Την ώρα που είσαι στο μπάνιο, ή τη στιγμή που ανακατεύεις τον καφέ σου... Μάλλον αδειάζει το μυαλό από όλα εκείνα που η ζωή σου έχει βάλει στο πρόγραμμα... η μάλλον εσύ έχεις βάλει στη ζωή σου. Ξεκίνησαν ως θέλω και κατάντησαν πρέπει. Έγιναν από επιθυμίες, δυνάστες ευθύνες και κάθε μέρα ξυπνάς με σκοπούς και χρονοδιάγραμμα. Και από 'κει που τα θέλω σου έπρεπε να σου δίνουν την ενέργεια να τα πραγματοποιείς, έγιναν οι βρικόλακες της ζωής σου, που ρουφάνε όση ευχαρίστηση μπορεί να είχες βρει αρχικά. Αυτή που σε έκανε να τα θελήσεις.
Είναι αυτές οι στιγμές που ανακατεύεις τον καφέ σου, που μπορεί να σου αλλάξουν τη ζωή όλη... Αν ακούσεις.
Αν ακούσεις. Μεγάλη κουβέντα να ακούς, πρώτα από όλους τον εαυτό σου, που συνήθως μέσα σε ένα εικοσιτετράωρο τρέχει από πίσω σου λαχανιασμένος, προσπαθώντας να τραβήξει την προσοχή σου, έστω για μερικά δευτερόλεπτα. Να σου πει πώς νοιώθει. Αν άκουγες.
Είναι εκείνη η στιγμή που βγαίνεις γυμνός απ' το μπάνιο και βιαστικά σκουπίζεσαι, γιατί βιάζεσαι να ετοιμαστείς. Έχεις τόσα να προλάβεις. Εκείνη τη μικρή αδιάφορη στιγμή που δεν την έχεις ποτέ μετρήσει σε μέγεθος ή στη σημασία της, που μπορεί να μάθεις όλη την αλήθεια για όλα όσα νομίζεις σημαντικά και τόσο σκληρά παλεύεις να κερδίσεις.
Είναι;
Θα τ' αφήσεις για αργότερα. Τώρα δεν προλαβαίνεις.
Και μένεις εμβρόντητος στην αμφισβήτηση. Σαν να σε χτυπάει ηλεκτρικό ρεύμα. Τινάζεσαι και συνεχίζεις βιαστικά το σκούπισμα με τη πεσέτα. Φυσικά και είναι. Αφού εσύ τα έχεις αποφασίσει.
Αδειάζοντας την σακούλα με τα ψώνια από το σουπερμάρκετ, σκέφτεσαι τι ξέχασες. Κάτι ξέχασες και θυμάσαι πως ξέχασες αυτόν που αγάπησες στ' αλήθεια πριν καιρό, αλλά δεν του το είπες ποτέ. Και μετά παντρεύτηκες κάποιον που στο είπε εκείνος. Πρόλαβε κάποιος να το πει πρώτος. Μπορεί να ήταν και τυχαίο και τελικά αποδεικνύεται ατυχές, γιατί γι' αλλού ξεκίνησες κι αλλού πήγες. Και βιάζεσαι να βάλεις και το τελευταίο γάλα στο ψυγείο, και να το κλείσεις.
Άργησες. Μεγάλη μέρα, αλλά τα πρόλαβες όλα. Είναι αργά τώρα. Πρέπει να κοιμηθείς. Αύριο ξυπνάς νωρίς.
Πλένεις το πρόσωπό σου, μηχανικά ακολουθείς την τελετουργία. Κάθε βράδυ ίδια. Έτσι πρέπει. Βουρτσίζεις τα δόντια και την ώρα εκείνη ξεχνιέσαι και κοιτάζεσαι κατάματα στον καθρέφτη, για λίγα δευτερόλεπτα, και γίνονται αιώνας.
Και θυμάσαι μια φορά που ήσουνα φοιτήτρια, σε ένα μπαράκι με το μεγάλο σου έρωτα και τους φίλους σας. Μέσα στα γέλια και τα παιχνίδια με την παρέα, σε είχε κοιτάξει κατάματα και σου είχε χαϊδέψει τρυφερά το χέρι και ένιωσες να σε πλημμυρίζει όλο το πέλαγος. Να σε ρουφάει μέχρι το βυθό και να σε ξεβράζει στην ακτή καινούρια, δυνατή και ευτυχισμένη. Αλλά δεν του είπες ποτέ ότι ήταν ένας μεγάλος σου έρωτας. Κράτησες τη στιγμή κλειδωμένη μέσα στο στόμα σου, βουβή. Σαν τον κουφό που έχει εικόνες, έχει συναίσθημα, αλλά δεν έχει ήχο.
Σκύβεις το κεφάλι πάνω στο νιπτήρα, και στηρίζεις τα χέρια σου πάνω στις πλευρές του. Για ένα λεπτό φοβάσαι ότι αυτή η από το πουθενά εμφανιζόμενη οργή σου θα τον ξεκολλήσει από τον τοίχο. Κρατάς την οδοντόβουρτσα που στάζει στο πάτωμα, αλλά τι νόημά έχει;
Σηκώνεις αποφασιστικά το κεφάλι, κοιτάζεσαι στον καθρέφτη και το βλέμμα σου αλλάζει μέσα σε δευτερόλεπτα, ούτε που προλαβαίνεις να το παρακολουθήσεις. Από αγωνιά και απογοήτευση περνάει στην βεβαιότητα του "Πάει αυτό, ήταν πριν χρόνια" και ξεπλένεις το στόμα σου βιαστικά, δεν ξανακοιτάζεσαι. Πας για ύπνο.
Το ξυπνητήρι είναι στην ώρα του, όλα εντάξει. Αύριο.