της, να προσπαθεί να λυθεί, ενώ εκείνη αντιστέκεται. Μια ενοχλητική αμηχανία που συνεχίζεται για λίγα δευτερόλεπτα, καθώς κανένας από τους δύο δεν μπορεί να βρει τι να πει για να πάει η κουβέντα παρακάτω. Αποφασίζουμε και οι δύο να βουτήξουμε για ακόμα μια φορά στο έλος της αστικής μυθολογίας, αφήνοντας στις όχθες την πραγματική ζωή. Κολυμπάμε στα πράσινα νερά παρέα με το τέρας του Λοχ Νες και την βροχή να χτυπάει το τζάμι, λες και τα πίνουμε στο χωριό των κακών ανθρώπων.
Ο ταξιτζής και οι Explosions in the Sky
Κρατάω ένα σάκο, μια σακούλα και από πάνω μου κρέμονται το λάπτοπ και άλλη μια τσάντα. Περιμένω κάποιο ταξί να σταματήσει, βασίζομαι «στην καλοσύνη των ταξιτζήδων» αλλά φυσικά κανένας δεν σταματάει. Καθώς η ώρα περνάει το φορτίο φαίνεται όλο και βαρύτερο, έχω πια σταματήσει να προσποιούμαι τον ανέμελο φοιτητή ενώ αρχίζει να μου βγαίνει η πραγματική μου ηλικία και κατάσταση. «Μου έχουν κάψει το αμάξι, λυπηθείτε με, δεν είναι κοινωνικό πείραμα της Τατιάνας, δεν υπάρχει καμία γκόμενα κρυμμένη, δεν θα δείτε με ψηφιδωτό τις φάτσες σας στην τηλεόραση, λυπηθείτε με» παραληρώ σε ένα εσωτερικό μονόλογο επιπέδου Δελφινάριου (σ. σ Και άλλο να το ρίξεις το επίπεδο μέσα θα είσαι).
Κάποια στιγμή ένα ταξί σταματάει και μπαίνω μέσα. Κάθομαι με τα γόνατα να ακουμπούν το ντουλαπάκι του συνοδηγού και περιμένω το στερεότυπο να αρχίσει να ξεδιπλώνεται μπροστά μου, έχω νεύρα και όρεξη για κουβέντα. Δεν θα του χαριστώ ότι και να μου πει θα τον κοντράρω ακόμα και αν συμφωνούμε. Έχει περάσει πάνω από ένα δεκάλεπτο, και δεν έχει πει κουβέντα, το μόνο που ακούγεται στο αυτοκίνητο είναι οι τεξανοί Explosions in the sky. Βλέπω τους τίτλους των κομματιών στο mp3. Catastrophe and the Cure , Lonely train, Seagull («Ασε μας ρε που θες και Explosions in the Sky. Σιγά μην ήσουν και στο «Αν» πριν δυο χρόνια, εγώ ρε ήμουνα. Βάλε τώρα αθλητικά και ξεκίνα να χώνεις»).
Ετοιμάζεται να ανοίξει το στόμα για να πει κάτι («Ωραία σε ακούω. Με πόσες πελάτισσες έχεις πάει; Πες μου και την ιστορία με την Σουηδέζα που της έδειξες τι άντρες βγάζει αυτή η χώρα και την άλλη μέρα έφυγε να πάει να βρει του κρυόκωλους συμπατριώτες της»).«Αν θέλετε μπορείτε να κάνετε το κάθισμα προς τα πίσω» λέει («Έχεις τρελαθεί; Γιατί μου μιλάς στον πληθυντικό; Γιατί δεν με αποκαλείς φιλαράκο; Γιατί δεν μου λες την ιστορία με την Σουηδέζα; Από πότε σε ενδιαφέρει αν ο πελάτης κάθεται άνετα;)
Τραβάω το κάθισμα προς τα πίσω και εκείνος κόβει ταχύτητα για να περάσει από μια διάβαση της Αχαρνών μια παρέα μαύρων αντρών και γυναικών («Ξεκίνα. Λέγε. Αυτοί δεν είναι υπεύθυνοι για την ανεργία μας; Αυτοί δεν έχουν καταστρέψει την χώρα; Δεν πρέπει να πάνε πίσω στις χώρες τους; Λέγε που να σε πάρει, γιατί τους άφησες να περάσουν, αφού εσύ μια ζωή προηγείσαι των πεζών;)Μια γυναίκα οδηγός πετάγεται μπροστά του και αυτός κόβει ταχύτητα και την αφήνει να περάσει καθώς ακούγεται το The moon is down («Σε ακούω. Πες έστω να πάει να πλύνει κανένα πιάτο. Μόνο αυτό, σε παρακαλώ, δεν γίνεται να μην πεις ούτε αυτό. Είσαι ένας άντρας που οδηγεί ταξί. Έστω αυτό»), το πρόσωπο του έχει την ηρεμία μοναχού απ το Θιβέτ.
