§γΤηγάνι η Πόλη. Βράζουν οι δρόμοι, βράζουν οι πλατείες, βράζουν οι τοίχοι και δεν μπορείς στιγμή να σταθείς κάτω από τον ήλιο. Μέρες τώρα αυτή η κατάσταση. Ζέστη πνιγηρή όλο το δεύτερο μισό του Ιουλίου, που συνεχίζει στις αρχές του Αυγούστου. Και υγρασία. Κολλάνε τα ρούχα σου πάνω σου, κόβεται η αναπνοή σου. Εύχεσαι κάθε στιγμή να βρισκόσουν στο ντους, να σε περιέλουζαν τα κρύα τα νερά. Αλλά πού...
Νομίζω λοιπόν πως οκτώ χρόνια που βρίσκομαι στην Πόλη, τέτοιο ζεματιστό και υγρό καλοκαίρι άλλο δεν περάσαμε. Μόνο εκείνο του 2003, όταν είχα πρωτοέρθει. Ήρθε λοιπόν τώρα και η ζέστη, αυτή η ύπουλη και υγρή ζέστη, να προστεθεί στη γενικότερη τάση νοσταλγίας που με έχει πλήξει και να σου η μνήμη που όλο και γυρίζει πίσω στο τότε, στον Ιούλιο του 2003 και τις πρώτες μου μέρες εδώ. Τώρα τι πταίει για το άνευ προηγουμένου αυτή επέλαση της νοσταλγίας δεν το γνωρίζω. Πολλοί μου λένε πως κλείνει, λέει, ένας κύκλος της ζωής μου και πως μάλλον με βλέπουν να φεύγω από την Πόλη. Άλλοι μου λένε το κοντό τους, άλλοι το μακρύ τους.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η νοσταλγία νοσταλγία, και όλο συλλαμβάνω το μυαλό μου να γυρνά στη ζέστη του δωματίου του Flash Hotel εκείνο τον θερμό – τροπικό – Ιούλιο. Άνοιγα ο κακομοίρης το παράθυρο το βράδυ να κοιμηθώ, φύλλο φυσικά δεν κουνιόταν. Με το που έπεφτα στο κρεβάτι με έλουζε ο ιδρώτας. Αντί για δροσιά, από το παράθυρο εισέβαλλε η κακοφωνία από τα γύρω παβιόν, μελωδίες θρηνητικές και κακόηχες, και τα κορναρίσματα των αυτοκινήτων στο μπουλβάρ του Ταρλάμπασι. Αλλά σιγά τα αυγά. Βρισκόμουν στην Πόλη και δε με πολυένιαζαν αυτά τότε.
Εκτός από τη ζέστη, από τις μέρες εκείνες μου χουν μείνει ανεξίτηλα χαραγμένα τα σουξέ της εποχής. Μιλάμε για δημιουργίες, όχι παίξε γέλασε, αλήστου μνήμης και εκπάγλου αισθητικής, εξ ου και δεν μπορεί το έρμο το μυαλό μου να τις διαγράψει. Πρέπει δε να σου πω πως επικρατούσε τότε ακόμη στην Πόλη η μόδα να παίζεται το ίδιο τραγούδι – top στα τουρκικά charts – συνεχώς (ναι, ΣΥΝΕΧΩΣ) από το πρωί ως τα μεσάνυχτα από αναρίθμητα καταστήματα της Ιστικλάλ και των μεγάλων δρόμων του Πέραν. Και ναι μεν εσύ, ήξερες δεν ήξερες λίγα τουρκικά, είχες μάθει το ρεφρέν των δύο τριών hits απ’ έξω πριν το καλοκαταλάβεις. Αλλά έμενες με την απορία, οι εργαζόμενοι στα καταστήματα, δεν πάθαιναν ψυχικό τραλαλά ακούγοντας το ίδιο τραγούδι 24-7 (σχεδόν δηλαδή); Και με τη δεύτερη απορία, πώς διάλεγε το κάθε κατάστημα ποιό σουξέ να παίξει ολημερίς; Σύμβαση είχε με τον καλλιτέχνη;
Εν πάσει περιπτώσει, το ζεστό και υγρό καλοκαίρι του 2003, έδινε και έπαιρνε κατ’ αρχάς το Dudu του Τάρκαν (ναι, μάλλον προφέρεται Τάρκαν και όχι Ταρκάν, συγγνώμη αν αυτό σε πληγώνει, αν και η τουρκική, πρέπει να σου πω, δε διακρίνεται για την τονικότητά της). Ιδού λοιπόν και το άσμα, http://www.youtube.com/watch?v=VJw-JZh8BpQ, που τότε ακουγόταν απ’ άκρη σ’άκρη της Πόλης. Τότε ακόμη ο Τάρκαν βρισκόταν στις δόξες του, αλλά μετά ακολούθησε το χρυσό μου μια μάλλον σταθερή βουτιά. Θες ο ανταγωνισμός, θες το καλάμι που καβάλησε (και που ξέρεις τι γίνεται όπως είπε και η δικιά μας η Άντζελα που λέει όλα τα κουλά αλλά σ’ αυτό είχε δίκιο μέγα), θες η κόκα που λένε οι κακιές γλώσσες (αλλά κι αυτές έχουνε πάντα δίκιο οι ρημάδες), βρίσκεται σήμερα το παιδί σε κατήφορο.
