Δευτέρα απόγευμα. Στο γνωστό άτυπο ψυχοθεραπευτικό γκρουπ μαμάδων (περιμένοντας να τελειώσουν τα παιδιά μας το τάε κβον ντο). Εξομολογούμαι πως τελευταία με έχει πάρει από κάτω και πως έχω αρχίσει να μπουκώνομαι σοκολατάκια για να ανταπεξέλθω στην αλεγρία του μητρικού ρόλου. «Πλέον, αγοράζουμε τη μερέντα χονδρική» καταλήγω ντροπιασμένη, για να εισπράξω πρώτα ένα ξάφνιασμα και στη συνέχεια ένα χείμαρρο επεξηγήσεων και εξομολογήσεων που προσεγγίζουν το hard core. «Εννοείται» δηλώνει απλά η Π., ενώ η Ι. επισημαίνει πως «αν δεν φάω μια σοκολάτα στις 11 το πρωί, δε μπορώ να συνεχίσω να δουλεύω». «Παιδιά, εγώ προσπαθώ να την κόψω» πετάγεται μια αγνώστων στοιχείων εξαρτημένη κυρία, «αλλά αφού κοιμηθούν τα παιδιά το βράδυ, συνήθως σπάω και ενδίδω, λίγο».
Δεν είναι ότι παλιά η σοκολάτα μου ήταν απωθητική. Ούτε πως αγνοούσα ότι αρέσει σε όλους. Τότε όμως είχα μια σχετική αυτοσυγκράτηση. Ή, όταν δεν είχα, ήξερα πότε το παρακάνω και είχα τύψεις, άντε ενίοτε και καμιά βαρυστομαχιά. Είναι όμως η πρώτη φορά που η σοκολάτα παίρνει στα μάτια μου μια σχεδόν θεραπευτική διάσταση. Μια νέα εγκεφαλική αποκωδικοποίηση την έχει ήδη αρχειοθετήσει με λέξεις-κλειδιά την ανακούφιση, το ενδορφινικό ντους, την απενοχοποιημένη λαγνεία, τη συνειδητή κίνηση σωτηρίας από γυναίκα στα πρόθυρα νευρικής κρίσης. Ένα τσουβάλι μαμαδίστικες δικαιολογίες δηλαδή. Και, ω του θαύματος, δεν είμαι μόνη.
Ονειροπολώντας σχετικά με την επόμενή μου επίθεση στο περίπτερο, θυμήθηκα τη συζήτηση που είχα πριν από λίγο καιρό με τη φίλη Μ., στης οποίας το σπίτι βρισκόμουν. Τα παιδιά μας έπαιζαν ωραία μέσα (όσο ωραία και όσο μέσα μπορούν να παίξουν τέσσερα αγόρια), αλλά κατά διαστήματα εμφανίζονταν σαν κυνηγόσκυλα οσμιζόμενα τα γλυκά. Άνοιγαν ντουλάπια, έψαχναν μπολάκια και όταν ανακάλυπταν αυτό που είχαν κατά νου, δεν παρέμεναν φυσικά στο ένα. Εμείς πάλι, ως σωστοί κηδεμόνες, βάζαμε όρια και περιορισμούς στην κατανάλωση σοκολατοειδών, με ατάκες του τύπου «μετά το φαγητό», «αύριο όμως δεν θα φας» και «όχι πάνω από… δύο». Τα παιδιά, εύκολα ή πιο δύσκολα, ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία του καθενός, πείθονταν και πήγαιναν να συνεχίσουν το παιχνίδι τους. Εμείς όμως; Αφού δοκιμάσαμε ό,τι σοκολατούχο υπήρχε στο τραπέζι, σταματήσαμε να είμαστε κυρίες και ομολογήσαμε η μία στην άλλη την υποκρισία μας. Practice what you preach my ass, που θα έλεγε και η Μαντόνα.
Ε, λοιπόν ναι, όχι μόνο δεν κάνουμε οι ίδιες αυτό που απαιτούμε από τα παιδιά μας, αλλά μπουκωνόμαστε και στα κρυφά, την ώρα που εκείνα γυρίζουν την πλάτη, πάνε για ύπνο ή χαζεύουν γενικότερα. Ευτυχώς, το οπτικό πεδίο των νηπίων έχει εύρος…. νηπιακό. Όχι ότι τα παιδιά μας είναι χαζά. Έχετε δοκιμάσει να περάσετε μπροστά από παιδάκι, με το στόμα γεμάτο ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΑ με σοκολατάκι; «Τι έχεις στο στόμα σου;» λέει αυτό, ενώ έχει ήδη πιάσει τη μυρωδιά στον αέρα. «Γιατί τρως σοκολάτα;» συνεχίζει, χωρίς καν να περιμένει απάντηση. «Θέλω κι εγώ». Κάπου εκεί το μπουκώνεις ένοχα με ό,τι είχες κατά νου να τσακίσεις, ψελλίζοντας δικαιολογίες του τύπου «ε, δεν πειράζει μια φορά…» ενώ από μέσα σου σιχτιρίζεις που γέννησες το μικρό Σέρλοκ. Τα παραπάνω είναι τσεκαρισμένα. Στον παστουρμά δεν δίνουν την ίδια σημασία, το έχω επιβεβαιώσει. Μόνο η σοκολάτα ανακαλύπτεται αμέσως, ακόμη και κρυμμένη σε μπρόκολο.
Η ανακολουθία πράξεων και λόγων είναι πάντως χαρακτηριστική γονεϊκή αδυναμία. Παλεύουμε να μεγαλώσουμε τα τέλεια παιδιά μας με τέλειο τρόπο, σκοντάφτουμε όμως εύκολα στις προσωπικές μας αδυναμίες. Και στις αδυναμίες της εποχής μας ίσως. Φοβόμαστε για την υγεία τους, για τις συνήθειές τους, για το βάρος τους. Είμαστε κατά των υπερβολών, εκνευριζόμαστε με τη σοκολατομανία τους, απαιτούμε αυτοέλεγχο και αυτοσυγκράτηση, δεν θέλουμε να συνδέσουν τη σοκολάτα με την επιβράβευση ή την παρηγοριά, δεν θέλουμε να εθιστούν και να το παρακάνουν, δεν μας αρέσει να το απαιτούν να το περιμένουν, απλώς απαιτούμε να το εκτιμούν και να το απολαμβάνουν, όταν, εάν και εφόσον το έχουν. Εντάξει, θα μου πείτε, λίγη σοκολάτα είναι, έλεος, σιγά το πράγμα. Χμ, ναι. Κάπως έτσι αρχίζουν πάντα όλα…
σχόλια