O γάμος έγινε με συνοπτικές διαδικασίες. Δε θα μπορούσε να γίνει αλλιώς, άλλωστε. Δεν ήθελαν καλεσμένους σε ένα γεγονός που γι’ αυτούς ήταν απλώς μια τυπική νομική πράξη. Από καιρό, βέβαια, συζητούσαν μεταξύ τους το θέμα. Η Μαργαρίτα ήταν πιο σκληρή και άνετη.
- Σιγά μην προβληματιστώ για το τι θα σκεφτούν οι γονείς μου, έλεγε και ξανάλεγε στο Σωτήρη. Αυτά τα θέματα έχουν ξεκαθαρίσει μέσα μου εδώ και χρόνια. Δεν επιτρέπω πια οποιαδήποτε παρέμβαση στις επιλογές μου…Όσα σκατά ήταν να φάω, τα ‘φαγα! Πλέον δε με αγγίζουν ούτε οι υστερίες τους, ούτε οι κλάψες, ούτε πολύ περισσότερο οι απειλές περί αποκληρώσης. Χέστηκα για τα κτήματά τους, για τα σπίτια τους, για ο, τι κι αν έχουν ως περιουσία. Ας τα δώσουν όλα στο Μιχάλη, στον υπάκουο και καλόψυχο γιο τους.
- Ναι, βρε πουλάκι μου, συμφωνώ μαζί σου, και προσυπογράφω, της έλεγε ο Σωτήρης. Ούτε εγώ θέλω να έχουν οποιοδήποτε λόγο στην απόφασή μας, και μακάρι να μη χρειαζόταν καν να το συζητάμε και να χαλάμε τη διάθεσή μας εξαιτίας τους.
- Η δική μου διάθεση δε χαλάει εξαιτίας τους, τον διέκοψε η Μαργαρίτα. Σταμάτα να προβάλλεις επιτέλους τις δικές σου φοβίες πάνω μου. Πήραμε μια απόφαση, είναι δική μας και είναι ξεκάθαρη. Δεν έχουν κανένα λόγο να ανακατευτούν οι άλλοι, ούτε εμείς να τους ανακατέψουμε.
Ο Σωτήρης δεν είχε καμία αντίρρηση στις κατηγορηματικές θέσεις της Μαργαρίτας. Παρ’ όλες τις επιφυλάξεις του, κατά βάθος θαύμαζε την αποφασιστικότητά της, που ήταν έτσι κι αλλιώς ένας από τους βασικούς λόγους που την αγάπησε και αποφάσισε να κάνει το μεγάλο βήμα μαζί της. Υπήρχε όμως μια μικρή διαφορά. Αυτός, αν και δύο χρόνια μεγαλύτερος, ήταν στην πραγματικότητα πολύ πιο εξαρτημένος συναισθηματικά από τους δικούς του, και σίγουρα πιο ανώριμος, και έστω κι αν δεν το ομολογούσε, τον έτρωγε μέσα του το τι και το πώς, όλες τέλος πάντων οι αντιδράσεις που θα είχαν εκ των υστέρων οι δικοί του. Να κάνει τέτοιο βήμα ζωής χωρίς να πει σε κανέναν τίποτα; Και να το ανακοινώσει πολύ αργότερα, όταν πια θα ερχόταν ίσως και ένα παιδί; Όχι, δε γίνονται αυτά τα πράγματα. Ποτέ δεν ήταν τόσο μακριά από τους γονείς και τ’ αδέλφια του, ώστε να μην τους δίνει αναφορά για το πού είναι, τι κάνει, πώς περνά. Και τώρα, να κάνει ένα γάμο πολιτικό και να το κρύψει, ώστε να αποφύγει τις γκρίνιες και τα σχετικά;
- Ναι, δε με νοιάζει, αδιαφορώ για το τι θα πουν, είμαι πια σαράντα ετών για να αφήνω το «υπερεγώ» μου να με κυβερνά.