Αλλά το άλλο, το άλλο σουξεδάκι ήταν όλα τα λεφτά. Κατ’ αρχήν ο τίτλος. Με τέτοιο τίτλο, σου διεγείρει (σίγουρα όχι εμένα, αλλά σε εκατομμύρια άλλους) την όρεξη. Και αυτός ήτο Kokoreç, sensiz olmaz! (Kοκορέτσι, χωρίς εσένα δε γίνεται!) Δεύτερον, το άσμα αυτό δεν ήταν ένα συνηθισμένο σουξεδάκι από το πουθενά. Είχε κοινωνικο-ιστορικό πλαίσιο, που μας έλεγαν στο σχολείο για τα λογοτεχνήματα, και μάλιστα με πολιτικές και διεθνείς προεκτάσεις. Διότι, τω καιρώ εκείνω, η ΕΕ είχε εκδόσει οδηγία προς απαγόρευση, για λόγους υγειονομικούς, διαφόρων αηδιαστικών εδεσμάτων όπως το κοκορέτσι, ο πατσάς κλπ. Και μεγάλο πένθος έπεσε στην Τουρκία, που τότε ακόμη πίστευε ακραδάντως και αδιασείστως πως οσονούπω (γκουχ γκουχ) θα βίωνε και αυτή την ευρωπαϊκή της ολοκλήρωση.
Εδώ το κοκορέτσι φτιάχνεται με παρόμοιο τρόπο όπως στην Ελλάδα φαντάζομαι (αλλά δε ρωτάω, γιατί ανακατεύομαι), δηλαδή από έντερα και εντόσθια και άλλα κομμάτια σάρκας που αναρωτιέμαι γιατί τρώγονται – όταν από εκεί διέρχεται ξέρεις τι και υπάρχουν τόσα άλλα νοστιμότατα κομμάτια σάρκας κλπ κλπ. Πλην όμως, το όλον μακρινάρι ψιλοκόβεται σε μικροσκοπικά κομματάκια, και σερβίρεται συνήθως περιχυμένο με μπόλικο κόκκινο πιπέρι και ρίγανη (για να μη ζέχνει, μετά συγχωρήσεως) ως γέμιση σε μισή φραντζόλα ψωμί. Έτσι τρώγονται, ως φαστ-φουντ του δρόμου, και τα μύδια τηγανητά, και τα τηγανητά ψάρια. Το κοκορέτσι και τα γεμιστά μύδια, που τα πουλούν σε στοές αλλά και στο δρόμο στο Πέραν, οι Τούρκοι τα έχουν ταυτίσει ως φαγητό για μετά το μεθύσι και/ή το clubbing.
Το μυδάκι του Θεού βέβαια, γεμιστό με το υπόγλυκο ρύζι, και νοστιμότατο είναι και δε ζέχνει ο τόπος εκεί που το πωλούν. Μπορεί μονάχα να σε δηλητηριάσει και να σε στείλει αδιάβαστο με μια καλή δυσεντερία. Το μύδι είναι σαν τον ερωτικό σύντροφο: ναι μεν σου προσφέρει μία ηδονική απόλαυση καθώς το καταβροχθίζεις, πρέπει όμως να το διαλέξεις προσεκτικά, να το πάρεις με εγγυήσεις από σπίτι, τουτέστι μαγαζί γνωστό, και να μην το ψωνίσεις από μια τυχαία γωνία του δρόμου. Βασικές γνώσεις αυτές...
