«Γιατί χάθηκε η ηδονή της βραδύτητας;
Α, πού πήγαν οι παλιοί αργόσχολοι;
Πού είναι αυτοί οι φυγόπονοι ήρωες των λαϊκών τραγουδιών,
αυτοί οι πλάνητες που χαζεύουν από μύλο σε μύλο και κοιμούνται στο ύπαιθρο;
Άραγε χάθηκαν μαζί με τους χωματόδρομους,
μαζί με τα λιβάδια και τα ξέφωτα, μαζί με τη φύση;
Μια τσέχικη παροιμία δίνει τον ορισμό της γλυκιάς απραξίας τους με μια μεταφορά:
κοιτάζουν τα παράθυρα του καλού Θεού.
Όποιος κοιτάζει τα παράθυρα του καλού Θεού δεν βαριέται, είναι ευτυχής…»
Μ.Κ.
via http://silentcrossing.wordpress.com/
Πρώτη φορά στη ζωή μου ο θάνατος μου φαίνεται τόσο ακατανόητος, όχι γιατί δυσκολεύομαι να δεχτώ την τελεσιδικία του, αλλά γιατί ήταν ένας θάνατος καθόλου αντάξιος της ζωής και του έργου ενός ποιητή. Δεν είναι τόσο που λυπάμαι γιατί τη λύπη δεν θα μου την επέτρεπε ούτε ο ίδιος-και οι δικοί του ήρωες του υπέφεραν, βασανίζονταν, ποτέ όμως δεν έσκυβαν το κεφάλι, δεν σε άφηναν ποτέ να τους συμπονέσεις, μόνο να σκεφτείς. Είμαι όμως θυμωμένος. Όχι μόνο γιατί πέθανε ο σκηνοθέτης που αγάπησα όσο κανένας άλλος, αλλά γιατί η ανακοίνωση του θανάτου προκάλεσε ένα ακατάσχετο οχετό που κόντεψε να με πνίξει απ’ τη δυσωδία. Σκέφτομαι πάλι πως πάντα υπήρχαν δύο Ελλάδες.
Από τη μία η Ελλάδα της δημιουργίας, της ποίησης, του διαρκώς κατατρεγμένου και περιφερόμενου θιάσου των ηρώων του Αγγελόπουλου που, επειδή έχουν επίγνωση της ιστορίας και κουβαλούν στην πλάτη τους τάφους προγόνων, έχουν βλέμμα βαρύ. Και από την άλλη η Ελλάδα της αποδόμησης, της φλυαρίας, της σαχλαμάρας που τίποτα σημαντικό δεν έφτιαξε ποτέ και όλα τα χλευάζει για να τα φέρει στα δικά της τοσοδούλικα και δουλικά μέτρα και που όταν αντιπαλεύεται ένα έργο σημαντικότερο από τη ζωή δείχνει ακόμα πιο ασήμαντη.
Η δεύτερη Ελλάδα πάντα νικάει στο τέλος. Όμως εγώ θα θυμάμαι για πάντα, γιατί η ποίηση των ταινιών του έχουν χαρακώσει το δέρμα από μέσα, η ζωή και η σκέψη μου έχουν σχηματιστεί από ένα μάτσο κύτταρα κινηματογραφικής μνήμης που δεν μπορεί να σβήσει η σκόνη του χρόνου. Θα θυμάμαι την πρώτη φορά, καλοκαίρι των Πανελληνίων σε ένα θερινό κινηματογράφο, να αλλάζει ξαφνικά όλος μου ο κόσμος. Θα θυμάμαι τα βράδια στο εργατικό κέντρο και στις φοιτητικές λέσχες να ρουφάμε το τελευταίο δευτερόλεπτο και μετά κλεισμένοι στο σπίτι ολόκληρα σαββατοκύριακα ξανά τις ταινίες back and forward να αναλύσουμε τα νοήματα, τη λεπτομέρεια, να μην μας ξεφύγει τίποτα, να μαλώνουμε για τους συμβολισμούς, να τρέχουμε στα βιβλία για να καταλάβουμε. Ένα πρωινό τηλεφώνημα, παιδιά ο Αγγελόπουλος ψάχνει κομπάρσους για την ταινία του, γρήγορα στη Θεσσαλονίκη για προσκύνημα.