Αυτή τη λέξη, το «υπερεγώ», ο Σωτήρης είχε τη συνήθεια να την επαναλαμβάνει συνέχεια σε συζητήσεις, είτε στο χώρο της δουλειάς του, είτε με φίλους. Αυτή τη φορά όμως, έπρεπε να την αντιμετωπίσει σε σχέση όχι με τους άλλους, αλλά σε σχέση με τον εαυτό του. Είχε μετρήσει με ακρίβεια, όλα αυτά τα χρόνια που παρατηρούσε και εξιχνίαζε την ψυχοσύνθεση των ανθρώπων γύρω του, την ποσότητα του «υπερεγώ» που είχαν οι άλλοι μέσα τους. Τη δική του, όμως; Είχε ποτέ το θάρρος να τη μετρήσει; Κι ακόμα κι αν τη μέτρησε, είχε το θάρρος να τη διαχειριστεί; Ή αναλώθηκε επί έτη σε μια θεωρητική και άκρως ασφαλή – όπως συμβαίνει με όλες τις θεωρητικές - διαχείρισή της; Το τελευταίο αυτό, ο Σωτήρης είχε καταλάβει πια ότι ήταν το αδύνατο σημείο του, αλλά για πρώτη φορά, χάρη στη Μαργαρίτα, ήταν αποφασισμένος να το θεραπεύσει.
Η κυρά Λένα, η μάνα του, μπορούσε να συνεχίσει τις προσευχές, τις μετάνοιες και τις γονοκλυσίες μπροστά στον παπά Γιώργη.
Ο κυρ Νίκος, ο πατέρας του, μπορούσε να συνεχίσει να παίρνει τα χάπια της πίεσης και να σωματοποιεί το άγχος του, ώστε να φαίνεται αξιολύπητα άρρωστος.
Η Γιώτα και ο Σπύρος, τα αδέλφια του, έτσι κι αλλιώς είχαν τις οικογένειές τους, οπότε δε θα τους ένοιαζε και πολύ το τι θα κάνει. Άλλωστε, με τη στάση τους, όλα αυτά τα χρόνια, αποδέχονταν τις επιλογές του με το να μην είναι παρεμβατικοί και αδιάκριτοι. Γιατί να αλλάξουν τώρα στάση;
Όλα λοιπόν, άρχισαν να τακτοποιούνται στη σκέψη του Σωτήρη. Ακόμα και η κυρά Λένα, η μάνα του, απ’ την οποία ήταν παθολογικά εξαρτημένος κυρίως συναισθηματικά – γιατί ιδεολογικά είχε από χρόνια διαχωρίσει τη θέση του από τις ακραίες χριστιανοδεξιές της ιδεοληψίες – δεν είχε πια τόση δύναμη, ώστε να εμποδίσει την απόφασή του να κάνει το μεγάλο βήμα.
Τον επόμενο μήνα, μετά την τέλεση του πολιτικού γάμου, η Μαργαρίτα και ο Σωτήρης έβλεπαν με μεγάλη χαρά να επιβεβαιώνεται μια μεγάλη αλήθεια της ζωής, ότι κανένας φόβος δεν υπερισχύει έναντι της επιθυμίας, όταν αυτή εκπληρώνεται συνειδητά.
Είχαν λόγους λοιπόν να πιστεύουν ότι ευτυχισμένο τέλος δεν έχουν μόνο οι ταινίες και τα ρομαντικά μυθιστορήματα αλλά και οι πραγματικές ιστορίες με πρωταγωνιστές ανθρώπους που υπερασπίζονται τις επιλογές τους, απαλλαγμένοι από το φόβο του τιμήματος.
Το τίμημα το πλήρωνε τόσο η Μαργαρίτα όσο και ο Σωτήρης. Δεν έχει σημασία ποιανού ήταν ακριβότερο. Στην προκειμένη περίπτωση δεν είχε νόημα να μπουν στη ζυγαριά τα τιμήματα. Άλλωστε, το γνώριζαν καλά αμφότεροι, ότι η σχέση τους θα είναι πάντα πάνω σε ένα τεντωμένο σκοινί, αλλά και πάντα θωρακισμένη μέσα στην ειλικρίνειά της. Ποτέ δεν κατέληξαν σε κάποιο ασφαλές συμπέρασμα, αν αυτά που τους ενώνουν είναι περισσότερα απ’ αυτά που τους χωρίζουν.
Ήταν κι οι δυο ομοφυλόφιλοι, μια γυναίκα κι ένας άντρας ομοφυλόφιλος. Ο κοινός τους παρονομαστής γεφύρωνε πολλά χάσματα, που στην περίπτωση πολλών ετερόφυλων ζευγαριών όχι σπάνια οδηγούν στη διάλυση της σχέσης.
