βαρέθηκα την ανέχεια. αύριο θα πάω να φάω κάτι λέφτα που βρήκα σε μιαν άκρη. ένα βελουδένιο μονόκουμπο σακάκι σε κόκκινο χρώμα της βουργουνδίας κι ένα κασμιρένιο μαύρο "v" πουλόβερ. μετά, λέω να δειπνήσω κάπου μόνος. ένα καλό κόκκινο κρασί, μια γκουρμεδιά στο πιάτο, γαρύφαλλα στην κωλοτσέπη. θα ζήσω μια μέρα σα να μην υπάρχει αύριο. έπειτα, θα αναζητήσω ένα σώμα για να με ζεστάνει τις κρύες νύχτες του χειμώνα. κανένας δε θα χάσει. οι ηδονές της σάρκας θα αλληλοπροσφέρονται αφειδώς. βιβλία, μουσικές και ουσίες. χαρές μεγάλες και μοναδικές, για έναν χειμώνα δυσοίωνο. η ζωή θα συνεχίζεται, με τον έναν τρόπο ή με τον άλλον, θα καπνίζουμε λουλούδια από καιρό πεθαμένα, μ' ένα σφίξιμο στην ψυχή, με μια ανάσα να βγει η υπόλοιπη μέρα. μια ατελείωτη συμπάθεια για τον ήδη χρεοκοπημένο, το νέο χαμίνι, τον ημεδαπό εμιγκρέ, εκείνον το άτυχο, εμού του ιδίου. πόσο άσχημη έγινε η πόλη, μα μόνο αυτή μας έμεινε. θα πάρω τους δρόμους και θα τραγουδήσω. είναι πολύ η οργή και θα ξεσπάσει σε μιαν επόμενη γωνία. είναι βέβαιο. μέχρι τότε :
σχόλια