Η Ρίφενσταλ γεννήθηκε στη συνοικία Βέντινγκ (Wedding) του Βερολίνου στις 22 Αυγούστου 1902. Πατέρας της ήταν ο Άλφρεντ Ρίφενσταλ και μητέρα της η Μπέρτα (πατρικό Σέρλαχ, Bertha Sherlach). Η οικογένεια είχε οικονομική ευρωστία, καθώς ο Άλφρεντ διέθετε δική του επιχείρηση, η οποία, συν τω χρόνω, επεκτάθηκε. Ήταν, όμως, και πολύ δεσποτικός ως οικογενειάρχης, τόσο στην Λένι όσο και στον μικρότερο κατά τρία χρόνια αδελφό της Χάιντς. Με την αγορά ενός εξοχικού σπιτιού στα περίχωρα του Βερολίνου, η Λένι ήλθε σε επαφή με τη φύση, προς την οποία ανέπτυξε ιδιαίτερη αγάπη.
Η Λένι απο νωρίς εκδήλωσε την επιθυμία να ασχοληθεί με την Τέχνη και συγκεκριμένα με τον χορό. Τις αντιδράσεις του πατέρα κατέπνιξε η μητέρα της, η οποία ήθελε να γίνει και η ίδια ηθοποιός, επειδή, όμως, η οικογένειά της είχε 18 παιδιά και η μητέρα της είχε πεθάνει, κατέληξε να γίνει ράπτρια, για να βοηθήσει τον χήρο πατέρα της, μέχρι που παντρεύτηκε τον Άλφρεντ. Έτσι, η Λένι γράφτηκε στην σχολή χορού "Grimm-Reiter"από μικρή ηλικία - αρχικά κρυφά από τον πατέρα της. Την πρώτη της δημόσια παράσταση ως χορεύτρια έδωσε το 1921. Η παρουσία της κρίθηκε πολύ ικανοποιητική και άρχισε να εμφανίζεται σε παράσταση του "Deutsches Theater" με σκηνοθέτη τον Μαξ Ράινχαρντ (Max Reinhardt) και να κάνει περιοδείες σε ολόκληρη την Γερμανία αλλά και στην Ευρώπη. Σε μια από αυτές τις παραστάσεις, στην Πράγα, τραυματίσθηκε σοβαρά στο γόνατο και αυτός ο τραυματισμός έθεσε υποχρεωτικό τέλος στην σταδιοδρομία της ως χορεύτριας. Κατά την διάρκεια της ανάρρωσης είδε μία ταινία σχετικά με βουνά και η φυσιολατρία της αφυπνίσθηκε σε τέτοιο βαθμό, ώστε μόλις μπόρεσε ταξίδεψε στις Άλπεις για να συναντήσει τον σκηνοθέτη της ταινίας Άρνολντ Φανκ (Arnold Fanck). Αν και δεν τον συνάντησε τότε, ο Φανκ την επέλεξε ως πρωταγωνίστρια σε τρεις ταινίες του, εκτιμώντας την αθλητική και παράτολμη κοπέλα με την υποβλητική γοητεία. Με την θητεία της υπό τον Φανκ μυήθηκε στην ορειβασία, ενώ παράλληλα μάθαινε και τις τεχνικές της δημιουργίας μιας ταινίας. Η συμμετοχή της στις ταινίες του Φανκ την έκανε δημοφιλή στο Γερμανικό κοινό αλλά και ανάμεσα στους Γερμανούς σκηνοθέτες της εποχής. Το μεγάλο άλμα στην καριέρα της γίνεται με την ταινία "Το γαλάζιο φως" (βλ. κατάλογο ταινιών), στο οποίο πρωτοεμφανίζεται ως σκηνοθέτις. Η ταινία άρχισε το 1931 και ολοκληρώθηκε το 1932. Τον Μάιο του ίδιου χρόνου η Λένι συναντά για πρώτη φορά τον Χίτλερ. Ο Φύρερ, πριν την έναρξη του Πολέμου, ήταν μανιώδης κινηματογραφόφιλος και είχε εντυπωσιαστεί με την σκηνή της ταινίας, στην οποία η Λένι χορεύει πάνω από τη θάλασσα. Η ταινία είχε διανεμηθεί σε όλο τον Κόσμο, δεν έγινε, όμως, παντού ευμενώς δεκτή, πράγμα που η ίδια η Λένι απέδωσε στις υποκινούμενες από Εβραίους κριτικές. Παράλληλα, έλαβε πρόσκληση από το Χόλιγουντ να μεταβεί και να εργαστεί εκεί, η ίδια όμως επέλεξε να παραμείνει στην Γερμανία.
