Κανένας δε γεννήθηκε ρατσιστής

Κανένας δε γεννήθηκε ρατσιστής Facebook Twitter
0

Αγαπητό ημερολόγιο - τι ημερολόγιο δηλαδή, ένα κομμάτι χαρτί από περιτύλιγμα σοκολάτας είσαι. Μικρά γράμματα για να χωρέσουν οι σκέψεις μου- κάθομαι σε ένα παγκάκι στο πάρκο που γνώρισα το φίλο μου το Δημητράκη. Φίλος μου παντοτινός κι ας έχει άλλο χρώμα, θρησκεία, τρόπο ζωής. Είναι άνθρωπος σαν εμένα. Δε ξέρω και δε μπορώ να καταλάβω - μάλλον επειδή είμαι μόλις 9 χρονών - γιατί οι γονείς του δε με συμπαθούν.

Άκουσα μια μέρα τη μαμά του να λέει ''Άστον! Μην τον ακουμπάς! Φύγε από εκεί Δημήτρη.'' Πόσο άσχημα ένιωσα εκείνη τη στιγμή δε μπορώ να περιγράψω. Τον ρώτησα τι εννοούσε κι εκείνος πριν καλά καλά προλάβω να ολοκληρώσω την ερώτηση μου, μού λέει ''Εγώ δε θα σε χάσω''.

Χαμογέλασα, αλλά συνέχιζα να μη καταλαβαίνω και πολλά. Ήμασταν στην ίδια ηλικία και μάλλον ούτε αυτός καταλάβαινε και πολλά. Κάθε μέρα ερχόμασταν σε αυτό το παρκάκι μέχρι την ώρα που ερχόταν η μαμά του και μας χαλούσε το παιχνίδι. Αμάν πια αυτή η μαμά του! Λες και ήμουν μικρόβιο και θα κολλούσα κάτι το Δημητράκη.

''Μα εγώ τον Δημητράκη δε θα τον πείραζα ποτέ. Ο Δημητράκης είναι φίλος μου'', σκεφτόμουν κάθε φορά που τον έβλεπα να φεύγει. Περνούσαν τα χρόνια και πάντα συναντιόμασταν σ'αυτό το πάρκο. Βέβαια όχι πολύ συχνά γιατί είχε σχολείο. Α! Ξέχασα να γράψω πως εγώ δεν πήγαινα σχολείο γιατί δεν είχα κάτι που το λένε ''ελληνικά ιθεγένεια'' ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων. Κάποιο σχολικό είδος θα ήταν σαν το τετράδιο. Δεν με πείραζε που δε το είχα. Μάθαινα από το Δημητράκη. Να, και τώρα που γράφω το Δημητράκη σκέφτομαι που μου έδινε τα βιβλία και τα τετράδια του και μου μάθαινε. Μου μάθαινε πολλά. Δεν είχα λέει το δικαίωμα της παιδείας και πως στην Ελλάδα τα πράγματα είναι διαφορετικά. Πολύ περίεργα. Περνούσαν λοιπόν τα χρόνια ώσπου άρχισα να παρατηρώ τον κόσμο γύρω μου. Ξεκίνησα από τους ανθρώπους που έρχονταν στο πάρκο αυτό και δεν είδα καμία μέρα φιλία σαν τη δική μου και του Δημητράκη. Έτσι... καταλαβαίνετε... φιλία ασπρόμαυρη.

Οι γονείς του ακόμα δε με ήθελαν,αλλά η φιλία μας ήταν ένας δεσμός, δυνατός δεσμός. Όταν πια έφτασα 16 χρονών και πήγα σχολείο,ήταν σαν να με έβαλαν τιμωρία, κλειδωμένο σε τέσσερις άσπρους τοίχους. Άγχος για το επόμενη μέρα. Όταν ζήτησα από το Δημητράκη να μου πει γιατί μου πετάνε χαρτάκια στο μάθημα, μου φωνάζουν, με μειώνουν, γιατί γελάνε μαζί μου κοροϊδευτικά, γιατί μόλις μπήκα στη τάξη η καθηγήτρια με έδειξε και είπε '' Σε περιμέναμε ξένε'', εκείνος με αγκάλιασα και είπε: ''Μοχάμεντ, οι άνθρωποι δεν αγαπάνε. Βλέπουν και κρίνουν. Κρίνουν και αυτοκαταστρέφονται. Ύστερα μου μίλησε για κάτι κοινωνικά στερεότυπα, λέει, που μαστίζουν τη χώρα. Μου μίλησε για έναν... ρατσισμό, ναι ναι έτσι μου το είπε, που κάποιος υποβαθμίζει χωρίς λόγο τον διαφορετικό από αυτόν. Μου είπε πως οι άνθρωποι μόνο με την όραση τυφλώνονται και μειώνουν τον ξένο, το μετανάστη, τον αλλοδαπό εργάτη.


Αναρωτήθηκα γιατί ο ρατσισμός δεν υπάρχει και στη δική μου χώρα,αλλά μετά σκέφτηκα πως οι άνθρωποι εκεί -οι συμπατριώτες μου - μπορούν να ζήσουν και χωρίς αυτόν. Έχουν συνηθίσει στην έλλειψη νερού, φαγητού, στέγης, ιατρικής περίθαλψης, ας προστεθεί και κάτι άλλο. Δε θα τους πειράξει. Είμαι σίγουρος. Κατάλαβα γιατί οι γονείς του Δημητράκη δε με ήθελαν. Δεν ήξεραν να αγαπάνε... μέχρι τη μέρα που τους μίλησα εγώ για αγάπη.


Όπως μου έμαθε η δασκάλα, έχω δικαιώματα.


Η αγάπη, τους είπα, είναι το βασικότερο δικαίωμα. Η τάξη εκείνη τη στιγμή χειροκρότησε. Τους ακούστηκε τόσο περίεργο;


Μου τελειώνει το χαρτί. Θα αφήσω το χαρτί αυτό, το περιτύλιγμα αυτό της σοκολάτας, εδώ. Στο παγκάκι που κάθομαι. Το αφήνω να το βρει κάποιος. Κάποιος λευκός που μαζί με τους ''άλλου χρώματος'' ξέχασε να αγαπήσει και τον ίδιο του τον εαυτό.


Έτσι δεν είναι λευκέ;

0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