Στην περίπτωση της Μαργαρίτας και του Σωτήρη δεν υπήρχε λόγος εντάσεων και ρήξεων. Ήταν πρώτα απ’ όλα φίλοι. Η Μαργαρίτα έφερε κατά κάποιο τρόπο μέσα της το Σωτήρη, κι ο Σωτήρης έφερε αντιστοίχως τη Μαργαρίτα. Δε θα έβλεπαν ποτέ ο ένας στον άλλον τον ιδεώδη έρωτα. Αυτό το γνώριζαν και δεν έτρεφαν αυταπάτες. Το φύλου τους το χάσμα ήταν στην περίπτωση τους διπλό, παρά το γεγονός ότι ήταν πολύ πιο αγαπημένοι από πολλά στρέιτ ετερόφυλα ή ομοφυλόφιλα ζευγάρια.
Γεια σου, Μαργαρίτα!
Γεια χαρά, ποια είσαι;
Η Μαρία, είμαι ρε μαλάκα. Δεν αναγνωρίζεις τη φωνή μου;
Μαρίααα, δεν το πιστεύω! Πού είσαι εσύ χαμένη; Έχασα τα ίχνη σου…
Το ξέρω, καρδιά μου. Εγώ φταίω γι’ αυτό. Απενεργοποίησα το λογαριασμό μου στο facebook, άλλαξα και σπίτι και αριθμό, άλλαξα τα πάντα.
Και έριξες μαύρη πέτρα σε ό τι σε συνέδεε με το «αμαρτωλό» σου παρελθόν;
Κάπως έτσι! Άσε με λίγο να σου μιλήσω, χωρίς να με διακόψεις.
Σ’ ακούω, είμαι όλη αυτιά!
Ήταν αναγκαίο κακό να αποσυνδεθώ από το παρελθόν μου, για να μπορέσω να χτίσω ένα καινούριο μέλλον. Και θα αναρωτιέσαι τώρα, αν το έχτισα. Έτσι νόμιζα, τουλάχιστον. Όταν πήραμε την απόφαση να παντρευτούμε με τον Μηνά, πιστέψαμε κι οι δυο ότι αυτό θα μας έκανε ευτυχισμένους. Δεν μεταλλαχτήκαμε φυσικά, ούτε αυτός ούτε εγώ. Γκέι εξακολούθησα να είμαι, όπως κι εκείνος. Παρ’ όλα αυτά, δημιουργήσαμε μια σχέση σχεδόν ιδανική. Κοιμόμασταν μαζί, μοιραζόμασταν σώμα, πνεύμα και ψυχή, γελούσαμε, βγαίναμε, κάναμε ό τι και οι άλλοι, χωρίς όμως να τα ταυτιστούμε ποτέ μαζί τους. Η δική μας σχέση είχε από τη φύση της μια μεγάλη ιδιομορφία. Όταν γεννήθηκε η Κορίνα, ένιωσα για πρώτη φορά στη ζωή μου ότι έχω λόγο να ζω. Μέχρι που έμεινα έγκυος, φτιαχνόμουν με χασίσια. Από τότε και μετά, φτιάχνομαι μόνο με το χαμόγελο και με την ιδέα της κάλυψης των αναγκών της μικρής μου.
Δεν τα πιστεύω όσα μου λες. Έχω πάθει σοκ….
Άσε με να συνεχίσω. Ο Μηνάς με εγκατέλειψε, Μαργαρίτα. Δεν είμαστε πια μαζί. Γνώρισε τον Ορέστη και αποφάσισε να τον ακολουθήσει στο Βερολίνο για να ζήσουν μαζί. Είμαι μόνη, με ένα παιδί και ανυπεράσπιστη. Είναι πολύς καιρός που σκεφτόμουν να σου τηλεφωνήσω αλλά δίσταζα. Δε συγχωρώ τον εαυτό μου για την απουσία τόσων χρόνων. Δεν ξέρω τίποτα για την τωρινή σου ζωή, αν είσαι μόνη, αν τα ‘χεις με κάποια. Αλλά με όλο το θάρρος και συνάμα τη ντροπή που νιώθω, θέλω να σου πω από την καρδιά μου μια κουβέντα, Μαργαρίτα. Δε μας συγχωρώ, από φόβο χάσαμε. Σε θέλω πίσω στη ζωή μου. Δεν θέλω να νιώσεις ότι εκβιάζω τα συναισθήματα σου αυτή τη στιγμή. Ούτε θέλω να μου απαντήσεις, τώρα. Θέλω μόνο να σου ζητήσω συγνώμη, αγάπη μου! Ένα μεγάλο συγνώμη….