Μέσα στο κλίμα του ελληνικού οικονομικού ορυμαγδού και του ευρωπαϊκού οικονομικού ιλίγγου, λίγες ημέρες πριν, και αφού ήδη διάφορα επιχειρηματικά συμφέροντα διακήρυσσαν ότι ενδεχόμενη αύξηση του μισθολογικού ή και του μη μισθολογικού κόστους θα ήταν αιτία …πολέμου, δηλαδή απόσυρσης παραγωγικών μονάδων από το ελληνικό έδαφος και μεταφοράς τους σε κράτη με συγκριτικό πλεονέκτημα στο επίπεδο αυτό, η κοινή γνώμη πληροφορήθηκε πως οι Έλληνες εφοπλιστές σκοπεύουν ν’ αλλάξουν μαζικά σημαίες αν ισχύει η πρόθεση ενός εκ των δύο βασικών μονομάχων της 17ης Ιούνη να δει εκ νέου το φορολογικό καθεστώς που διέπει τη ναυτιλιακή δραστηριότητα.
Ανεξάρτητα από την (οικονομική) αξιολόγηση που υπήρξε αναφορικά με τις προθέσεις φορολόγησης, πίσω από τις πιο πάνω θέσεις διακρίνονται δύο αρκετά επιλεκτικές προσεγγίσεις. Η μία αφορά στην ιδέα της κοινότητας, είτε αυτή την προσδιορίσουμε ως «κοινωνία» είτε ως «έθνος» κ.α. Η άλλη προσέγγιση αφορά στην πρόσληψη της ιδέας της ελευθερίας και στις αποτυπώσεις της στον πραγματικό κόσμο.
Οι επίμαχες δηλώσεις των οικονομικά ισχυρών αυτού του τόπου δεν κάνουν άλλο από το να θυμίζουν το προφανές, ότι δηλαδή η άσκηση πολιτικών είναι μία άκρως μεροληπτική διαδικασία, υπό την έννοια ότι χαράσσοντας πολιτικές επί της ουσίας δηλώνεις κατηγορηματικά ποια συμφέροντα επιδιώκεις να εκπροσωπήσεις.
Μέχρι και πριν λίγο καιρό λοιπόν ακούγαμε και διαβάζαμε, έστω και αν μάλλον υποψιαζόμασταν το αντίθετο, ότι στην υπερδιετή περιπέτεια της χώρας είμαστε όλοι προορισμένοι να υποστούμε τα δεινά που μας επιφύλασσε η μοίρα (;) και η (συλλογική) αφροσύνη μας (;). Γι’ αυτό θα έπρεπε να περικοπούν οι μισθοί, να μειωθούν οι συντάξεις, να περιοριστούν τα δημόσια αγαθά, να περισταλούν οι δημόσιες παροχές. Με λίγα λόγια, πιστεύαμε ότι όλοι μας σε αυτό τον τόπο θα έπρεπε να μικρύνουμε το μερίδιό μας στην ευημερία, να αφήσουμε πίσω τις όποιες απολαύσεις και να βαδίσουμε στο δρόμο της αυστηρής και ενάρετης (?) λιτότητας. Αυτή ήταν η επιλογή που ήμασταν υποχρεωμένοι να κάνουμε υπερασπιζόμενοι τη δυνατότητα της «κοινότητάς» μας να δανείζεται, άρα και να υπάρχει (?).
Πρώτοι απ’ όλους, οι εκπρόσωποι των οικονομικά δυνατών υποστήριζαν με πάθος ότι όλοι μας οφείλομε να …δακρύσουμε και να ιδρώσουμε ώστε σ’ ένα, αν και όχι ορατό, μέλλον να γελάσουμε ξανά. Μάλιστα, μας διαβεβαίωναν ότι εκείνοι, ίσως και πρώτοι απ’ όλους, αναλάμβαναν δυσθεώρητα κόστη για να κρατήσουν όρθιες τις επιχειρήσεις τους …για να μην κλείσουν εργοστάσια, για να μη χαθούν θέσεις εργασίας, για να μην κλείσουν καταστήματα. Τελικά όλα τα προηγούμενα έγιναν, όμως οι ίδιοι εξακολουθούσαν να μας …καθησυχάζουν λέγοντας ότι όλοι, έχοντες και μη, ακολουθούσαμε κοινή πορεία προς τον οικονομικό Γολγοθά μας. Grosso modo, υποστήριζαν, «ανεργία και χαμηλά εισοδήματα εσείς; Χαμηλούς τζίρους και αβεβαιότητα εμείς...». Η σχέση και πάλι έμοιαζε ετεροβαρής, όμως εξακολουθούσε να γοητεύει για τη συναίσθηση της κοινής εθνικής (?) μας μοίρας, την οποία αντανακλούσε.
