The Island of Death του Νίκου Μαστοράκη, 1977, Ελλάδα, 108’
Εξηγούμαι για να μην παρεξηγούμαι: όταν πλακώνουν μέσα σε ένα εξάμηνο απανωτές εργασίες, όχι χρόνο για να γράψεις για ταινίες που σε ιντριγκάρουν δεν έχεις, αλλά η συνήθεια της βραδινής ταινίας περιορίζεται στο ένα δεκάλεπτο, άντε ένα τέταρτο πριν τα βλέφαρα αρχίσουν να κλείνουν. Και όταν τα μαθήματα λαμβάνουν χώρα περί την πρωία… κατευθείαν βγάλσιμο γυαλιών και νάνι για να είναι φράπα το μάγουλο την επόμενη.
Εξηγούμαι για να μην παρεξηγούμαι 2: τα όσα γνωστά για τον κύριο Μαστοράκη δεν αφορούν ούτε στο ελάχιστο το συγκεκριμένο άρθρο.
Επιστρέφω λοιπόν για να αναφερθώ για πρώτη φορά σε ένα εγχώριο δημιούργημα που δεν μπόρεσε να μην μου κάνει ιδιαίτερη εντύπωση, και τρόπον τινά να με συγκινήσει, ακόμα και αν οι δακρύβρεχτες σκηνές δεν ήταν κομμάτι της mise en scene του.
Γύρω στο 1976 με 77 ο Νίκος Μαστοράκης αποφάσισε να αφήσει τις παρακολουθούμενες από το φακό της κάμερας φάρσες σε ανύποπτους περαστικούς και να δημιουργήσει ένα φιλμικό εφιάλτη που αν ζούσε στην εποχή του Ροΐδη, το ταξίδι προς τον αφορισμό του θα κοστιζε λίγο, καθότι θα ήταν μικρό και μονόδρομο.
Με φόντο την πάντα κοσμική Μύκονο, ο Μαστοράκης πλέκει ένα σενάριο αντάξιο των λοιπών σκηνοθετών της Ευρώπης που ορισμένοι κακοήθεις επιμένουν να ονομάζουν Eurotrash. Ένα φαινομενικά αθώο ζευγάρι Άγγλων επισκέπτεται τη Μύκονο για να χαρεί τον έρωτά του. Και φαινομενικά επειδή λίγο αργότερα θα μάθουμε πως έφυγε από τη γενέτειρά του όντας καταζητούμενο για ειδεχθείς φόνους (άτσα και ο Σόμπολος!). Παρά την όποια καταδικαστέα ανωμαλία λαμβάνει χώρα κατά τη διάρκεια των σαρκικών συνευρέσεών του, καταλαβαίνουμε προς μεγάλη μας έκπληξη πως ο άντρας είναι φανατικός χριστιανός, αν και με τον πλέον ανορθόδοξο/άρρωστο τρόπο, σε σημείο που δε θα διστάσει να εξολοθρεύσει τον οποιοδήποτε θεωρεί πως δεν ακολουθεί το δρόμο του Κυρίου. Τα υπόλοιπα επί της οθόνης.
Όπως καταλαβαίνουμε, σεξ και βία είναι τα δύο κύρια συστατικά του ιδιώματος που τη δεκαετία του 70 άρχισε να ανθίζει σε μεγάλο βαθμό. Του splatter. Και εδώ ο όρος αυτός ισχύει σε απίστευτα μεγάλο βαθμό. Η απεικόνιση μιας πλευράς της Μυκόνου, όχι τόσο κοσμικής όσο χαρακτηριολογικά λούμπεν, με τα ναρκωτικά, τις νυμφομανείς πλούσιες γυναίκες, τους δυνάμει βιαστές χίπηδες και ορισμένους αναίσχυντους ομοφυλόφιλους (για τα δεδομένα του πρωταγωνιστή) να δίνουν και να παίρνουν, δίνουν ένα κατάλληλο πάτημα στον πρωταγωνιστή να γίνει το χέρι του Θεού και να εξαπολύσει την οργή του με τους πλέον ευρηματικούς και αιματηρούς τρόπους, ενώ η σύντροφός του θα τον φωτογραφίζει (οι ρόλοι συχνά-πυκνά αλλάζουν).
Με πολύ μικρό budget στη πλάτη του, ο Μαστοράκης κατάφερε να δημιουργήσει ένα μικρό διαμάντι που έλαμπε κατά της σεμνοτυφίας και το οποίο η Αγγλία κατέταξε στα Video Nasties, απαγορεύοντάς το από οποιασδήποτε μορφή προβολής, μέχρι έστω πριν από λίγο καιρό. Όσο ακραίο και να είναι θεματολογικά, δεν του στερεί σε καμία περίπτωση τις καλλιτεχνικές του πινελιές που θα μπορούσαν να το εξυψώσουν αν δε γινόταν κατά την περίοδο της Μεταπολίτευσης, αλλά σε μια εποχή μακράν πιο προοδευτική (ναι, ούτε σήμερα πιστεύω ότι θα καρποφορούσε). Τα συνεχώς εναλλασσόμενα πλάνα του, ο (κατά κόρον) φυσικός φωτισμός, τα λίτρα ψεύτικου αίματος και οι μέτριες ερμηνείες των ηθοποιών, συνεισφέρουν δίνοντας μια αθωότητα στο όλο εγχείρημα, όσο θεματολογικά αισχρό και αν αυτό παραμένει. Αυτή η παράμετρος, άλλωστε, δεν είναι που συμβάλλει στο να δημιουργηθούν μερικά από τα μεγαλύτερα αριστουργήματα σε όλες τις διακλαδώσεις της Τέχνης?
Δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να ξεχάσω να αναφερθώ στις φωνές της Μίλλη και του Δάκη που ντύνουν με τα κομμάτια «Can you call it Love?» και «Do you Love me?» την κοκκινισμένη Μύκονο, εντείνοντας την απεικονιζόμενη νοσηρότητα με τις αγνές φωνές τους.
Για ελληνική έκδοση για μια ακόμα φορά δε μπορούμε να μιλήσουμε. Ως αποζημίωση όμως, λαμβάνουμε υπόψιν την πρόσφατη και πλήρως αλογόκριτη επανέκδοσή της από την Arrow Films, με commentary από τον ίδιο τον δημιουργό.
σχόλια