Το κοκορέτσι πάλι γεμίζει ολόκληρα δρομάκια με μία μυρωδιά που περνώντας φέρνει αναγούλα και στο τελευταίο σου κύτταρο (αυτό το ομολογούν ακόμα και λάτρεις του σιχαμερού αυτού φαστ-φουντ). Χειρότερη μόνο η μυρωδιά του αίματος στα χασάπικα είναι. Άσε δε που στην περίπτωση του εντέρου και των εντοσθίων, μία μικρή παράβλεψη των υγειονομικών κανόνων, με τρελλές αγελάδες να γυροφέρνουν, μπορεί να προκαλέσει πολύ χειρότερα μιας απλής δυσεντερίας. Οι Τούρκοι όμως δε συγκινούνταν από παρόμοιες υγειονομικές ανησυχίες, και ο πανικός μη χαθεί «σιχαμερό αυτό τοπικό fast food», όπως έγραψε ξένος ανταποκριτής τότε (για να μη λες ότι μόνο εγώ το θάβω, με το παρντόν κιόλας), ενέπνευσε τον Μίρκελαμ και το αθάναταο, ασυναγώνιστο αυτό σουξέ: http://www.youtube.com/watch?v=weDT-9dm3oQ
Δώσε βάση τώρα διότι πρόκειται για υπερπαραγωγή με υπόθεση, της οποίας η πλοκή εξελίσσεται στο μέλλον (οh yes). Βρισκόμαστε, λέει, στο 2009, και η Τουρκία είναι πια μέλος της ΕΕ (τρομάρα μας, βιαστήκαμε κομματάκι να το βαφτίσουμε το νοεγνό). Επειδή δε το κοκορέτσι απαγορεύεται λόγω των κοινοτικών κανονισμών, ανθεί στην Τουρκία δίκτυο παράνομης παραγωγής και διακίνησής του. Κάτι σαν τους γκάνγκστερς στις ΗΠΑ της ποτοαπαγόρευσης. Το ρεφρέν, Κοκορέτς, κο-κο-κο-κο, κοκορέτς, χωρίς εσένα δεν γίνεται! (δεν υπάρχει!) Φαντασία οργιαστική, μη μου το αρνηθείς, κοντεύει να βγει το 2011 και η ΕΕ φαντάζει πιο μακριά από ποτέ για την έρμη την Τουρκία, που έχει συσφίξει σχέσεις με κάθε πληβείο και υπανάπτυκτο της ευρύτερης περιφέρειας από τη Χαμάς ως τα Εμιράτα και το Ιράν, ενώ το κοκορέτσι, ο πατσάς και όλα τα παρεμφερή και η δυσοσμία καλά κρατούν.
Θυμάμαι όμως τον τότε πανικό και ακόμα γελάω. Αμέτρητες φορές συνέβη να κατέβω μέχρι το Τσιτσέκ Πασάζ να φάω στο πόδι μύδια γεμιστά μες στην άγρια νύχτα, συνήθως μετά από νυχτερινή έξοδο. Τότε έκανα ακόμη «μπαμ» ότι ήμουν «απ’ άλλο ανέκδοτο». Θες το βλέμμα της αγελάδας, που αγνάντευε τα πάντα με περισσή περιέργεια, θες το τετράδιο με τις σημειώσεις, θες η άγνοια της τουρκικής, πώς να το κάνουμε, μάγος δε χρειαζόταν να είσαι για να με ξεχωρίσεις από το πλήθος. «Αχαχαχα, τώρα εσείς με την ΕΕ, την πατήσατε, θα έρχεστε σε μας για να τρώτε κοκορέτσι» ή, με γνήσια έκφραση ανησυχίας για την τραγωδία που μας έπληττε, «και τώρα πώς θα ζήσετε εσείς χωρίς κοκορέτσι;» Και όλα αυτά ανακατεμένα με ένα μελόδραμα του «τι μας μέλλει όταν ενταχθούμε και μεις».