Όντως οι …μελοδραματικές εκκλήσεις τους φάνηκαν να πιάνουν τόπο. Μισθολογικά και μη μισθολογικά κόστη κατέρρευσαν, η εργατική νομοθεσία έγινε «φύλλο και φτερό», επιπλέον φορολογικά κίνητρα δόθηκαν κ.ο.κ. Βέβαια, το «όλοι» τους, στην πραγματικότητα δεν ήταν ένα «εμείς» αλλά ένα «εσείς», όλοι οι υπόλοιποι δηλαδή, οι μισθωτοί, οι συνταξιούχοι, οι άνεργοι κ.ο.κ. Αυτό επιβεβαιώθηκε περίτρανα τις τελευταίες ημέρες. Η κοινή προσπάθεια των Ελλήνων, η φιλοπατρία, το περίφημο «πρώτα η Ελλάδα» και άλλα αντίστοιχα εν μία νυκτί κατέρρευσαν ως χάρτινος πύργος. Η μείωση των εισοδημάτων των εκατοντάδων ή έστω και κάποιων λίγων χιλιάδων ευρώ ανά μήνα ήταν αναγκαία μπροστά στο «κοινό καλό» όμως η απόδοση ενός ελάχιστου εν τέλει μεριδίου από τα κέρδη των δεκάδων δισεκατομμυρίων κατ’ έτος ήχησε ως παράφρων κρατισμός στα αυτιά των κατά τ’ άλλα ευπατρίδων εκπροσώπων του ελληνικού κεφαλαίου. Μάλιστα, της ζέσης για το μέλλον της Πατρίδας (ναι, για εκείνους πάντα το «Π» είναι κεφαλαίο), της κοινότητάς μας δηλαδή, προέταξαν μια πολύ εκλεκτικιστική εκδοχή της ελευθερίας, πιο συγκεκριμένα την ελευθερία του κεφαλαίου να μετακινείτε, όσο του επιτρέπετε, δηλαδή σχεδόν απεριόριστα, ανεμπόδιστο.
Η αλήθεια είναι ότι βρίσκεται στη διακριτική ευχέρεια του καθενός να μεταφέρει τα κεφάλαιά του και την οικονομική δραστηριότητά του όπου θέλει ή τέλος πάντων όπου του επιτρέπεται, έστω και αν η αντίφαση που είδαμε πρωτύτερα δε δείχνει επιλύσιμη. Από τη μία το κεφάλαιο είναι ένα συντελεστής υψηλής κινητικότητας, από την άλλη η απρόσκοπτη δυνατότητα ανάπτυξη οικονομικής δράσης συνιστά (αυξημένη) βαθμίδα ελευθερίας. Το ζήτημα όμως είναι ότι την ίδια ώρα αντίστοιχης ελευθερίας στερούνται οι εργαζόμενοι, όχι γιατί δεν μπορούν μ’ ευκολία να μετακινηθούν, άλλωστε η εργασία είναι συντελεστής χαμηλής κινητικότητας, αλλά γιατί με κρατική παρέμβαση (βλ. μειώσεις κατώτερων μισθών κατά 22% ή και 32%), εδώ και δύο σχεδόν μήνες δεν μπορούν να διαπραγματευθούν ελεύθερα σε συλλογικό επίπεδο, στο μόνο δηλαδή που διατηρούν μία κάποια ισχύ, τους (κατώτερους) μισθούς τους.
Επιπλέον, για ένα κομμάτι των συμπολιτών μας με αυξημένη …φιλοπατρία, το δικαίωμα στην ελεύθερη επιχειρηματικότητα ή εργασία που απολαμβάνουν τόσο το ελληνικό κεφάλαιο ή το ελληνικό επιστημονικό δυναμικό που με καλούς όρους αποζητά την (καλύτερη) τύχη του στο εξωτερικό, δε δικαιούνται να απολαμβάνουν (για παράδειγμα) οι Αιγύπτιοι μετανάστες που δραστηριοποιούνται στην ιχθυόσκαλα. Εκείνοι, για να διαχειριστούν την παραγωγή τους, δηλαδή την ψαριά τους, (φαίνεται πως) οφείλουν να απευθυνθούν στους …Λαγούς αυτού του τόπου. Όπως η «κοινότητα» έτσι και η «ελευθερία» ετούτες τις μέρες από αξίες υψηλού νοήματος μοιάζουν αξίες που υπόκεινται στη μεροληπτική «κοπτοραπτική» του εκάστοτε ισχυρού.
Κάθε οικονομικό σχέδιο, κάθε πρόταση πολιτικής εδράζεται σε κάποιο, λιγότερο ή περισσότερο συνεκτικό, σύστημα αξιών. Την Κυριακή έχουμε μία καλή ευκαιρία να δηλώσουμε ποιες είναι οι καθοδηγητικές αξίες μας. Από τη Δευτέρα βέβαια χρειάζεται να τις υπερασπιστούμε…
σχόλια