Είχε προηγηθεί η Νύχτα των Βρικολάκων, μια νόστιμη, ελαφριά, σατιρική αγγλόφωνη ενασχόληση του Ρόμαν Πολάνσκι με τη λαϊκή δεισιδαιμονία στην οικεία γι’ αυτόν Ευρώπη, με τη Σάρον Τέιτ και τον πρώτο καταγεγραμμένο queer vampire, αλλά δεν είναι τυχαία η επιλογή του Μωρού της Ρόζμαρι για το αμερικανικό του ντεμπούτο: η διασκευή του best seller του Άιρα Λέβιν, με μεγαλύτερη αφηγηματική οικονομία και πιο σφιχτή στο σασπένς, μπορεί να ερμηνευθεί ανάλογα με την εποχή και σύμφωνα με τις προσλαμβάνουσες και τη διάθεση του θεατή.
Η Ρόζμαρι Γούντχαουζ φαίνεται να πέφτει θύμα μιας σατανικής συνωμοσίας. Οι καλοπροαίρετοι γείτονες την προσελκύουν με βοτάνια και ευγενική κουβεντούλα, μια δαιμονική οντότητα τη βιάζει στον ύπνο της, ο μοναδικός άνθρωπος που την προειδοποιεί, ο φίλος Χατς, δεν καταφέρνει να επιβιώσει για να τη σώσει και το παιδί που κυοφορεί περιέρχεται στα χέρια μιας απόκοσμης συμμορίας – οι εκκλήσεις της πέφτουν στο κενό, σαν τις βουβές φωνές απελπισίας σε έναν αδιέξοδο εφιάλτη.
Ωστόσο, μπορεί να είναι παράφρων και να τα φαντάζεται όλα, απλώς ο Πολωνός σκηνοθέτης τής παραχωρεί τη θέση του οδηγού έτσι ώστε να βιώνουμε μαζί της όλα της τα βάσανα και εν τέλει να την πιστεύουμε.
Στο υπογάστριο του αγνού τρόμου φιλοτεχνεί αυτό που η κριτικός Πενέλοπε Γκίλιατ βάφτισε «γυναικολογικό gothic», ένα δράμα μυστηρίου για μια νέα κοπέλα που παρακολουθεί ανήμπορη να της ληστεύουν τη ζωή που ονειρεύτηκε, μια ιστορία που καλοστέκεται στην εποχή του #metoo.
Ανάμεσα στις δυο εκδοχές της φιλμικής πραγματικότητας, ο Πολάνσκι μεγαλουργεί με το ουσιαστικό νόημα του αριστουργήματός του: αυτό που αληθινά συμβαίνει στην γκρίζα ζώνη της αλληγορίας είναι η μικροαστική προσπάθεια κοινωνικής αναρρίχησης ενός ζευγαριού πέρα από τα κυβικά του. Το Μανχάταν είναι το δικό τους Κάμελοτ και η αναγεννησιακού ρυθμού πολυκατοικία (το εμβληματικό κτίριο Ντακότα, εκεί όπου χρόνια αργότερα θα έχανε τραγικά τη ζωή του ο Τζον Λένον, το ιδανικό γοτθικό σκηνικό για μια μοντέρνα φρίκη) το εφαλτήριο για μια ζωή που δεν τους ανήκει, αν και πολύ θα ήθελαν να αποκτήσουν.
Ο σύζυγος, ο Γκάι Γούντχαουζ, είναι ηθοποιός του θέατρου, σνομπ και μάτσο, ένας κυνικός οπορτουνιστής που περιφέρει τη Ρόζμαρι ως τρόπαιο, ειρωνευόμενος το ύφος της και αρχικά δεν καλοβλέπει τους χαμογελαστούς ενοίκους της διπλανής πόρτας, αλλά αλλάζει άρδην συμπεριφορά όταν η Μίνι Κάστεβετ (Όσκαρ στη Ρουθ Γκόρντον για τον απατηλά καθησυχαστικό χαρακτήρα που πλάθει μεθοδικά) του χαρίζει ένα φυλαχτό και βρίσκει τον άνδρα της, Ρόμαν, συναρπαστικό, ενώ έδειχνε να τον βαριέται στην πρώτη τους συνάντηση.
Ο John Cassavetes μεταμορφώνεται θαυματουργά στη μυστική, φαουστική του συμφωνία με αντάλλαγμα μια επιτυχία στο Broadway και ακονίζει την απειλητική του δεινότητα τη στιγμή που οφείλει να ξεγελάσει τη γυναίκα του, λέγοντάς της πως ήταν εκείνος που έκανε σεξ μαζί της στη χειρότερη νύχτα της ζωής της, δίνοντας την υπόσχεση πως θα κόψει τα νύχια που την έγδαραν!