Το 1932 η Λένι παρακολούθησε την ομιλία του Χίτλερ στο Συνέδριο της Νυρεμβέργης και εντυπωσιάστηκε από το ταλέντο του ως ομιλητή. Παράλληλα, όμως, έγινε η "θεά του Κινηματογράφου" για τον Φύρερ. Η Λένι, στο μεταξύ, γυρίζει στην Γροινλανδία την ταινία "SOS Παγόβουνο", στα γυρίσματα της οποίας οι συμπρωταγωνιστές της την βλέπουν να βυθίζεται στην ανάγνωση έργων του Χίτλερ και, ιδίως, του "Mein Kampf". Το 1933 η Ρίφενσταλ γυρίζει την ταινία "Η νίκη της πίστης", στην οποία σκιαγραφείται και ο Ερνστ Ρεμ. Όμως, μετά την Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών και την δολοφονία του Ρεμ, η ταινία προκαλεί πολιτική αμηχανία. Ωστόσο, ο Χίτλερ έχει εντυπωσιαστεί από την Λένι και της ζητά να κινηματογραφήσει το 6ο Συνέδριο του Κόμματος στη Νυρεμβέργη το 1934. Σύμφωνα με όσα γράφει στα Απομνημονεύματά της, η ίδια δεν ήθελε να γυρίσει άλλες ταινίες για λογαριασμό των Ναζί, επειδή επιθυμούσε να γυρίσει σε ταινία την αγαπημένη όπερα του Χίτλερ "Tiefland" (βλ. φιλμογραφία). Πράγματι, είχε βρει ιδιώτες χρηματοδότες, αλλά, τελικά, τα γυρίσματα στην Ισπανία διακόπηκαν και ο Χίτλερ κατάφερε να την πείσει να κινηματογραφήσει το Συνέδριο, υποσχόμενος ότι δεν θα της ξαναζητούσε να γυρίσει άλλη ταινία για λογαριασμό του Κόμματος. Η ίδια δήλωσε στον Χίτλερ ότι "επιθυμούσε να επιστρέψει ως πρωταγωνίστρια, γιατί δε θα ήθελε να συνεχίσει να ζει, αν αναγκαζόταν να εγκαταλείψει την υποκριτική".
Η Ρίφενσταλ γύρισε πράγματι την ταινία, της οποίας τον τίτλο επέλεξε ο ίδιος ο Χίτλερ: "Ο Θρίαμβος της Θέλησης" (Triumph des Willens). Η ταινία γνώρισε τεράστια επιτυχία στην Γερμανία και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες (όπου και έλαβε βραβεία), ωστόσο η προβολή της απαγορεύτηκε στις ΗΠΑ, όπου θεωρήθηκε ταινία καθαρής προπαγάνδας. Αντίγραφό της φυλάχθηκε στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης και σήμερα θεωρείται το ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά παραδείγματα προπαγανδιστικής φιλμογραφίας που έχουν ποτέ δημιουργηθεί. Η ταινία επέφερε διεθνή αναγνώριση στην Ρίφενσταλ, η ίδια, ωστόσο, δήλωσε ότι "αηδίασε, όταν έμαθε με ποιον τρόπο χρησιμοποιήθηκε το αποτέλεσμα της καλλιτεχνικής της δημιουργίας".
Παρά την δήλωσή της προς τον Χίτλερ ότι δεν θα ξαναγυρίσει ταινία για το Κόμμα, το 1935 δέχεται να γυρίσει το διάρκειας 18 λεπτών ντοκιμαντέρ "Η ημέρα της ελευθερίας: ΗΒέρμαχτ μας", με την ευκαιρία του 7ου Συνεδρίου του Κόμματος. Από αυτό το Συνέδριο προήλθαν οι Νόμοι της Νυρεμβέργης, οι οποίοι καθόρισαν το μέλλον των Εβραίων στην Γερμανία, αρχικά, και σε όλη την Ευρώπη αργότερα. Η ταινία δεν έγινε ευρέως γνωστή εκτός Γερμανίας και η Ρίφενσταλ αρχικά αρνήθηκε ότι είχε γυρίσει τέτοια ταινία, μέχρι που ανακαλύφθηκε αντίγραφό της πρόσφατα.
Στοιχεία: Wikipedia