Χθες συνέβη κάτι μεγάλο στο Σύνταγμα. Δεν ξέρουμε πόσο σημαντικό είναι διότι δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε τι ακριβώς είναι, αλλά όλοι θεωρούμε ότι είναι σημαντικό. Η μόνη κοινή και διακηρυγμένη συνιστώσα ήταν η «αγανάκτηση». Το έλεγε και ο τίτλος της κινητοποίησης που ήταν μετάφραση των ισπανικών κινητοποιήσεων: στο Σύνταγμα, αλλά και σε άλλες πόλεις μαζεύτηκαν «οι αγανακτισμένοι». Φυσικά, υπάρχουν πολλοί λόγοι για να είναι κάποιος αγανακτισμένος αλλά υπάρχει ένα ερώτημα που έθεσε κάποιος στο twitter: «Σε ποια πλευρά της πλατείας μαζεύονται όσοι αγανακτούν επειδή δεν έχει αλλάξει τίποτα και σε ποια όσοι δεν θέλουν να αλλάξει τίποτα;»
Η διακηρυγμένη αγανάκτηση λοιπόν εκφράσθηκε, αλλά δεν προσδιορίστηκε. Δεν ξέρω αν μπορεί να προσδιοριστεί διότι είναι σίγουρο πως οι άνθρωποι που μαζεύτηκαν εκεί θα απέρριπταν κάθε προσδιορισμό. Πολλοί δε απ’ όσους έζησαν εκεί περηφανεύονται στα social media για την απουσία προσδιορισμού. «Η συγκέντρωση ήταν μεγάλη», λένε, «διότι δεν ήταν καπελωμένη από κόμματα και ΜΜΕ». «Καπέλωμα», όμως, μπορεί να θεωρηθεί και η νοηματοδότηση της εκδήλωσης. Αν βγει κάποιος σήμερα και πει ότι αυτό που έγινε είναι πρόδρομος της μεγάλης προλεταριακής επανάστασης, που έτσι κι αλλιώς θα γίνει, φυσικά θα χλευαστεί.
Φυσικά υπήρξαν συνθήματα κατά του μνημονίου, κατά της κυβέρνησης, αλλά αυτά δεν έγιναν μία φωνή. Ούτε καν ο Εθνικός Ύμνος, που κατά διαστήματα ακουγόταν από κάποιους, δεν έγινε μια φωνή. Μόνο κάποια «ου» και κάποια ρυθμικά χειροκροτήματα έκαναν αυτή την μάζωξη των ανθρώπων συλλογικότητα. Από την άλλη υπήρχε απέραντη ανοχή για κάθε σύνθημα· κανείς δεν προσπάθησε να «καπελώσει» τους άλλους απαγορεύοντας κάτι. Αλλά ακόμη και αυτή η απουσία της «οιονεί απαγόρευσης», η απουσία κυριαρχίας στην εκδήλωση, συνέτεινε στην σύγχυση. Τελικώς τι ήθελαν αυτοί οι 30.000 άνθρωποι που μαζεύτηκαν στο Σύνταγμα;
Τώρα σκεφθείτε να είστε από την άλλη πλευρά της γραμμής των ΜΑΤ. Στο κοινοβούλιο που κάποιοι μούτζωναν. Δουλειά σας είναι να εκπροσωπείτε αυτόν τον κόσμο.
Για να κάνετε καλά την δουλειά σας, για να αντιπροσωπεύσετε τον λαό, χρειάζεστε μια εντολή. Δεν μπορείτε να πάτε στην Ολομέλεια και να καταθέσετε σχέδιο νόμου για την περιστολή της αγανάκτησης. Ακόμη κι αν έχετε τις καλύτερες προθέσεις να εκπροσωπήσετε τον λαό, χρειάζεστε αίτημα. Χρειάζεστε νόημα. Δεν μπορεί να γίνει νόμος ένα φειγ-βολάν (που κυκλοφόρησε ευρέως και στο Σύνταγμα, αλλά και στα social media) με τίτλο «Θέλω αξιοπρέπεια-αλληλεγγύη». Αν, δηλαδή, κάποιος κατέβαζε ένα νομοσχέδιο με τίτλο «Η αποκατάσταση της αξιοπρέπειας-αλληλεγγύης των πολιτών και συναφείς διατάξεις», θα λέγαμε ότι αυτός ο τύπος μάς δουλεύει. Γιατί, όμως δεν μας κοροϊδεύουν οι διαδηλωτές που το ζητάνε; Επειδή είναι περισσότεροι ή επειδή είναι «φωνή λαού»;
Δεν ξέρω αν χάνω κάτι από αυτό το αποκαλούμενο «πολύχρωμο», «πολυδιάστατο», «πολύμορφο» κίνημα. Το γεγονός όμως ότι τόσοι πνευματικοί ταγοί χρησιμοποιούν τόσα πολλά επίθετα για να το περιγράψουν σημαίνει ότι δεν μπορούν να βρουν το ουσιαστικό. Μπορεί, βέβαια, να σημαίνει ότι δεν υπάρχει το ουσιαστικό. Μπορεί αυτό που έζησαν οι άνθρωποι που μαζεύτηκαν χθες στις πλατείες ήταν κάτι σαν το timeline του twitter ή σαν το NewsFeed του facebook. Πληροφορία, αιτήματα, τραγούδια, συνθήματα ατάκτως ερριμένα χωρίς συνδετικό ιστό. Χωρίς νόημα. Συναντάς ανθρώπους που υπό φυσιολογικές περιστάσεις δεν θα τους συναντούσες ποτέ (κάποιους από αυτούς πιθανότατα δεν θα ήθελες και να τους συναντήσεις), διαβάζεις ειδήσεις και σοφίες των 140 χαρακτήρων για θέματα που δεν σ' ενδιέφεραν ποτέ και στο τέλος καταλήγεις με μια απίστευτη σύγχυση κι ένα συμπέρασμα: ότι τίποτε δεν γίνεται, και τίποτε δεν μπορεί να γίνει.
