Στις 24 Μαΐου ο Paul Krugman, από τις στήλες των “New York Times”, στηλίτευε τα «φουσκωμένα εγώ» των Αμερικανών τραπεζιτών, με αφορμή νομοθετική πρόταση του Barack Obama αναφορικά με την προοπτική πρόσθετων ρυθμίσεων σε σημεία που το φορολογικό σύστημα εμφάνιζε κενά ευεργετικά για τα πολύ υψηλά εισοδήματα και αντίστροφα προοδευτικά για το μεγάλο κομμάτι της αμερικανικής κοινωνίας.
Ο γνωστός οικονομολόγος δήλωνε, μέσες άκρες, ότι είναι αδιάφορο αν οι τραπεζίτες, διασωθέντες με θεσμικό τρόπο και δημόσιο χρήμα την «επομένη» της χρηματοπιστωτικής κρίσης, αισθάνονται κάπως θιγμένοι από την Προεδρική παρέμβαση, την οποία βλέπουν (και) ως μία κρατική απόπειρα μείωσης της ευημερίας που η επιτυχής οικονομική δραστηριότητά τους έχει αποφέρει. Λαμβάνοντας υπόψη τον οικονομικό εφιάλτη της πλειονότητας των Αμερικανών, είναι ντροπιαστικό, σημειώνει ο Krugman, να ενδιαφερόμαστε για τον… ευαίσθητο ψυχισμό της οικονομικής ελίτ μπροστά στην προοπτική μίας φορολογικής παρέμβασης που έχει προοδευτικά αναδιανεμητική προοπτική.
Την ίδια ημέρα, ένας άλλος συνεργάτης των “ΝΥΤ”, o Peter Frankopan του Κέντρου Βυζαντινών Ερευνών του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, παρομοίαζε τη στάση της Δύσης προς την Αθήνα με την αντίστοιχη των Δυτικών προς την ελληνόφωνη Κωνσταντινούπολη κατά την Τέταρτη Σταυροφορία. Όπως μάλιστα σημειώνει, ελάχιστα πιο ντροπιαστική είναι η τωρινή συμπεριφορά από εκείνη που σημειώθηκε προ 800 χρόνων. Η παρέμβαση έχει το χαρακτήρα προειδοποίησης προς την πολιτική και τραπεζική ελίτ, ώστε αυτές ν’ αποφύγουν να προτιμήσουν την πτώση της Ελλάδας από την ανάληψη των ευθυνών τους για την (και) δική τους ανηθικότητα.
Αν παίρναμε τοις μετρητοίς τα κριτήρια που θέτει ο κυρίαρχος (δημόσιος) λόγος στην Ελλάδα, οι προαναφερθέντες ανήκουν στους «τσάμπα μάγκες», στους «νταήδες», στους «καμπόσους», στους «γιαλαντζί παλληκαράδες», στους … «ομορφάντρες» (sic) αυτού του κόσμου. Αν μάλιστα δεν υπήρχαν έμπειροι διορθωτές κειμένων στους NYT, οπότε ίσως και κάποιο εκφραστικό λαθάκι να ξέφευγε, τότε αναμφίβολα ο Krugman και ο Frankopan θα συγκαταλέγονταν στους ημιμαθείς, στους ακατάδεκτους προς την πολλή μάθηση, όπως παρουσιάστηκε να είναι ο Αλέξης Τσίπρας.
Ευτυχώς αμφότεροι στερούνται της δυνατότητας να διαβάσουν ή ν’ ακούσουν τη συμβατική ελληνική δημοσιολογία, αλλιώς ντροπιασμένοι για το… ανάρμοστο ύφος τους θα ξεχνούσαν ακόμα κι εκείνα τα (καλά) αγγλικά τους. Όλοι εμείς οι υπόλοιποι όμως, όσοι έχουμε την ευκαιρία να ερχόμαστε σ’ επαφή με τους εξυπνακισμούς για τους (δήθεν) κουτσαβακισμούς ή και τους ψόγους για την έλλειψη της γνώσης των γαλλικών και του πιάνο από έναν πολιτικό, είμαστε κατά κάποιο τρόπο υποχρεωμένοι να σκεφτόμαστε τι υποδηλώνει η ανεύθυνα φθηνή κριτική.
Ασφαλώς τα αγγλικά του Τσίπρα δεν είναι για να ενθουσιάσουν, όπως και πολλών άλλων εξάλλου. Οι Erdogan και Lula da Silva, για να αναφερθούν ενδεικτικά μόνο οι ηγέτες πολύ σημαντικών και ισχυρών κρατών της εποχής μας, θα μπορούσαν να υπερθεματίσουν. Το ζητούμενο δεν είναι αυτό όμως, όπως ούτε η υποτιθέμενη προσβολή του «Ολαντρέου». Εξάλλου προσβλητικό δε είναι ούτε το «ηλίθιο, τρελό και ψευδές», χαρακτηρισμός που αφορούσε στο πρόγραμμα της Αριστεράς στην Ελλάδα και προήλθε από τον αναμφισβήτητα κοσμοπολίτη και σίγουρα εξαιρετικό γνώστη τόσο της γαλλικής αβρότητας όσο και της γερμανικής ευθύτητας Daniel Cohn-Bendit.
