ΤΙΠΟΤΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ τα σαράντα που έκλεισε φέτος ο ΛΕΞ (στους καιρούς αναπτυξιακής καθήλωσης που ζούμε, είναι «τα νέα τριάντα»), είναι όμως αρκετά μεγάλος –μεσήλικας τεχνικά– ώστε να τον έχει αγγίξει κι αυτόν, με κάποιον τρόπο, το σαράκι της νοσταλγίας. Όχι με την έννοια ενός εξιδανικευμένου παρελθόντος, αλλά ως αναφορά, ως μπούσουλας και ως στίγμα.
«Ήμασταν έφηβοι στα '90s / ρώτησε τον μπαμπά σου / οι μεγαλύτεροι σου παίρνανε και το μπουφάν σου», λέει στο κομμάτι «Η χειρότερη γενιά», στο οποίο κάποια στιγμή ακούγεται σαν δυσοίωνο ιντερλούδιο και η φωνή του Άρη Πορτοσάλτε να σχολιάζει την «ιστορική» (για το πέρασμα της δημοτικότητάς του σε ένα άλλο επίπεδο) συναυλία του ΛΕΞ στη Νέα Σμύρνη το καλοκαίρι του 2022: Γενικότερα, έχουμε ένα πολύ σοβαρό θέμα, κυρίες και κύριοι, αν προστρέξω και στο ότι πήγαν τριάντα χιλιάδες νέοι και άκουγαν κάτι αθλίους στίχους ενός υποτιθέμενου καλλιτέχνη που υποτίθεται ότι χτυπάει το σύστημα...
Η δύναμη του event παρέσυρε πολλούς στην τροχιά του, ειδικά όσους είναι προγραμματισμένοι να αποθεώσουν το κοινωνικοπολιτικό στοιχείο (και την «αλήθεια») στα λόγια του, σε αντίθεση με τον αριβιστικό ατομικισμό άλλων επιφανών εγχώριων ράπερ.
Ακόμα και το γεγονός ότι έκανε τόσο κόσμο να στηθεί με προσμονή την ίδια ώρα στις οθόνες του, μετρώντας αντίστροφα ως τα μεσάνυχτα μέχρι να γεμίσει τον αέρα η νέα δουλειά του, είχε κάτι από τις εποχές που περίμεναν οι άνθρωποι να δουν όλοι μαζί συγχρόνως το αγαπημένο τους σίριαλ. Ήταν σαν παραμονή πρωτοχρονιάς για τους πιστούς του.
Μόνο που οι «πιστοί» πλέον φαίνονται να ανήκουν σε ένα ευρύτατο φάσμα περιστασιακών ακροατών, όπως φάνηκε από τον κατακλυσμό ενθουσιωδών αναρτήσεων στα social media, από ανθρώπους που θα έβαζε κανείς στοίχημα (και θα το κέρδιζε) ότι στην πραγματικότητα δεν ακούνε ποτέ ή σχεδόν ποτέ το είδος που υπηρετεί ο ΛΕΞ. Η δύναμη του event παρέσυρε πολλούς στην τροχιά του, ειδικά όσους είναι προγραμματισμένοι να αποθεώσουν το κοινωνικοπολιτικό στοιχείο (και την «αλήθεια») στα λόγια του, σε αντίθεση με τον αριβιστικό ατομικισμό άλλων επιφανών εγχώριων ράπερ.
Κάποιοι το ομολογούσαν κιόλας: «Δεν ακούω ραπ, αλλά αυτός είναι ποιητής…κάνει ρίμα αυτά που νιώθουμε», «Καμιά σχέση με τα τραπ σκουπίδια», και ούτω καθεξής. Άλλοι πάλι, οι οποίοι ανήκουν μάλλον στους πιο αυθεντικούς πιστούς, βγήκαν να καταγγείλουν τους «εντεχνοκουλτουριάρηδες» και τους «φασέους» που μαγάρισαν τη σκηνή, με δούρειο ίππο τον ΛΕΞ, τα «εξωτικά» του βιώματα και τις «λούμπεν» ευαισθησίες του.
Η αλήθεια είναι ότι υπάρχει εκεί έξω μια ανάγκη για ένα σύγχρονο τραγούδι διαμαρτυρίας, που υπερβαίνει τα όρια και τους κώδικες ενός συγκεκριμένου μουσικού είδους. Γέμισαν τα social media τσιτάτα από τα νέα τραγούδια του ΛΕΞ, ως τεκμήρια αυθεντικής έκφρασης και ως κραυγές στη σιωπή. Αλλά η στεγνή κειμενική ανάλυση δεν είναι το πιο κατάλληλο εργαλείο εξέτασης ενός τραγουδιού, ακόμα και ενός ραπ τραγουδιού. Δεν είναι ποίηση, δεν είναι πρόζα, και σίγουρα δεν είναι δασκάλεμα. Είναι αυτό που λέει ο ίδιος ο ΛΕΞ στο κομμάτι Graffiti, «ραπ για τον λαό, όχι λαϊκό (ραπ)».