Σήμερα στο νησί ο καιρός ήταν νευρικός. Πότε ήλιος, πότε ψιχάλες (στα βουνά)
Παράφορη άνοιξη λίγο πριν ξεσπάσει.
Μου θύμισε κάτι ζευγάρια που είναι μέσα στα μούτρα και τους αναστεναγμούς, ένα λεπτό πριν πέσουν να βγάλουν τα μάτια τους (στο κρεβάτι)
Πήγα στην Αναφωνήτρα. Πάντα εκεί γυρίζω -όπως η πέστροφα, ενάντια στο ρεύμα του ποταμού. Το μέρος αυτό είναι η πρωτεύουσα του εσωτερικού μου κόσμου μου. Η πατρίδα μου.
Σε ένα φτηνό βιβλίο τσέπης (με φιλολογική επιμέλεια του Τωμαδάκη) είχα διαβάσει παιδί τους στίχους του Σολωμού
«Ἀπὸ τὴν ἔρημη
»Ἀναφωνήτρα,
»Ποῦ ναι εἰς τοὺς δύστυχους
»Παρηγορήτρα,
»Εἶχαν δυὸ ξέμετρα
»Τὰ δυὸ παιδιά.»
Με είχε τρομάξει αυτό το ποίημα με τους φανταστικούς ίσκιους, τα νεκρά παιδιά και τη τρελλή μάνα που παράδερνε στη νύχτα, μέσα στη βουνίσια αγριότητα και την αγριότητα του νου.
Αλλά μια χρονιά, με πήρε ο πατέρας μου στο πανηγύρι (ένα ειδωλολατρικό ξενύχτι με πολύ κρασί, ψητά κι ανιάκαρα στον περίβολο του ναού κάτω απο αυτήν τη γιγαντιαία καρυδιά) και συμφιλιώθηκα.
Εδώ υπάρχει κι ένα κτίριο που πολλές φορές το ονειρεύτηκα για σπίτι μου.
Είναι μισογκρεμισμένο πια
Δεν φαίνεται στη φωτογραφία, αλλά πίσω απο τον τοίχο είναι ένας κήπος περίκλειστος με λεμονιές, όπου μια φορά νόμισα ότι ακούω αηδόνια -και τη μαγεία αυτή την ένοιωσα μετά από χρόνια, ατόφια, όταν διάβασα το ολιγοσέλιδο διήγημα του Γέητς "Η καρδιά της Άνοιξης"
Νὰ, ποῦ δροσόβολη
Αὔρα ξυπνάει,
Καὶ ψιθυρίζοντας
Μοσχοβολάει
Ἀπὸ τὰ ἀρώματα
Τὰ αὐγερινά·
'Σ τὰ φύλλα ἐπέρναε
Καὶ τῆς καρδίας,
Σὰν τὰ κινήματα
Τῆς φαντασίας
Ποῦ ζωγραφίζουνε
Τὴν εὐτυχιά
Αγαπώ αυτό το μέρος όσο ελάχιστα. Στο περίβολο υπάρχει ένας τάφος -το όνομα κρυμμένο απο τις αγριοτριανταφυλλιές.
Κι αγαπώ αυτές τις πέτρινες εκτάσεις που τωρα είναι σκεπασμένες κρίνα και μαργαρίτες -και το μόνο που ακούς είναι τα μερεμέτια των ανθρώπων, που καρφώνουν και ασπρίζουν στη λιακάδα
Ακόμα και οι φύλακες άφησαν το όπλα τους στα χαμομήλια
Διαβάζω ένα βιβλίο (ανατύπωση του '54) που με έχει καταπλήξει με το πάθος του και τη γλώσσα του. Μόνο σε αυτή τη γενιά του Καρούζου, του Καπετανάκη και του Συκουτρή έχω δεί αυτή τη βιωματική θέρμη στην προσέγγιση των αρχαίων, που έχει τραφεί από το ρομαντικό δόσιμο του γερμανικού νεοκλασσικισμού, την «ευγενική απλότητα και το ήρεμο μεγαλείο» του Βίνκελμαν.
Με αυτά τα βιβλία έχω αγαπήσει την αρχαιότητα (όπως μέσα από τις Ιταλικές επιφυλλίδες της Σέμνης Καρούζου αγάπησα ακόμα και τις υπερβολές του λατινικού μπαρόκ -τις Κρήνες του Μπερνίνι και τα τοιαύτα).
Στη γειτονιά, η άνοιξη μάς πήρε τα μυαλά. Έχουν όλοι αλλοφρονήσει από τη γύρη. Οι γριές ξεκούμπωσαν τις ρόμπες τους ξεδιάντροπα. Εκεί που περπατάς, σεσημασμένοι δολοφόνοι πέφτουν ανάσκελα και σου δείχνουν την κοιλιά τους.
Τετοιες μέρες, όλα είναι ποίηση. Ακόμα και ο παλιός καταρράκτης της μαμάς, αγορασμένος από το πανηγύρι του αγίου - ίσως ο πιο αυθαίρετος καταρράκτης του κόσμου.
«Αὔριο θὰ κόψουμε
»Κάτι λουλούδια.
»Αὐριο θὰ ψάλουμε
»Κὰτι τραγούδια,
»Εἰς τὴν πολύανθη
»Πρωτομαγιά».
σχόλια