Δευτέρα πρωί, πρώτη μέρα του καλοκαιρινού ‘καμπ’. Περιμένω με τον Ζ. στη γωνία, να περάσει να τον πάρει το σχολικό. Μπάχαλο τα δρομολόγια την πρώτη μέρα. Περιμένουμε και περιμένουμε. Κάποια στιγμή, περνάει χαμογελαστή από μπροστά μου η μαμά του X., φίλου του Ζ., με τον οποίο θα πηγαίνουν μαζί στην ‘καλοκαιρινή δραστηριότητα’. «Τι έγινε», μου λέει, «ακόμη περιμένετε;». «Ναι», απαντάω «τον Χ. τον πήρε;». Μου το επιβεβαιώνει, λέγοντας «εδώ και 20 λεπτά». Απορώ. Τα σπίτια μας απέχουν δύο τετράγωνα. Πόση ώρα να κάνει να φθάσει το λεωφορείο από το ένα στο άλλο; Παίρνω τη συνοδό. «Δεν έχω πάρει κανέναν Χ.», μου λέει. «Δεν έχουμε καν φθάσει ακόμη στην περιοχή σας». Η μαμά δίπλα μου σε πανικό. «Έβαλα το παιδί μου σε λάθος λεωφορείο!» Η επόμενη ώρα περνάει σε μια τρέλα. Πού είναι το παιδί, ποιος το έχει, πού θα το βρούμε, είναι μόνο 6 χρονών και δεν ξέρει ούτε το τηλέφωνο του σπιτιού του. Κι αν έχει συμβεί κάτι πολύ κακό; Μ’ αυτά και μ’ αυτά όμως ξέχασα για λίγο τα αποτελέσματα των εκλογών.
Προσπάθησα να μην γράψω πολιτικοποιημένα. Δε μπορώ όμως πια να σφυρίζω αδιάφορα, δε μου βγαίνει. Το αποτέλεσμα των εκλογών δε με άφησε άφωνη. Είχα ακούσει αρκετά τον προηγούμενο καιρό για να το φοβάμαι, να το περιμένω. Με έπιασε όμως μια θλίψη, που με ξάφνιασε. Νομίζω πως κατά βάθος, είχα πιστέψει πως οι εκλογές είχαν φέρει το παιχνίδι στα χέρια μας. Στα χέρια των πολιτών. Πως, όπως στις προηγούμενες εκλογές, θα δείχναμε σε όλους ότι δεν μπορούν να κάνουν ότι θέλουν, γιατί σε μια κοινοβουλευτική δημοκρατία οι πολιτικοί ελέγχονται, επιβραβεύονται ή τιμωρούνται ανάλογα και σε κάθε περίπτωση, αναγνωρίζεται ο ρόλος τους στην ιστορία. Μα που ζούσα;
Το πρόβλημά μου δεν είναι ότι ο Σύριζα δεν έγινε κυβέρνηση (όπως φαντάζομαι πολλοί θα σπεύσετε να σχολιάσετε). Το πρόβλημά μου είναι ότι το τοπίο δεν άλλαξε και –ακόμη χειρότερα- ένιωσαν ‘δικαιωμένοι’ εκείνοι που είχαν στα χέρια τους το παιχνίδι μέχρι σήμερα, εκείνοι που το έφεραν στο game over και τώρα ζητούν ‘επανεκκίνηση’. Το πρόβλημά μου είναι οι άνθρωποι της ηλικίας μου και οι μικρότεροι, οι οποίοι αναμασούν τις πεποιθήσεις των πατεράδων μας, οι μόνοι που -ίσως δικαιολογημένα- δεν αντιλαμβάνονται ότι τους έχει ξεπεράσει η ιστορία. Το πρόβλημά μου είμαι κι εγώ η ίδια. Γιατί παρασύρθηκα από μια ελπίδα. Μα τι σκεφτόμουν;
Δεν είναι βέβαια μόνο αυτό. Σε συζήτηση που είχα λίγο πριν τις εκλογές με ξένο δημοσιογράφο, του έλεγα πως, αφού ξεπέρασα το πρώτο σοκ για τα αποτελέσματα της Χρυσής Αυγής στις 6 Μαΐου, αντιλήφθηκα ότι πολλοί απ’ όσους την ψήφισαν δεν ασπάζονται τις πεποιθήσεις της και ότι, ξέσπασαν, ένιωσαν καλύτερα και τώρα ίσως δεν κάνουν την ίδια επιλογή. Δεν τους καταλαβαίνω, απλώς τους προσπάθησα να εξηγήσω το πώς νόμιζα ότι σκέφτονται. Μα πόσο αφελής είμαι;
Το παιδάκι βρέθηκε σχετικά σύντομα και όλα πήγαν καλά. Αφελής η μαμά που το έβαλε σε λάθος σχολικό χωρίς να ρωτήσει, ανόητη και η συνοδός που δεν επιβεβαίωσε το όνομα πριν πάρει το παιδί και φύγει. Όταν τελικά ηρεμήσαμε, άρχισα πάλι να σκέφτομαι τις εκλογές. Κι αν τελικά ρίξαμε την ψήφο μας σε λάθος λεωφορείο; Αν αυτό το 40% περίπου, δεν ρώτησε, δεν φρόντισε να μάθει πριν ψηφίσει, απλώς γιατί ήξερε ότι, παραδοσιακά, το σχολικό που σταματά μπροστά στο σπίτι σου πηγαίνει το παιδί σου στο σχολείο και το κόμμα που ψηφίζεις προωθεί το καλό της πατρίδας σου και το συμφέρον των πολιτών της; Τότε, τι γίνεται;
σχόλια