Εκείνα που εν τέλει φαίνεται να υπερασπίζεται ο κυρίαρχος λόγος, πέρα από τη με κάθε μέσο καταφορά πληγμάτων στον αντίπαλο -γιατί ας μην κρυβόμαστε η Αριστερά είναι η αντίπαλος σήμερα- η οποία ως πρακτική εν τέλει ίσως και υπό προϋποθέσεις είναι θεμιτή στην πολιτική σκακιέρα, είναι αφενός ένας οπισθοδρομικός ελιτισμός, αφετέρου ένας αναχρονιστικός επαρχιωτισμός.
Από τη μία, η αντίληψη ότι λίγο πολύ ένας σχετικά νεαρός πολιτικός, χωρίς τη δέουσα οικογενειακή παράδοση και τις καταξιωμένες αστικές καταβολές, χωρίς την εμπειρία των κορυφαίων πανεπιστημίων παραγωγής πολιτικών αλλά αντίθετα με την εμπειρία του ελληνικού αμφιθεάτρου και της κατάληψης, είναι κάπως «παράταιρος», ίσως να ταίριαζε σε αναλύσεις της δημόσιας ζωής των τελών του 19ου αιώνα, πάντως όχι της τρέχουσας.
Καλύτερα όλοι μας να μιλούσαμε (και) άλλες γλώσσες με περισσότερη ευγλωττία απ’ όση μας επιτρέπει ο τυπικός γνωστικός εφοδιασμός του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος ή για παράδειγμα να είχαμε βαθιά γνώση των πιο εκλεπτυσμένων εκδηλώσεων των τεχνών (τυχεροί οι εργάτες των σοβιετικών εργοστασίων που άκουγαν Tchaikovsky σε ώρα εργασίας), συνθήκη που (δυστυχώς) δεν ισχύει για το «μέσο» άνθρωπο∙ ακόμη καλύτερα δε να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις ώστε στο μέλλον να βελτιωθούμε συνολικά (και) γνωστικά. Έως τότε όμως, ας θυμόμαστε την εγγενή αντιδραστικότητα που χαρακτηρίζει κάθε όψη του ελιτισμού και το τι αυτή παράγει σε κοινωνικό επίπεδο.
Από την άλλη, για μία ακόμη φορά επιβεβαιώνεται ο επαρχιωτισμός της κατά τ’ άλλα «κοσμοπολίτικης» κυρίαρχης διανόησης στην Ελλάδα. Η αίσθηση της μικρότητας της (κάθε) Ελλάδας μπροστά στο μεγαλείο της (κάθε) Γαλλίας, αρκεί για να κάνει «την τρίχα …τριχιά» και να περιπέσουμε σε συλλογικό ηθικό πένθος για την ύβρη του «Ολαντρέου». Αρκεί κάποιος να παρακολουθήσει το video για να διαπιστώσει ότι καμία προσβολή δεν προκύπτει, αλλά και πάλι το θέμα δεν είναι εκεί. Ούτε στο ότι άλλες πραγματικές ύβρεις, περνούν ασχολίαστες.
Το ζήτημα αφορά στο μέτρημα της αξιοπρέπειας με όρους μεγέθους, γεγονός που όταν συμβαίνει (ειδικά) από τον αδύναμο αυτού του συλλογισμού, καταδεικνύει βαθύ συμπλεγματισμό, καταδικασμένο να δίνει μάχες καταξίωσης μέσα από φοβικές συμπεριφορές καθωσπρεπισμού.
Με αυτά και με κείνα, προφανώς δεν υπήρχε ούτε χώρος ούτε χρόνος για να παρουσιαστεί το, μέσες άκρες, «…ανταγωνισμός δεν υπάρχει μεταξύ των Ελλήνων και των Γάλλων ή των Γερμανών. Οι λαοί της Ευρώπης βρίσκονται σ’ ανταγωνισμό με τις υφιστάμενες πολιτικές…». Ο συντηρητικός ελιτισμός και ο μικροπρεπής επαρχιωτισμός θα ένιωθαν ασφυκτικά αν έδιναν χώρο στην προοπτική της πανευρωπαϊκής αλληλεγγύης, ειδικά σε μία χώρα που βιώνει στιγμές και σκηνές «Πειραϊκής – Πατραϊκής». Αλλά για την κυρίαρχη σκέψη, ευρωπαϊκή αλληλεγγύη είναι οι μίζεροι και ασφαλώς επικερδείς (αλληλεγγύη χωρίς τόκο δε δίνεται) υπολογισμοί στα… «ipad» των πολιτικών και τραπεζικών ελίτ της Γηραιάς Ηπείρου.
Υπερβαίνοντας τους γερασμένους τρόπους σκέψεις, ίσως ήρθε η ώρα να κακοκαρδίσουμε τις ελίτ, όπως, ίσως, θα έλεγε και ο Krugman.
σχόλια