Όλα κυλούσαν φυσιολογικά, όπως κάθε Πέμπτη... Γυρνούσα με τα πόδια στο σπίτι από το πανεπιστήμιο ακούγοντας μουσική και λίγο πριν φτάσω στη εξώπορτα της πολυκατοικίας βλέπω ένα γεροντάκι να μου κάνει νόημα και να μου μιλάει(προφανώς δεν ήξερε τι είναι αυτά τα καλώδια που ξεκινούσαν από την τσέπη του παντελονιού μου και κατέληγαν στα αυτιά μου...). Καθόταν μόνος του κάτω από ένα πλάτανο. Φορούσε χοντρό μπουφάν και καπέλο με γουνάκι στην περιοχή των αυτιών για το κρύο. Τα χέρια του, τα οποία έτρεμαν λόγω ηλικίας, ακουμπούσαν πάνω σε μια μαγκούρα και είχε ένα ζεστό χαμόγελο που σε προδιέθετε θετικά.
-Κάτσε παλικάρι να σε κεράσω ένα καφέ!, μου αποκρίνεται ο συμπαθητικός γεράκος. Έβλεπα την προσμονή στα μάτια του για την καταφατική μου απάντηση, καθώς με κοιτούσε βουρκωμένος στα μάτια...Δεν είπα όχι και τελικά κάθισα.
-Θα κάτσω παππού να σε κάνω λίγη παρέα!, λέω εγώ και κάθομαι στο ίδιο τραπεζάκι με αυτόν
-Να σαι καλά παλικάρι! μου λέει ο γεράκος και το χαμόγελο του γίνεται ακόμα πιο πλατύ από πριν.
-Τι κάνεις? Εδώ κοντά μένεις? τον ρωτώ.
-Εδώ πάνου μένω στο γεροκομείο, μου λέει δείχνοντας το κτίριο που βρισκόταν ακριβώς από πίσω του.Γέρος είμαι!Που θέλεις να μένω, μου λέει προσπαθώντας να γελάσει και ο ίδιος με τα λεγόμενα του. Ανέβα και παράγγειλε ένα καφέ, θέλω να σε κεράσω παλικάρι!
Χαμογελάω και πηγαίνω και παραγγέλνω ένα καφέ. Έπειτα γυρνώ και ξανακάθομαι με τον παππού και συνειδητοποιώ πόσο μόνος νιώθει για να "ψαρεύει" περαστικούς από το δρόμο για καφέ.
-Ωραία είναι εδώ.Κάθεσαι κάθε απόγευμα εδώ?, τον ρωτώ.
-Πως δεν είναι ωραία! Ναι, παλικάρι μου. Εδώ κάθομαι κάθε απόγευμα και χαζεύω το βουνό απέναντι για να ξεχνιέμαι και να θυμάμαι το χωριό μου!
-Η κυρά που είναι έφυγε?
-Η κερά παλικάρι είναι εκέι ψηλά, μου λέει δείχνοντας τον ουρανό, και με περιμένει. Μου χει στρώσει και το κρεβάτι μου!, λέει γελώντας με την ψυχή του, ενώ παράλληλα τα μάτια του βουρκώνουν όλο και περισσότερο.
-Μια χαρά κρατιέσαι, του λέω. Μην λές τέτοια πράγματα! Πόσο χρονών είσαι?
-Γεννήθηκα το 1924, μου λέει χαμογελώντας.
-Και μου λές ότι σε περιμένει η κυρά σου? Μια χαρά βαστιέσαι σου λέω, αποκρίνομαι εγώ έκπληκτος από το μεγάλο της ηλικίας του.
Ξαναγελάει ο γεράκος και συνειδητοποιώ οτι χαίρομαι που τον βλέπω να γελάει. Γελάει και συνάμα βουρκώνουν τα μάτια του από τη χαρά του που έχει έναν άνθρωπο μαζί του και συζητάει. Ήθελα να τον ρωτήσω αν έχει παιδιά και γιατί τον άφησαν στο γηροκομείο, αλλά δεν τόλμησα. Σκέφτηκα πόσο οδυνηρό θα ήταν για αυτόν.