Τον ενθουσιασμό του Χρυσού Φοίνικα και μετά τις ασφυκτικά γεμάτες αίθουσες, τους αιώνιους χλευασμούς, το άγριο ξύλο στα σκοτεινά. Πάνω απ’ όλα θα θυμάμαι ότι με τις ταινίες του Αγγελόπουλου ανακάλυψα τον κινηματογράφο και τη θαυμάσια, άγρια εξερεύνηση του νοήματος, της αισθητικής, της πολιτικής συνείδησης, της ιστορικής μνήμης, της μαγείας να φωτίζεται ξανά και ξανά η ζωή σε μια σκοτεινή αίθουσα. Με τον καιρό το δικό του βλέμμα έγινε και δικό μου: τα ατέλειωτα ταξίδια στη χιονισμένη Βόρεια Ελλάδα με τραίνο, Φλώρινα, Διδυμότειχο, Αλεξανδρούπολη, Θεσσαλονίκη, τοπία στην ομίχλη, καρδιά στην ομίχλη και μέσα σε όλα αυτά η ηδονή της βραδύτητας, ο δρόμος να υπάρχεις και να ονειρεύεσαι, κοιτώντας από τα παράθυρα του καλού Θεού…
Και θα θυμάμαι για πάντα το Σολωμό να αγοράζει λέξεις μέσα στα χαλάσματα και ηθοποιούς να απαγγέλλουν Σαίξπηρ μέσα στα ερείπια και οι βόμβες να σκάνε σαν βροχή. Μια σχεδία που χάνεται στη θάλασσα των Κυθήρων μαζί με το όνειρο της επανάστασης και το χορό του Κατράκη ανάμεσα στα μνήματα. Θα θυμάμαι ένα άλογο που πεθαίνει σπαρακτικά έξω από ένα καφενείο και τους Last Drive να παίζουν λάιβ σε ένα υποφωτισμένο μπαρ, τη λίμνη των Ιωαννίνων να φωτίζεται από κατακόκκινες σημαίες. Ένα φως να ανάβει, από το παράθυρο κάποιον να πυροβολεί στον αέρα, “Ζήτω ο 20ος αιώνας!” (γιατί δεν ήρθε τίποτα όπως το περιμέναμε; γιατί πρέπει να σαπίσουμε αβοήθητοι ανάμεσα στον πόνο και την επιθυμία;) Την ερημιά των πέτρινων σπιτιών στα χωριά της Ηπείρου, μωρή κοντούλα λεμονιά με τα πολλά λεμόνια, στο κρεβάτι ενός ξενοδοχείου θα ακούγεται για πάντα ο σομιές που τρίζει. Τον πλωτό Επιτάφιο του Λένιν στο ποτάμι, την περιφορά του νεκρού, ρέκβιεμ για ένα χαμένο όνειρο κι ένα χαμένο κόσμο. Σε μια μπλε γραμμή τελειώνει η Ελλάδα, αν κάνω ένα βήμα είμαι αλλού.
Μια ορχήστρα να παίζει τον Ύμνο στην Ειρήνη πάνω στα χιονισμένα ερείπια ενός εμφυλίου στα Βαλκάνια. Ένα κάρο με πτώματα ανταρτών να προχωράει στο χωματόδρομο τρίζοντας, κάπου μακρυά μια σάλπιγγα να σημαίνει εγερτήριο. Μια γριά με βαλίτσες που ψάχνει την αδερφή της στην άδεια πλατεία στην αντίπερα όχθη της διαμελισμένης Ευρώπης και το Σαράγιεβο αρχή και τέλος της ιστορίας του αιώνα. Το Κατά Σαδουκκαίων του Μιχάλη Κατσαρου στην τελευταία ηρωική σκηνή του Θιάσου: Σας αραδιάζω τα εμπόδια, η επέμβασις των γεγονότων των ήχων των παρατάξεων, η επέμβασις των πλοίων από το άγριο πέλαγος, οι λαϊκοί ρήτορες το στήθος μου οι φωνές, οι φάμπρικες, ο Οχτώβρης του ‘17, το 1936, ο Δεκέμβρης του ’44. Την τελευταία σκηνή από το Τοπίο στην ομίχλη και που ώρες ώρες θέλω κι εγώ να τρέξω να αγκαλιάσω ένα δέντρο να βρω ένα νόημα στη ζωή.
Πάνω απ’ όλα θα θυμάμαι τη γλυκιά ηδονή της βραδύτητας που όμοιας της δεν υπήρξε και ούτε θα ξαναϋπάρξει. Μωρή φύση μόνη σου είσαι, μόνος μου είμαι κι εγώ…Μες στων ματιών σου τις γαλάζιες θάλασσες πόσα καράβια μ’ όνειρα δε χάλασες; Εγώ ήρθα από τη θάλασσα, από την Ιωνία. Εσείς από που ήρθατε; Πόσο κρατάει η αιωνιότητα Άννα; (Σκέψεις, σκέψεις, τι θα γινόταν αν σήμερα στην κηδεία ξεσηκωνόταν η άλλη θάλασσα, η ταραγμένη, όπως παλιά στις κηδείες των ποιητών…) Υπάρχουν φορές που πρέπει να σωπαίνει κανείς για να μπορέσει να ακούσει τη μουσική πίσω απ’ το θόρυβο της βροχής…
σχόλια