Peter Pan
Συμβάντα, όπως η αρρώστια του φίλου μου, αποκαλύπτουν τον πραγματικό μας χαρακτήρα. Κάποιοι που δεν περιμένεις θέλουν να βοηθήσουν, άλλοι φεύγουν τρέχοντας και δεν παίρνουν ούτε τηλέφωνο τους φίλους του ασθενή λες και ο καρκίνος είναι μια κολλητική ασθένεια που μεταδίδεται μέσω της τηλεφωνικής ομιλίας με τους ανθρώπους που είναι κοντά στον άρρωστο, άλλοι είναι τόσο κυνικοί ή δεν ξέρουν τι να πουν ή απλά θέλουν να του δώσουν κουράγιο και του υπενθυμίζουν τις υποχρεώσεις του στην δουλειά («Πότε θα γυρίσεις στην δουλειά; Μας έχεις «χώσει», χαχαχαχα»).
Υπάρχεις και εσύ. Μπορεί να είσαι ώρες στο νοσοκομείο δίπλα του, να τρέχεις με τους υπόλοιπους της παρέας για τις εξωτερικές δουλειές του που πρέπει να γίνουν (τράπεζες, ΟΤΕ, ασφαλιστικά ταμεία, κ.τ.λ), μπορεί να τον σκέφτεσαι συνέχεια, όμως υπάρχουν και ώρες που η καθημερινότητα σου θα πρέπει να συνεχιστεί κανονικά. Είσαι ένα ζώο που θέλει να επιβιώσει, να φάει, να πλυθεί, και να καθαρίσει την φωλιά του. Είσαι ένας καλοπερασάκιας που βάζει το Lifotape να παίζει και το ακούει σαν να μην συμβαίνει τίποτα. Αισθάνεσαι ενοχές όταν ρουφάς το φραπέ στο μπαλκόνι σου ένα ζεστό μεσημέρι την ώρα που κάποιος άλλος μπορεί να ιδρώνει στον ύπνο του βλέποντας εφιαλτικά όνειρα, όταν συνεχίζεις να φτιάχνεις λίστες μέσα στο μυαλό σου, όταν τσεκάρεις τις φωτογραφίες από το Glastonbury στο NME, όταν αθετείς την υπόσχεση σου μέσα σε λίγα εικοσιτετράωρα να μην ξαναγράψεις για το θέμα, γιατί είναι μια καλή εκτόνωση την ώρα που το κάνεις. Όσο και να σε ωριμάζει μια εμπειρία, όσο και να βάζεις τον εαυτό σου λόγω της σοβαρότητας της κατάστασης σε δεύτερη μοίρα, ένα μικρό διαβολάκι φωνάζει μέσα σου: «Δεν είναι πιο ωραία στην χώρα σου Peter Pan;»
Cancer VS Broke up. Σημειώσατε Χ
Όταν μπαίνω στο δωμάτιο, έχει μόλις μπει η Ν μια γνωστή του Δ. Όσες φορές την έχω συναντήσει, μου έδινε την εικόνα της γυναίκας που θα τσέκαρε τον εαυτό της πάνω από τρεις φορές στον καθρέφτη, πριν βγει απ το σπίτι. Αυτό το απόγευμα φαίνεται ατημέλητη, με τα μαλλιά της πιασμένα σε μια κοτσίδα και το πρόσωπο της χωρίς ίχνος μακιγιάζ, με τους σβησμένους κρατήρες του εφηβικού της ηφαιστείου, να έχουν βγει στην επιφάνεια.
«Τι ήταν αυτό που σου έτυχε; Περαστικά» του λέει και τον κοιτάζει κατάματα.
«Είμαι μια εβδομάδα εδώ, έχω ξεκινήσει την θεραπεία και όλα είναι ok» της λέει. Έχει τέτοια ένταση που νομίζουμε ότι θα ξεσπάσει σε κλάματα, κάτι που δεν θα ήθελε ο Δ.
«Δεν μπορείς να φανταστείς, τι έπαθα και εγώ. Χώρισα, μετά από 7 χρόνια με τον Τ. Και ξέρεις πως; Απ το τηλέφωνο»
Ο Δ κάνει μια κίνηση που δηλώνει έκπληξη, κουνώντας το χέρι που έχει τον όρο. Ζητάει λεπτομέρειες. Ο πρώην είναι φαντάρος σε ένα νησί, τους τελευταίους μήνες είναι με μια «ξένη». Παρατηρώ τον Δ που προσπαθεί να κρύψει ένα γέλιο, καθώς η Ν βρίζει όλες τις γυναίκες της Σκανδιναβίας, αν και δεν είναι σίγουρη ότι είναι από εκεί («Το ένστικτο της κερατωμένης αυτό μου λέει»). Οι άλλοι δυο που είμαστε στο δωμάτιο την ακούμε αμίλητοι.Όταν κάποια στιγμή μένουμε οι δυο μας στο μπαλκόνι η Ν μου λέει «Μακάρι να πάνε όλα καλά». Μετά από λίγα λεπτά με ρωτάει αν είχα γνωρίσει τον Τ και αν περίμενα να της κάνει κάτι τέτοιο. Τον Τ τον είχα γνωρίσει μια φορά πριν χρόνια σε ένα αποκριάτικο πάρτι στην ντίσκο boom boom. Ήταν ντυμένος πειρατής.«Τι να σου πω μια φορά τον είχα συναντήσει» της λέω καθώς εκείνη κοιτάει το κενό και ετοιμάζεται να ανάψει τσιγάρο.Κάπου στο βάθος βλέπουμε και οι δύο την φλόγα που έχει ανάψει στο Καλλιμάρμαρο. «Φαίνεται ο άνθρωπος απ την πρώτη φορά» λέει ρουφώντας τον καπνό της.
Το βράδυ παίρνουμε μαζί το μετρό. «Απ την μέρα που χώρισα κλαίω στο μετρό χωρίς λόγο, δεν μπορώ να το ελέγξω» συνεχίζει απτόητη, ανάμεσα σε αγανακτισμένους που κυκλοφορούν με μάσκες, βουρκωμένα μάτια, άσπρες κρέμες στο πρόσωπο και τρομοκρατημένους υπαλλήλους που επιστρέφουν απ την απογευματινή τους δουλειά στο κέντρο. Σκέφτομαι τον φίλο μου και όλοι μου φαίνονται τόσο υγιείς και τυχεροί, μέσα στο μπάχαλο που επικρατεί.
σχόλια