Όλο αυτό που ζούμε, είτε στον εικονικό είτε στον πραγματικό χώρο, είναι υπαρκτός μεταμοντερνισμός. Δεν είναι απλώς η απουσία νοήματος, είναι η δοξολογία της απουσίας νοήματος. Στην καλύτερη περίπτωση είναι ποίηση που θέλει να περνιέται για φιλοσοφία: «τα όπλα έβαψαν την Γη με αίμα, δεν πρέπει να κάνουν το ίδιο οι αριθμοί» έγραφε το φείγ-βολάν που σας ανέφερα. Ούτε ο Πολ Βιρίλιο δεν θα μπορούσε να το πει καλύτερα.
Να με συγχωρείτε λοιπόν που εγώ παραμένω αμετανόητα νεωτερικός και να με συγχωρείτε διπλά που έρχομαι εδώ στο Πάντειο, στον ναό του μεταμοντερνισμού, για να μιλήσω για την αξία και την ανάγκη του νοήματος. Μ' αρέσει ποίηση αλλά ξέρω πως μ’ αυτή ούτε μπορώ να εξηγήσω, αλλά ούτε να αλλάξω τον κόσμο. Δεν ξέρω αν ακούγεται συντηρητικό και παρωχημένο αλλά χρειάζομαι το αίτημα. Χρειάζομαι την αξιολόγηση της πληροφορίας, χρειάζομαι μια διαχωριστική γραμμή μεταξύ ψεύδους και αλήθειας, άσχετα αν μερικές φορές το ψεύδος έχει τα ίδια αποτελέσματα με την αλήθεια. Θα ακούσατε βέβαια για τον αστικό μύθο περί του ισπανικού συνθήματος «Σσσς, κάντε ησυχία. κοιμούνται οι Έλληνες». Η ψεύτικη αυτή πληροφορία κινητοποίησε πολλούς να πάνε στις πλατείες και μάλιστα κάποια πανό έγραφαν «Ξυπνήσαμε». Μόνο, που όπως έλεγαν στον παλιό προνεωτερικό κόσμο το ψέμα έχει κοντά ποδάρια. Ωραία! Ξυπνήσαμε. Αλλά τι ζητήσαμε;
Μπορεί κάποιος να θεωρήσει ότι η θέση μου υπέρ της νεωτερικότητας δεν είναι άδολη. Ναι. Η ίδια η ίδια η δημοσιογραφία είναι νεωτερική δουλειά. Αν δεν υπήρχε η νεωτερικότητα δεν θα είχα δουλειά. Η διαφορά μου με άλλους συναδέλφους είναι ότι εγώ θέλω να επιμένω νεωτερικά. Δεν επιδιώκω το αλάνθαστο των απόψεών μου αλλά θέλω τα άρθρα μου να διαφέρουν από το newsfeed του Facebook. Μπορεί να κάνω λάθος για κάποια πράγματα που λέω, αλλά θέλω το λάθος να είναι καθαρό λάθος. Χωρίς πολλές τσιριμόνιες ή ναι μεν αλλά. Δυστυχώς, όσοι ακόμη παρακολουθείτε τον Τύπο θα διαπιστώσετε ότι όσο περνάει ο καιρός τόσο περισσότερο προσπαθεί να μεταμνοντερνιστεί. Αυτό μπορεί να θεωρηθεί μια φυσιολογική αντίδραση προσαρμογής στο νέο τοπίο που οι νέες τεχνολογίες διαμορφώνουν. Αλλά είναι η λάθος αντίδραση.
Εισήγηση στο συνέδριο «Η Κρίση του Τύπου. Η Δύσκολη Μετάβαση στη Νέα Ψηφιακή Εποχή», Πάντειο Πανεπιστήμιο Αθήνα 26.5.2011
σχόλια