Πριν τη σύντομη παρένθεσή μου (για να σου περιγράψω το φετεινό gay pride της Πόλης και τις αλλαγές στην τουρκική κοινωνία που επισφραγίζει) σου ιστορούσα τις περιπέτειες της άφιξής μου εδώ το 2003. Πρώτο πρόβλημα που έπρεπε να λυθεί, όπως σου έλεγα, ήταν αυτό της στέγης. Το να βρεις να νοικιάσεις σπίτι σε μια συμπαθητική γειτονιά στο κέντρο μιας μεγαλπούπολης 17 εκατομμυρίων είναι το πρώτο μεγάλο εμπόδιο οποιουδήποτε αποφασίσει να εγκατασταθεί εδώ. Την Οδύσσεια αναζήτησης στέγης την ξανάζησα πολλές φορές, όταν φίλοι και γνωστοί έφτασαν αποφασισμένοι να εγκατασταθούν.
Τότε, η καλύτερη προσωρινή λύση, μέχρι να μάθω κάπως τη γλώσσα και τα μυστικά της αγοράς ακινήτων, ήταν να νοικιάσω δωμάτιο σε φθηνό ξενοδοχείο. Τι ζητούσα λοιπόν; Ένα φθηνό πλην καθαρό δωμάτιο να νοικιάσω με το μήνα. Αλλά πού. Το δωμάτιο που έκλεισα εξ αποστάσεως αποδείχτηκε τρώγλη και η αναζήτηση άλλου στα στενά του Πέρα (τα φθηνά ξενοδοχεία των οποίων δεν εξυπηρετούν τουρίστες αλλά μικρεμπόρους της επαρχίας) με έφερε σε δωμάτια βρώμικα, μέσα σε κτίρια που κατέρρεαν και μύριζαν άσχημα. Περιπλανήθηκα πολύ και δεν μπορούσα να ξεπεράσω το σοκ μου: πώς συμβιβάζεται η άθλια κατάσταση αυτών των τρυπών, τα δωμάτια χωρίς μπάνιο και τα βρώμικα σεντόνια, με την καθαριότητα των σπιτιών των Τούρκων; Πώς είναι δυνατόν άνθρωποι μεγαλωμένοι σε τουρκικά σπίτια, που παρά το άθλιο γούστο της διακόσμησής τους λάμπουν, να μένουν μες στη βρώμικη αυτή βαρβαρότητα, που μόνο έλλειψη πολιτισμού δείχνει;
Χρειάστηκε να τριγυρίσω ένα ολόκληρο απόγευμα και το επόμενο πρωί. Αλλά είχα τύχη. Έπεσα πάνω στο Hotel Flash, και παρά την αποστροφή που μου προκαλούσε το όνομα (που σημαίνει στα αγγλικά καζανάκι) με κέρδισε γρήγορα η καθαριότητα. Τα πατώματα γυάλιζαν και θα μπορούσες να τα γλείψεις άφοβα. Στα δωμάτια δε – ω τι θαύμα – υπήρχε μπάνιο απαστράπτον και καζανάκι που έτρεχε. Oh yes, τιμούσε το flash το όνομά του. Και μην το γελάς καθόλου, γιατί το να βρεις καζανάκι να λειτουργεί σωστά στην Πόλη είναι μεγάλο πράγμα. Μια δε θα τρέχει αρκετό νερό, μια θα τρέχει συνεχώς, μια θα είναι ολωσδιόλου χαλασμένο. Αμέτρητες οι φορές που έχω φωνάξει τον υδραυλικό λόγω «ζητημάτων καζανακίου».
Το ξενοδοχείο το είχε ένας μεσήλικος μπάρμπας από την επαρχία που έμοιαζε με χασάπη – τώρα ζώων, ανθρώπων, θα σε γελάσω, κάτι τις το φοβιστικό το είχε να πεις. Στη ρεσεψιόν εργάζονταν με βάρδιες δύο νέα παιδιά, Κούρδοι και οι δύο, που μιλούσαν κάτι αγγλικούλια φτωχικά και παραμορφωμένα – ίσα να συνεννοηθείς. Κατόρθωσα να νοικιάσω το δωμάτιο για τριακόσια δολλάρια το μήνα και αισθάνθηκα ένα μεγάλο βάρος να φεύγει από πάνω μου. Μετά τις τρύπες που είχα συναντήσει εδώ κι εκεί, ακόμη και τα κιτς ροζ-φούξια σεντόνια, τα ροζ χαλιά και τα πορτοκαλί κουρτινάκια του μου φαίνονταν παράδεισος.