Τον βλέπω να κρατάει ένα τσιγάρο τόση ώρα χωρίς να το ανάβει(«Γιατί δεν το ανάβεις; Από πότε ενδιαφέρεσαι αν με ενοχλεί ο καπνός; Γιατί δεν κάνεις την κουτοπόνηρη ερώτηση «Σε ενοχλεί το τσιγάρο;» θα σου έλεγα όχι) και γυρίζει για πρώτη φορά το βλέμμα του προς τα εμένα «Θα προλάβετε;» με ρωτάει «Ναι δεν υπάρχει θέμα, θα πάρω το επόμενο. Έχει κάθε μισή ώρα» λέω («Θες να μου σπάσεις τα νεύρα. Πάρε το παραδάκι και φύγε. Τι σε νοιάζει αν εγώ προλάβω ή όχι το λεωφορείο;»)Όταν πια φτάνουμε στην στάση του λεωφορείου με βοηθάει να κατεβάσω τα πράγματα. «5 Ευρώ και 60 λεπτά» μου λέει. Του δίνω 6 Ευρώ και πηγαίνει να μου δώσει ρέστα «Εντάξει. Αφήστε το» λέω και ετοιμάζομαι να του γυρίσω την πλάτη σαν να μην υπήρξε. «Μισό λεπτό» μου φωνάζει «Την απόδειξη σας. Καλό ταξίδι». «Ευχαριστώ» λέω καθώς μέσα μου με πιέζει το καπάκι του θυμού, που έπρεπε να έχει ανοίξει. Τον βλέπω να ανάβει τσιγάρο και να ανοίγει το παράθυρο. Μάλλον μου έχει ανέβει η πίεση
Η ευφορία του ταξιδιώτη
Έξι και σήμερα για το ταξίδι. Μου αρέσουν τόσο πολύ τα αεροδρόμια, όσο περίπου και το ταξίδι. Τρελαίνομαι για τις ουρές, για τους πίνακες ανακοινώσεων, για τους τουρίστες με παιδιά που κοιμούνται πάνω στους σάκους σαν να βρίσκονται σε κάποιο Φεστιβάλ. Δεν με αγχώνουν τα αεροπλάνα, με πιάνει μόνο μια ελαφρά ταχυπαλμία όταν οι βαλίτσες των άλλων έχουν εμφανιστεί και η δικιά μου αργεί. Το ξέρω ότι είναι εντελώς επαρχιώτικο και καθόλου κοσμοπολίτικο το να ανακοινώνεις απ το blog σου ένα ταξίδι σαν λες στους άλλους «Να ρε, εγώ θα πάω και εσείς δεν θα πάτε». Δεν είναι όμως αυτό. Το μόνο που θέλω είναι να μοιραστώ αυτή την ευφορία που αισθάνομαι, όταν με περιμένει κάτι άγνωστο και εντελώς καινούριο. Φέτος με λιγότερα λεφτά από κάθε άλλη χρονιά αλλά με την ίδια ακριβώς διάθεση. Τα έχω ξεχάσει όλα, είναι σαν να ζω μόνο για αυτές τις λίγες μέρες που θα λείψω. Μετά απότομα θα προσγειωθώ με ένα γδούπο σε ένα βουνό λογαριασμών και υποχρεώσεων. Δεν με νοιάζει
Σχιζοφρένεια στη Σταδίου
Το κουρείο του Θεού
«Οι άντρες να μην αφήνουν μακριά μαλλιά εκτός και αν είναι ιερείς»(σ. σ Δεν υπάρχει άλλος δρόμος για τα μέταλα εκτός απ την Θεολογική σχολή)
Το σλόγκαν του αναρχικού
«Δεν έχει σημασία πως οπλίζει κανείς τις επιθυμίες του, αλλά πως στέκεται απέναντι στον αφοπλισμό της ίδιας του της ζωής» (σ. σ Εντάξει. Εγώ που προτιμώ το σοκαλατούχο γάλα απ τα όπλα, τι ακριβώς πρέπει να κάνω ;)
Ο Ιησούς ευλογεί τον Ο.Φ.Η (και το μυαλό στο μπλέντερ)
σχόλια