Σεριανίζω αυτές τις μέρες στο μπαλκόνι μου, το τηλέφωνο καρφωμένο στο αυτί και εγώ τεντώνω το σώμα μου σε περίεργες στάσεις, υψώνοντας το κινητό στο φως της μέρας προσπαθώντας να βρω σήμα για να εκπληρώσω το προαιώνιο κάλεσμα: να επικοινωνήσω.
Και το φως παίζει περίεργα παιχνίδια, ειδικά όταν είναι βράδυ και το μυαλό είναι απροστάτευτο από τα κοράκια της μνήμης. Πριν λίγες μέρες είδα λεπτές λωρίδες φωτός να αυλακώνουν το απέναντι παραθυρόφυλλο, το παραθυρόφυλλο εκείνης της γειτόνισσας μου, που πια δεν είναι ούτε γειτόνισσα, ούτε μου.
Σκέφτομαι λοιπόν πως ο καιρός περνάει και έρχονται νέοι ενοικιαστές, νέοι γείτονες και νέες γειτόνισσες. Ανοίγουν την πόρτα, εκείνη τη βαριά, σιδερένια πόρτα με το ξεφτισμένο αυτοκόλλητο του κλειδαρά, μπαίνουν στην γκρίζα πολυκατοικία, έξι βήματα, στροφή αριστερά και μπαίνουν σε εκείνο το σπίτι. Μπροστά δεν είναι πια ο κόκκινος καναπές, ούτε εκείνο το παμπάλαιο χαλάκι, στα δεξιά η κουζίνα είναι σιωπηλή και μόνο εκείνες οι περίεργες ζωγραφιές στο φθαρμένο τζάμι θυμίζουν πως κάποτε χέρια πάλεψαν να χτίσουν εκεί μέσα μία ζωή.
Και η κρεβατοκάμαρα είναι άδεια, τα σημάδια εκείνης της εποχής εξαφανίστηκαν, στην αρχή προσεκτικά πακεταρισμένα σε κούτες που έγραφαν απέξω "προσοχή εύθραυστον", ύστερα μέσα σε ξένα σπίτια, ξένους τοίχους, μακρινές γειτονιές. Έφυγε ο καλόγερος που κρέμαγε τέσσερις μικρές ομπρέλες. η πιατέλα με το γάλα και τις σταφίδες που γευμάτισε ο εραστής δεν κάθεται πια στη μικρή καρέκλα, λείπει το ραδιόφωνο από το κομοδίνο, και εκείνο το υπέρδιπλο κρεβάτι που τα φιλιά κάνανε να μοιάζει μια σταλιά έφυγε και εκείνο.
Μπαίνει λοιπόν μέσα ο νέος ενοικιαστής, ανάβει τα φώτα να ελέγξει τον χώρο και εκείνα ξεμυτίζουν και περνάνε στο απέναντι μπαλκόνι, κατευθείαν στον καημένο που κάθεται εκεί χωρίς αντιστάσεις και βασανίζεται προσπαθώντας να βρει σήμα και στην τελική να επικοινωνήσει με τους ανθρώπους.
Και όλο λέω, θα κατέβω κάτω και θα χτυπήσω όπως κάποτε εκείνο το παραθυρόφυλλο του χαμηλού μπαλκονιού. Και όταν ο γείτονας βγει θα του πω.
"Μην ανάβεις τα φώτα. Θα σου πω εγώ ό,τι πρέπει να ξέρεις για το σπίτι. Θα σου πω που ήταν το κάθετι και πόσα τετραγωνικά είναι τα ράφια της κουζίνας. Που φάγαμε μακαρόνια και τσουρέκι, που καθόμασταν αγκαλιά μέχρι να ξημερώσει. Θα σου πω εγώ ό,τι θέλεις. Μόνο σε παρακαλώ μην ανάβεις τα φώτα".
Βέβαια δεν μπορώ να το κάνω. Αυτές τις μέρες η αλληλεπίδραση με τους γείτονες μοιάζει τόσο δύσκολη και ψυχοφθόρα που ένας φόβος με πιέζει έντονα στο στήθος και παγώνω. Ο νέος γείτονας θα πρέπει να μάθει μόνος του το σπίτι. Και εγώ που πάντα ξεχνώ θα του στερήσω το μόνο που δεν ξέχασα.
Το σπίτι της γειτόνισσας.
σχόλια