Το Flash είχε και άλλα προτερήματα. Βρισκόταν πάνω στο Ταρλάμπασι Μπουλβάρ, από την πλευρά του Πέραν. Το Μπουλβάρ χωρίζει το Πέραν από το Ταρλάμπασι, σήμερα το πιο διαβόητο γκέττο της Πόλης. Με το που έπεφτε το σκοτάδι, η απέναντι πλευρά της λεωφόρου γέμιζε με τραβεστί και πόρνες και τις πληβείες μυστακιοφόρες φάτσες της πελατείας τους, με αγροίκους μαχαιροβγάλτες, με μικρέμπορους ναρκωτικών και άλλες μορφές του υποκόσμου. Πολύτιμη ευκαιρία κοινωνιολογικής παρατήρησης. Στην πλευρά της λεωφόρου προς το Πέραν, γύρω από το ξενοδοχείο, αφθονούσαν ακόμη τότε τα «παβιόν» : τριτοκοσμικά κέντρα με θρηνητική ανατολίτικη μουσική, κονσοματρίς που έμοιαζαν με πορνοστάρ σε ουζμπέκικο πορνό δευτέρας διαλογής και μια πελατεία από μαυροντυμένους μουστακαλήδες, κάτι σε πιο άπλυτη και πιο καφρεία βερσιόν (αν γίνεται) του γνωστού αοιδού και μαφιόζου Ιμπραχίμ Τατλισές. Ο πιο αξιοπρεπής έμοιαζε να έχει σκοτώσει μόνο δυο-τρεις και να έχει βγει από τη στενή χάριν αμνηστείας. Κάθε βράδυ έπεφτα για ύπνο με συνοδεία τους θρήνους των türkü, της τουρκικής βερσιόν του βαρέως λαϊκού. Χάλι ηχητικό, βέβαια, αλλά cult.
Το ξενοδοχείο είχε και μια ταράτσα απ’ όπου φαινόταν όλο το Ταρλάμπασι να κατηφορίζει, και ο λόφος των τσιμεντοποιημένων Ταταούλων απέναντι. Στην ταράτσα κοιμούνταν, υπό συνθήκες καθόλου ιδανικές, όσοι από το ανδρικό προσωπικό κατάγονταν από την επαρχία και δεν είχαν σπίτι στην Πόλη. Εκεί άπλωνα και τα ρούχα μου, που έπλενα σε μία μπλε πλαστική λεκάνη στο μπάνιο του δωματίου μου.
Το βασικό μου βέβαια πρόβλημα, αφότου άνοιξα λογαριασμό στην τράπεζα (τότε δε χρειαζόσουν ακόμη άδεια παραμονής για να τον ανοίξεις) παρέμενε η συνεννόηση. Τα τουρκικά δεν είναι ισπανικά, γλώσσα εύκολη που μπορείς να τη μάθεις κουτσά στραβά από δω κι από κει, και οι περισσότερες λέξεις της καθημερινότητας δεν έχουν καμμία σχέση με τις λατινικές γλώσσες που ήξερα. Άντε να εξηγήσεις στον ξενοδόχο ότι η ροή του ντους ήταν πολύ αδύνατη, ή ότι η κλειδαριά είχε πρόβλημα. Τα πάντα έκαναν τουλάχιστον μια μέρα να επισκευαστούν.
