[via]
Συνάντησα τις προάλλες στη Βρυξέλλα, πρωτεύουσα της Ευρώπης Νο 4 (υπάρχουν επίσης τυπικά το Στρασβούργο και το Λουξεμβούργο, αλλά ιδίως η παραπλεύρως Βερολίνη με τα εκφραστικά της), γνωστό μου άτομο που επιζεί κεντροευρωπαϊκώς. «Τι γίνεται;», ρωτάω ρητορικά. «Εσείς κρίση δεν έχετε;».
«Εχουμε και παραέχουμε», απαντά, «αν και το παλεύουμε. Σκληρά. Πρώτον, σας στείλαμε τον Ρομπάι. Αυτόν που γράφει χαϊκού. Ωσπου να συμφωνήσουνε ο Μπερλουσκόνης και ο Σαρκοζής αν θα τους βάζουνε πατουνάκια στα σκαρπίνια ή αν θα συνεχίσουν να ανασηκώνονται στα νύχια στις οικογενειακές ευρωπαϊκές φωτογραφίες, ο Ρομπάι κυβερνάει με ποιητική άδεια».
«Με τον Ρομπάι σάς έφυγε η κρίση;», επιμένω.
«Μιλάμε για κρίση, κύριε Πετεφρή», μου απαντά το άτομο. «Φροντίσαμε και δεν έχουμε πάνω από ένα χρόνο κυβέρνηση. Ετσι, ό,τι απομείνει δεν έχει πολιτική άποψη και κυβερνιόμαστε όπως μπορούμε. Δηλαδή, τσάτρα πάτρα».
«Μα εμείς έχουμε φιλοσοφία», επιμένω. «Και πάλι νομίζω ότι τρύπησε το κεφάλι μας και μπάζει αέρα».
«Αν μπάζατε αέρα, θα ήταν καλά», μου λέει το στέλεχος. «Αλλά απορροφάτε τη χειρότερη ποιότητά του, δηλαδή τον αέρα τον κοπανιστό». Με είδε πειραγμένο και φάνηκε πως του άρεσε. «Χάθηκαν πολλές δουλειές. Βέβαια. Και πολλές ευκαιρίες. Ανέβηκαν τιμές, αλλά εδώ δεν κρύβουμε τη φτωχολογιά μας. Και το σπουδαιότερο, όταν μας δίνουν ρέστα δύο λεπτά του ευρώ, τα παίρνουμε».
«Δηλαδή», επιμένω, «δεν ανεβάσατε το ΦΠΑ και όλα τα σαλτανατικά που μας έχετε φορέσει στο Νότο;».
«Το μόνο σοβαρό και άμεσο μέτρο που πήραμε είναι πως οι εταιρίες, πολλές εταιρίες, με προβλήματα, έδωσαν αυτοκίνητα στους υπαλλήλους. Εταιρικά αυτοκίνητα. Πολλά. Και τους μείωσαν το μισθό. Επειδή τα αμάξια είναι της εταιρίας. Η οποία τα δικαιολογεί ως έξοδα. Αποτέλεσμα: και να πέσαν οι δουλειές, δεν έπεσε η γενική διάθεση για καμιά μπιρίτσα παραπάνω. Η κατανάλωση μειώθηκε οριακά, αλλά καμιά σχέση με τα δικά σας κλειστά μαγαζιά. Ασε που έχουμε αρκετές χιλιάδες κατευχαριστημένους βολταδόρους στους δρόμους μας, που κρασάρουν τα στερεοφωνικά τους από τη γαλλική χιπ χοπ».
Εφριξα. «Γαλλική χιπ χοπ; Δηλαδή ώς πού θα φτάσετε; Θα μελοποιήσετε στίχους για την πλατεία Ταχρίρ;».
«Αφού δεν άκουσες φλαμανδική γκάνγκστα, είσαι ακόμη καυστικός», μονολογεί το άτομο.
«Πάντως οι μετανάστες σας είναι τετράπαχοι», σχολιάζω.
«Εμ, εσείς έχετε ακόμη στερεότυπα με λιθογραφίες, όπου οι κάτοικοι της Σεναγάλης και του Κονγκό είναι σαν καλάμια από τη βρώση χαρουπιών. Τώρα που οι Βέλγοι το έριξαν στα υγιεινά και στα πράσινα και στα σολάρια και στα τροχάδην, τα κότσια και τα βοδινά και τα τυριά τα βουτυράτα διατίθενται στους μετανάστες», μου απαντά. «Κάνε μια βόλτα σε ένα σούπερ μάρκετ και θα δεις πως είμαστε πιο φτηνοί από εσάς».
Η συνταγή της Βρυξέλλας, μιας χώρας χωρίς υποτιθέμενη κρίση, βαθέως με εντυπωσίασε. Φεύγοντας, είδα ένα μιλίτια να γράφει ένα αμάξι που εμπόδιζε ένα ιδιωτικό γκαράζ, και δε βγήκε κανένας να δηλώσει: «Φιλάρα, ένα λεπτό θα κάνω και έρχομαι», έστω στα φλαμανδικά.
σχόλια