Τώρα, ανάλογα με τη φυσιογνωμία του συνομιλητή μου φυσικά ερχόταν και η απάντηση, διότι, ως γνωστόν, διατηρώ πάντοτε την Αυτοκρατορική μου ανατροφή, δεν κατεβαίνω ποτέ στο επίπεδο της λαϊκής πλύστρας, και στόμα έχω και μιλιά δεν έχω. Λοιπόν. Αν ο εκφράζων τις παρόμοιες ανησυχίες ήταν κανένα φασιστόμουτρο, κανένα εθνίκι ή μυστακιοφόρο ισλαμιστικό στοιχείο, καμμία Καρακεμάλα της στρατοκρατίας λάμβανε και την αντίστοιχη απάντηση. «Τι σκας και συ καημένε; Αφού δεν πρόκειται να ενταχθείτε ούτως ή άλλως, τι στενοχωριέσαι τσάμπα;» λόγια που προκαλούσαν στο συγκεκριμένο – πάντα – ακροατήριο συνήθως μεγάλη ανακούφιση και που – παρά την κακία προς το συνομιλητή – ήταν πέρα για πέρα αληθινά.
Αν πάλι ο ανησυχών ήταν ένας ή μία συμπαθής μετριόφρων και μετριοπαθής, όπως το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού, προσπαθούσα να τους εξηγήσω πως μάλλον η απαγόρευση δεν θα πιανε τελικά στην Τουρκία – αν και όταν φυσικά ερχόταν η ένταξη... Και όταν με ρωτούσαν για την Ελλάδα, έσκαγα στα γέλια, γιατί, πραγματικά, αισθανόμουν ευγνώμων προς τις οδηγίες. Όχι η ΕΕ, ο Tomás de Torquemada και η Ιερά Εξέταση, ο Hitler, o Stalin και όλα τα κτήνη του παρελθόντος θα μπορούσαν, αν με ρωτούσες, να επιστρέψουν προσωρινά για να εξαλείψουν το κοκορέτσι, τον πατσά, τη μαγειρίτσα και κάθε άλλο απολίτιστο άγος της ελληνικής κουζίνας.
Εκτός από τη ζέστη και τα σουξέ, το τρίτο πράγμα που τόση εντύπωση μου είχε κάνει τότε, και που τόσο κωμικοτραγικό μοιάζει σήμερα, ήταν μία ερώτηση που μου έκαναν τόσο, μα τόσο συχνά. «Συγγνώμη, μα γιατί αφήσατε την Ελλάδα για να ‘ρθετε στην Τουρκία;» Ή, σε άλλη παραλλαγή, «Γιατί αφήσατε μια χώρα της ΕΕ για να έρθετε στο δικό μας το χάλι;» Τότε οι καημένοι Τούρκοι είχαν συνδέσει στο μυαλό τους την ΕΕ (και την Ελλάδα ως μέλος της) με επίγειο παράδεισο. Η χώρα μόλις έβγαινε από τη χειρότερη οικονομική κρίση της ιστορίας της, με χιλιάδες μικρές επιχειρήσεις να έχουν κλείσει, εκατοντάδες χιλιάδες ανέργους και το μέλλον να μοιάζει ζοφερό. «Μα τι ήρθες να κάνεις εσύ εδώ» με ρωτούσαν και η απορία τους ήταν γνήσια. Ποιος, σου λένε, αφήνει την Ελλάδα με ανθούσα οικονομία και σταθερή δημοκρατία και πολιτική ζωή για το δικό μας χάος;
Με θεωρούσαν οι άνθρωποι για δέσιμο, και δεν είχαν άδικο. Πράγματι, μετά από οκτώ χρόνια, ενώ έχω δημοσιεύσει ένα βιβλίο για την Πόλη και δεύτερο ετοιμάζεται, ενώ έχω αλλάξει του κόσμου τις δουλειές, ενώ έχουν μεσολαβήσει εισβολές, επαναστάσεις, οικονομικές κρίσεις, σφαγές, καταστροφές, σεισμοί, καταποντισμοί, διαζύγια, αλληλοσπαραγμοί, το ότι είμαι για τα σίδερα είναι η μόνη σταθερή αξία στο σύστημά μας. Όσο δε για την Τουρκία με την καταρρέουσα οικονομία και την Ελλάδα της ευημερίας του 2003, ας μη μιλήσω και (ξανα)κατέβω στο επίπεδο της πλύστρας που λέγαμε, και φρουμάξω, διότι κάνει και ζέστη και είναι και επικίνδυνο σου λένε.
Α, νομίζω ξέχασα να σου πω πως δεν μου αρέσει το κοκορέτσι. Τι θα λεγες να στο βαζα για κατακλείδα, έτσι μπας και η δυσοσμία του ξορκίσει τίποτε βαθμούς Κελσίου;
σχόλια