Εκείνο όμως που με εκνεύρισε περισσότερο από όλα ήταν το ζήτημα κρεμάστρες. Άνοιξα, όταν ήρθε η ώρα η καλή, την μνημειώδη βαλίτσα και στη συνέχεια την ντουλάπα, έμεινα σα στήλη άλατος. Κρεμάστρα ούτε για δείγμα. Φώναξα τον ξενοδόχο, του έδειξα την ντουλάπα, του έκανα νοήματα – κρεμάστρες δεν έχει. Ταμάμ, μου έκανε, θα σας φέρω. Περνά μία μέρα, τίποτα. Κατέληξαν τα ρούχα μου στα συρτάρια. Ντουλάπα, κάνω στον ρεσεψιονίστ, ταμάμ, μου λέει, θα το φροντίσω. Περνάνε άλλες δύο μέρες, ακόμα να φανούν οι περίφημες κρεμάστρες. Αποφάσισα να αυτενεργήσω. Μπήκα σε ένα δωμάτιο που καθαριζόταν και το είχαν αφήσει ανοικτό και μάζεψα δυο τρεις. Τι να κάνεις όμως με τρεις κρεμάστρες;
Αφού πέρασαν άλλες δυο μέρες, έβγαλα το συμπέρασμα ότι ή με δουλεύουν ή αδιαφορούν για το μείζον ζήτημα της κρεμάστρας. Φρόντισα να ρωτήσω κάτι Τούρκους φίλους πώς λέγεται η κρεμάστρα στα τουρκικά και κατέβηκα ένα πρωί στη ρεσεψιόν ιδιαίτερα εκνευρισμένος. «Θέλω έρωτες στο δωμάτιό μου τώρα αμέσως» είπα στον ιδιοκτήτη και τον ένα ρεσεψιονίστ, που έτυχε να είναι παρόντες. «Παρακαλώ;» μου είπε ο ιδιοκτήτης σαστισμένος, ενώ ο ρεσεψιονίστ που προσπαθούσε να συνεννοηθεί με μια έμπορο από την Κένυα έμεινε σα στήλη άλατος. «Μα δεν καταλαβαίνετε τι λέω; Σας λέω, θέλω έρωτες στο δωμάτιό μου ΤΩΡΑ!» «Νομίζω πως έχει γίνει κάποια παρεξήγηση» μου είπε ψυχρά ο ξενοδόχος, και ένα τσούρμο από γυναίκες κουκουλωμένες σε τσαντόρ, σα χοντρά σακιά πατάτες, που κάθονταν και έπιναν τσάι στο σαλόνι της εισόδου εξαφανίστηκαν πανικόβλητες στους επάνω ορόφους. «Θέλω έρωτες τώρα στην ντουλάπα μου!» είπα, πιο δυνατά αυτή τη φορά, με την Κενυάτισσα να κοιτά με μεγάλη απορία τον ξενοδόχο που είχε κοκκινίσει και διαμαρτυρόταν σε έξαλλη κατάσταση, «είμαστε ένα οικονομικό αλλά ΤΙΜΙΟ ξενοδοχείο. Σε μας αυτά δεν γίνονται. Και γιατί ειδικά θέλετε να κάνετε έρωτα μέσα στην ντουλάπα σας, αυτό δεν μπορώ να καταλάβω». «Για να κρεμάσω τα ρούχα μου!!!»
Askılar οι κρεμάστρες, aşklar οι έρωτες, έπρεπε να το έχουν φανταστεί, αλλά όταν δεν μιλάς καμμία ξένη γλώσσα και μέσα στη ζέστη δε σε βοηθά και το ακατοίκητο... Με τα πολλά ο ρεσεψιονίστας κατάλαβε και σώθηκε η τιμή του ξενοδοχείου, όχι όμως και εντελώς η δική μου, καθώς μία μεσήλικη πελάτης που μόλις είχε καταφθάσει και αυτή και έμελλε να νοικιάσει το διπλανό δωμάτιο μπήκε σε ιδέες για μένα και την ντουλάπα μου. Μετά την απείρου κάλλους σκηνή και κρεμάστρες μου έδωσαν αμέσως και την απόφαση να επισπεύσω την εκμάθυνση της τουρκικής πήρα, γιατί ποτέ δεν ξέρεις πόσο χειρότερη μπορεί να γίνει μία γλωσσική παρεξήγηση.
Πώς όμως μαθαίνεις μία γλώσσα όταν δεν έχεις ούτε χρήμα ούτε χρόνο για μαθήματα; Όταν δεν έχεις ιδέα σε τι θα την χρησιμοποιήσεις, ή πόσο θα μείνεις στη χώρα που την μιλούν; Στην εκμάθηση της τουρκικής, λοιπόν, θα έβρισκα ανέλπιστη αρωγή από την πιο αναπάντεχη ομάδα: τους αναρχικούς της Πόλης. Για το Τούνελ του 2003 και τους αναρχικούς της Πόλης που σύχναζαν τότε στη συνοικία πρέπει να σου μιλήσω εκτενώς...
σχόλια