Πέμπτη μεσημέρι. Στο δρόμο συναντώ τη μαμά Ε., γνωστή μου από το σχολείο. «Τι κάνεις;» Τη ρωτάω. «Στην τσίτα σε βλέπω». Λάθος πρώτο. «Όχι μωρέ, εντάξει είμαι. Απλώς… χωρίζω και… καταλαβαίνεις» μου απαντά και φεύγει τρέχοντας, ενώ εγώ στέκομαι νιώθοντας απολύτως ηλίθια. Λάθος μου. Δεν ρωτάμε ποτέ ανθρώπους που δεν ξέρουμε καλά, τι τους συμβαίνει. Η απάντηση μπορεί να φέρει σε δύσκολη θέση και εμάς και αυτούς. Η συγκεκριμένη μαμά μου έδινε πάντα την εντύπωση σταθερού χαρούμενου ανθρώπου με ανεξάντλητα αποθέματα δύναμης και αισιοδοξίας. Μάλιστα, τη μοναδική φορά που είχαμε την ευκαιρία να μιλήσουμε λίγο παραπάνω την είχα θαυμάσει γιατί με τρία παιδιά, τον άντρα της άνεργο πάνω από ένα εξάμηνο και με τη δική της δουλειά να παραπαίει, μου είχε φανεί πραγματικά ψύχραιμη και ισορροπημένη. Λάθος δεύτερο. Δεν μπορείς ποτέ να συμπεραίνεις τι συμβαίνει μέσα σε ένα σπίτι, κρίνοντας από την εικόνα που δίνει στους απέξω. Κι αυτό είναι μάθημα πρώτου επιπέδου, στο οποίο οι περισσότεροι αποτυγχάνουμε συστηματικά.
Θα μπορούσε να πρόκειται για μεμονωμένο γεγονός. Για μια ιστορία που δεν με αφορά και για την οποία δεν έχω περισσότερα στοιχεία. Τα περιστατικά όμως γύρω μου πληθαίνουν. Και έχουν όλα έναν κοινό παρονομαστή, που βρίσκεται στο πορτοφόλι. Ενοχλητικά πεζός, εξωφρενικά σημαντικός, αιώνια παρών, όταν αρχίζει να απουσιάζει όλα γίνονται πιο δύσκολα. Δεν είναι ότι ο έρωτας χρειάζεται χρήμα για να ανθίσει. Ίσα ίσα. Η χημική ευφορία μέσα από την οποία αντιλαμβάνεται τη ζωή ένας ερωτευμένος είναι αρκετή για να τον κάνει να νιώσει ότι μπορεί να υπερνικήσει τα πάντα. Οι ερωτευμένοι μπορούν να ζήσουν με το τίποτε και να το απολαύσουν. Δεν είναι ο έρωτας που χρειάζεται οικονομική άνεση, αλλά οι ‘συνέπειές’ του, η πορεία στην οποία συνήθως σε βάζει, ο τρόπος ζωής που σε οδηγεί να χτίσεις, αναπόφευκτα πιο πολυέξοδος και πιο απαιτητικός. Η Ε. δε μου είπε τίποτε περισσότερο κι εγώ δεν μπορώ να ξέρω σίγουρα αν αυτό που συμπεραίνω είναι σωστό. Η Ρ. και ο Μ. όμως χωρίζουν επίσης, γιατί τα προβλήματα που ήδη είχαν έγιναν δυσβάσταχτα όταν μειώθηκε το εισόδημα τους, ενώ –με δύο παιδιά που σπουδάζουν- αυξανόταν σταθερά ο οικογενειακός προϋπολογισμός. Ο Α. και η Λ. παντρεύονται, ήδη μέσα στην κόντρα για το πότε πρέπει να κάνουν παιδιά και πόσο πρέπει να περιμένουν να δουν αν τους φθάνει ο μισθός. Η Γ. άρχισε να δουλεύει στα 50, για να ενισχύσει το μηνιαίο μπάτζετ της οικογένειας, γεγονός που στον -λίγο πριν τη σύνταξη- σύζυγό της δημιούργησε κατάθλιψη και αρνητισμό.
Από την άλλη, η συγκατοίκηση, οι αθόρυβοι, οι (σχεδόν) ανέξοδοι γάμοι αποκτούν ένα επιπλέον επιχείρημα, ξεκάθαρα πρακτικό. Μοιραζόμαστε πολλά, ας μοιραστούμε και τα έξοδα. Ο αφελής αιθεροβάμων ευδαιμονισμός της μεταπολιτευτικής γενιάς, που πήγαινε κόντρα στη μεταπολεμικά καμένη και φοβισμένη για το μέλλον νοοτροπία των προγόνων του, τρώει σήμερα τα χαστούκια απανωτά, όχι γιατί μετατοπίστηκαν τα κλισέ ή ο κόσμος ολόκληρος, αλλά γιατί η ευχή της παραδοσιακής ελληνίδας κωλοπετσωμένης μαμάς για έναν ‘καλό γάμο’, αποκωδικοποιείται για πρώτη φορά από μια απρόσμενα μεγάλη μερίδα ανθρώπων που θεωρούσαν ότι τα όνειρά τους απέχουν έτη φωτός από αυτά. Η επιστροφή στο ρετρό μοιάζει να έχει πολύ περισσότερες εκδοχές από την ανάρσυρση των παλιών μας πραγμάτων από την αποθήκη ή τη συστηματική χρήση των μμμ.
σχόλια