Από τον Γιώργο Καρουζάκη.
Σε ορισμένα «έξυπνα», υπερσύγχρονα μουσεία της Ιαπωνίας, τα κτίρια λειτουργούν σαν γιγάντια υπερευαίσθητα όντα. Δεν είναι απλώς εξοπλισμένα με τα συστήματα τελευταίας τεχνολογίας για να αντιμετωπίσουν έκτακτα φαινόμενα – ένα σεισμό, μια διάρρηξη ή τους βανδαλισμούς των εκθεμάτων. Το σώμα του κτιρίου αναπνέει, «αισθάνεται», παρακολουθεί διαρκώς τη θερμοκρασία του χώρου, την υγρασία ή την περιεκτικότητα του αέρα σε μονοξείδιο και διοξείδιο του άνθρακα, ενώ το περιβάλλον προσαρμόζεται αυτομάτως στις αλλαγές της εξωτερικής θερμοκρασίας, στην ατμόσφαιρα που δημιουργεί ο μεγαλύτερος ή μικρότερος αριθμός επισκεπτών.
Προφανώς σ’ έναν τέτοιο χώρο η παρουσία του επισκέπτη αποκτά διαφορετική σημασία. Όχι μόνο εξαιτίας της θερμοκρασίας του. Οι ποικίλες πληροφορίες που κυκλοφορούν μέσω οπτικών ινών και συνδέσεων στο «σώμα» του μουσείου, συνδιαλέγονται αδιάκοπα, από τις οθόνες των ηλεκτρονικών υπολογιστών που βρίσκονται στο χώρο, με τα συναισθήματα και τις αντιλήψεις του επισκέπτη. Διευκολύνουν την πολυεπίπεδη προσέγγιση των εκθεμάτων. Όπως αντιλαμβάνεστε, η παραδοσιακή σχέση του επισκέπτη με το μουσείο, αυτό το ιερατείο γνώσης, το πάλαι ποτέ θησαυροφυλάκιο της Ιστορίας και της αδιαμφισβήτητης αλήθειας, έχει οριστικά διαρραγεί.
Το μουσείο και τους προδρόμους του διερευνά και το βιβλίο της Εilean Ηooper-Greenhill, καθηγήτριας στο Πανεπιστήμιο του Λέστερ. Η συγγραφέας, εξετάζοντας το μουσείο ως παράγοντα διαμόρφωσης της ανθρώπινης γνώσης, επιχειρεί ένα μακρινό ταξίδι στο παρελθόν, με αφετηρία το Παλάτσο Μέντιτσι στη Φλωρεντία του 15ου αιώνα, που θεωρείται ότι σηματοδοτεί τις απαρχές των «μουσείων» και των συλλογών έργων τέχνης στην Ευρώπη. Από τη φυσιογνωμία του μουσείου-ανακτόρου του ηγεμόνα θα περιηγηθεί στη μεταγενέστερη Wunderkammer («αίθουσα του κόσμου»), μια απόπειρα συλλογής με ποικίλα εκθέματα που υποδήλωναν την «τάξη του κόσμου» και την αποκάλυψη ενός ιεραρχικού, αποκρυφιστικού/μαγικού, παγιωμένου σύμπαντος. Θα επανεξετάσει τη σημασία της Συλλογής της Βασιλικής Εταιρείας –ιδρύθηκε το 1660 από μέλη μιας λέσχης επιστημονικών πειραμάτων στο λονδρέζικο Gresham College– με τη βαθμιαία δημιουργία μιας συλλογής αντικειμένων, ώστε να υπάρξει πλήρες σύστημα φιλοσοφίας για την εξήγηση των έργων της φύσης ή της τέχνης, και να δοθούν έλλογες απαντήσεις σε ερωτήματα σχετικά με τις αιτίες των πραγμάτων. Για να πλησιάσει στη συνέχεια το «επιτηρούμενο μουσείο» της Γαλλικής Επανάστασης, όπου οι ιδιωτικές συλλογές ηγεμόνων, ευγενών ή λόγιων παραχώρησαν τη θέση της στις «δημόσιες συλλογές ανοιχτές στο κοινό», και να καταλήξει στο σύγχρονο, ευμετάβλητο μουσείο στην εποχή της νεωτερικότητας.
Πλοηγοί στο εγχείρημα της Greenhill είναι οι κατακτήσεις της τέχνης και της φιλοσοφίας, ο τρόπος που ο γάλλος φιλόσοφος Michel Foucault προσεγγίζει την Ιστορία: απορρίπτοντας την άποψη περί συνεχούς, ομαλής εξελικτικής ιστορικής πορείας, για να δώσει έμφαση στην ασυνέχεια, τις τομές, τις μετατοπίσεις, τη διασπορά. Διαπίστωση που επιτρέπει στη συγγραφέα να επιβεβαιώσει: «δεν υπάρχουν "άμεσοι πρόγονοι" ή "θεμελιώδης ρόλος" του μουσείου – η ταυτότητά του, οι στόχοι του, οι λειτουργίες του και οι «λειτουργοί» του αλλάζουν. Πάντοτε τα μουσεία προσάρμοζαν το χαρακτήρα και τη φυσιογνωμία τους ανάλογα με τα συμφραζόμενα, τις σχέσεις τους με την εξουσία, τα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά δεδομένα της εποχής».
σχόλια