-Τι εμπειρίες έχεις και εσύ απο τη ζωή παππού, του λέω. Από Β παγκόσμιο πόλεμο μέχρι και χούντα!
-Άστα να πάνε, μου λέει γελώντας. Εγώ θυμάμαι πολύ τον εμφύλιο. Τότε που αδερφός σκότωνε αδερφό!
Ξαφνικά σοβαρεύει και με καρφώνει με το βλέμμα του και με ρωτάει:
-Δεν πιστεύω να είσαι κομμουνιστής?
-Όχι παππού, αποκρίνομαι γρήγορα για να τον καθησυχάσω.
-Μπράβο αγόρι μου, λέει και επανέρχεται το πλατύ χαμόγελο στα χείλη του.
- Ξέρεις πως μας φωνάζανε εμάς τους δεξιούς οι ΕΛΑΣίτες? Μπουραντάδες της Φρειδερίκης μας λέγανε! Ήμουν κάτω στην Πελοπόννησο με το στρατό και φοβόμασταν τους αντάρτες που ταν κρυμμένοι κατάχαμα με τα πολυβόλα! Αχ, παλικάρι και να ξέρες τι χρόνια έζησα. Εύχομαι τα χρόνια εκείνα που έζησε η Ελλάδα να μην τα ξαναζήσει ποτέ!, λέει με σοβαρό ύφος. Τώρα μια χαρά είμαστε!
Εγώ αναρωτήθηκα τι είναι οι ΕΛΑΣίτες και οι μπουραντάδες, αλλά δεν τον διέκοψα. Αργότερα όταν έφτασα σπίτι έμαθα από το διαδίκτυο ότι ΕΛΑΣ ήταν ο Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός, ο οποίος ήταν παρακλάδι του ΕΑΜ, και μπουραντάδες φωνάζανε τους δεξιούς.
- Τι νομίζεις? Νομίζεις ότι αυτό που βλέπεις γύρω σου είναι φτώχεια? Τίποτα δεν είναι. Μια χαρά είμαστε!, λέει και χαμογελάει ο παππούς.
Έκατσα γύρω στα είκοσι ακόμα λεπτά μαζί του και μετά έφυγα για το σπίτι μου.
- Γεια σου παππού! Χάρηκα για τη συζήτηση! , του αποκρίνομαι.
-Σε ευχαριστώ παλικάρι! Ο θεός μαζί σου και εύχομαι να ξαναβρεθούμε! Εγώ πάντως δεν φεύγω, εδώ θα είμαι, λέει και ξεκαρδίζεται στα γέλια.
Όταν έφτασα στο σπίτι σκεφτόμουνα ότι, ίσως, ο γεράκος να έχει δίκιο. Κλαιγόμαστε όλη μέρα για τα μέτρα, τα χαράτσια και την φτώχεια που έχει κατακλύσει την Ελλάδα, αλλά ξεχνάμε ότι υπάρχουν και χειρότερα. Και το χειρότερο, είναι η μοναξιά που νιώθει αυτός ο γεράκος. Μόνος του παλεύει κάθε μέρα και παρόλα αυτά είναι χαμογελαστός και ευδιάθετος...ενώ εμείς βυθιζόμαστε με ολοένα και γρηγορότερη ταχύτητα στην κατάθλιψη για αμελητέα προβλήματα. Πολύτιμες, τελικά, σε αυτή τη ζωή είναι τέτοιες στιγμές που σε κάνουν να σκέφτεσαι ανθρώπινα μακριά από τα λεγόμενα πολιτικών, οικονομολόγων και των μπαλαντερ στα πανελ της τηλεόρασης . Δεν πίστευα ποτέ ότι θα απολάμβανα ένα καφέ τόσο πολύ με έναν άγνωστο. Και θα ξαναπάω να τον βρω...
σχόλια