Το αγόρι στο τελευταίο θρανίο δεν είναι στουρνάρι, είναι ο στουρνάρας. Τετραπέρατος, οξυδερκής, με μαθηματικό μυαλό κι αδυναμία στη μεσοαστή οικογένεια. Μην ξεγελιέσαι από τη θέση, ξέρει να περιμένει και θέλει να τους έχει όλους μπροστά. Κοιτάζει στα μάτια κι εμπιστεύεται τυφλά –σαν καλός μαθητής– τον καθηγητή του στο E.F.S.F., που του έχει προσφέρει χέρι βοηθείας. Το αγόρι ρουφάει σαν σφουγγάρι τις υποδείξεις και τις συμβουλές του καθηγητή του, οι συμβουλές του είναι νόμος, οι παρατηρήσεις του διαταγές. Το αγόρι γράφει και ξαναγράφει προτάσεις και μπαίνει όλο και βαθύτερα μέσω των μαθηματικών ασκήσεων στην μεσοαστή οικογένεια. Ο καθηγητής του εξιτάρεται, τον συναρπάζει ο τρόπος που χειρίζεται τις καταστάσεις προκειμένου να φτάσει στο επιθυμητό αποτέλεσμα. Με κάθε του παρέμβαση τα σημάδια της διάλυσης γίνονται ολοένα και πιο φανερά στις ανθρώπινες σχέσεις και ωθούν στην απόγνωση και το αδιέξοδο φιλικά πρόσωπα, ανυποψίαστους και εγκάρδιους ανθρώπους. Το αγόρι εκμεταλλεύεται κάθε ευκαιρία για να κρυφοκοιτάξει και να «βάλει χέρι» σε προσωπικά δεδομένα και στοιχεία. Ο ιδιωτικός χώρος, το ακίνητο, αποκτούν σχετική ή καθόλου σημασία και εκτίθενται ανυπεράσπιστα στα αδηφάγα ένστικτα και τις απύθμενες ορέξεις του. Τα σενάρια του αγοριού ευφάνταστα, αλλά όλα οδηγούν στα ίδια ολέθρια και καταστροφικά αποτελέσματα. Όποιο απ' αυτά κι αν προτείνει στον καθηγητή του, με το που θα το διαβάσει –κι αυτός ακόμα ο περισπούδαστος αν κι αποτυχημένος συγγραφέας– μένει εμβρόντητος από τη φαντασία, τη διεισδητικότητα και την τόλμη τού μαθητή του. Όταν το ένα μετά το άλλο τα σενάρια που γράφει αποτυγχάνουν, όταν άνθρωποι βρίσκονται κρεμασμένοι, χωρίς δουλειά, με συναισθηματικό κόσμο διαλυμένο και τα όνειρά τους κομμάτια, εναγωνίως ο καθηγητής αναζητά τη διέξοδο και το χάπι εντ σ' αυτό το δίχως τέλος δράμα. Μόλις το αγόρι, το εύστροφο και τόσο τολμηρό κι αδίσταχτο φτάνει να διεκδικεί το απόλυτο, το απλησίαστο –κάτι ας πούμε σαν τη θέση της Κριστίν Λαγκάρντ– ο καθηγητής συνειδητοποιεί πού έχουν οδηγηθεί τα πράγματα, η κατάρρευσή του είναι μονόδρομος, η απομόνωση κι η μοναξιά του η μόνη του ανταμοιβή. Ο κόσμος του όλος έχει συντριβεί. Όμως όλος ο άλλος κόσμος, ο πραγματικός, εξακολουθεί να υπάρχει, να ζει, να ερωτεύεται, να χωρίζει, να ονειρεύεται. Ο αληθινός κόσμος επιμένει να έχει ορθάνοιχτα παράθυρα και φως στη ζωή του, να ελπίζει. Όλα φαίνεται να έχουν τελειώσει, όλα σιγά-σιγά σαν να ξαναγυρίζουν στους ρυθμούς τους, σαν να ξυπνούν από έναν κακό εφιάλτη.
(Ανακάθομαι κι εγώ –όπως κι άλλοι τριγύρω και πιο μπροστά– στο κάθισμα της αίθουσας με ανακούφιση).
Ώσπου το αγόρι αναδύεται αίφνης από το πουθενά, χαμογελά στον καθηγητή αλώβητο, ευδιάθετο κι αδιόρθωτο. Όλα τα σπίτια, όλη η κοινωνία απλώνονται και πάλι μπροστά τους, στο πιάτο, στα πόδια, στις διαθέσεις τους... (Συνεχίζεται)
Foto: ΕΘΝΟΣ.gr
σχόλια