Περιτριγυρισμένη από άνδρες που βασικά της φέρονται σαν να είναι τρελή, η Ρόζμαρι παλεύει μόνη της για μια λάθος επιλογή. Και μπορεί οι Deep Purple να έγραψαν το «Why didn’t Rosemary» για το τρίτο τους άλμπουμ το 1969, έναν χρόνο μετά την πρεμιέρα της ταινίας, θέτοντας το ερώτημα «Γιατί η Ρόζμαρι δεν πήρε το χάπι;», αλλά το ολέθριο παράπτωμά της ίσως και να μην ήταν η επεισοδιακή εγκυμοσύνη αλλά το ότι δεν κατάλαβε έγκαιρα πως με το φιλόδοξο άλμα της μπλέκει με τον λάθος κύκλο ανθρώπων – όταν αντιλήφθηκε πως θα την καταπιούν, ήταν πλέον αργά και το μόνο που της απέμενε ήταν να παραδοθεί και να αποδεχθεί τη μοίρα της, με ένα παιδί που δεν θα τη αναγνωρίσει ποτέ ως εξ αίματος συγγενή.
Στην αποδόμηση της δυσδιάκριτης ταξικής ενσωμάτωσης ο Πολάνσκι αναδεικνύει την πρωταγωνίστρια ως μοναχική, παρεξηγημένη, τραγική μορφή, και της επιφυλάσσει μια τιμωρία στην κόλαση με αμέριστη και ασίγαστη συμπάθεια! Ο άνθρωπος που την επόμενη δεκαετία κατηγορήθηκε και εκδιώχθηκε αυτήν τη φορά δεν ταυτίζεται με έναν άνδρα (τον Πιανίστα, τον Ντρέιφους ή τον Όλιβερ Τουίστ, όλοι παραλλαγές της κυνηγημένης περσόνας του) αλλά με μια μάλλον ασήμαντη, χαριτωμένη, μοδάτα κοντοκουρεμένη, φοβική μέλλουσα έγκυο – μήπως περιγράφει, εν μέρει και έμμεσα, τα συναισθήματά του ως προνομιούχου αν και ενδόμυχα συμπλεγματικού μετανάστη, δύσπιστου απέναντι σε ένα σύστημα που δύσκολα θα τον αποδεχόταν ως δικό του;
Η συνέχεια δικαίωσε τις ανησυχίες του (όχι πως κι αυτός δεν έβαλε το χέρι του για να χαράξει μια μυθιστορηματικών διαστάσεων τρικυμιώδη διαδρομή στο Χόλιγουντ), αλλά στο μεταξύ υπέγραψε μια κλασική, πάντα φρέσκια, αναλλοίωτα hip ιστορία διαχρονικού τρόμου, βαθιά συνταρακτική παρά εξωστρεφώς αποκρουστική, που μάλιστα τον έφερε, εντελώς παράλογα, αφού έλειπε σε επαγγελματικό ταξίδι στην Ευρώπη και δεν είχε απολύτως καμία σχέση, στην πρώτη σειρά των υπόπτων για τη δολοφονία της Τέιτ λόγω των σατανιστικών συνδέσεων (ή μάλλον συμπαραδηλώσεων) με την «οικογένεια» του Τσάρλι Μάνσον.
Και στο υπογάστριο του αγνού τρόμου φιλοτεχνεί αυτό που η κριτικός Πενέλοπε Γκίλιατ βάφτισε «γυναικολογικό gothic», ένα δράμα μυστηρίου για μια νέα κοπέλα που παρακολουθεί ανήμπορη να της ληστεύουν τη ζωή που ονειρεύτηκε, μια ιστορία που καλοστέκεται στην εποχή του #metoo. Ο Πολάνσκι διέκρινε την καταστροφή από μέσα και τη διατύπωσε μέσα από έναν συνδυασμό κλασικού και genre κινηματογραφικού συντακτικού, την ίδια περίοδο που το αμερικανικό σινεμά, με την Οδύσσεια του Διαστήματος και τον Πλανήτη των Πιθήκων, παιάνιζε εσχατολογικές προφητείες για ψαγμένους hipsters.
Η Μία Φάροου, προερχόμενη από την επιτυχημένη τηλεοπτική σαπουνόπερα «Peyton Place» και το νωπό διαζύγιό της με τον Φρανκ Σινάτρα, ποτέ δεν ήταν πιο πειστική και ευάλωτη κόντρα στις προσδοκίες, υπερβαίνοντας ακόμη και τις ικανότητές της, όσο κι αν ο Γούντι Άλεν στη συνέχεια της καριέρας της τής προσέφερε μια σειρά από ρόλους (γ)ραμμένους στο σεπτό ταπεραμέντο της.
Ψυχολογικό θρίλερ με «επιστημονικά» μελετημένες εντάσεις και μαεστρικές στροφές στην πλοκή, horror για την εμφάνιση του κακού που κανείς δεν διανοείται να δεχθεί με απτούς όρους, υψηλή σάτιρα με όσο χρειάζεται «ψιλό» δούλεμα, καθώς και οικογενειακό δράμα ανάμεσα σε ένα συνηθισμένο ζευγάρι και τους χαμογελαστούς γείτονες με πολλά τηλεφωνήματα και μαγειρέματα, το Μωρό της Ρόζμαρι επεξεργάζεται απανωτές pulp πληροφορίες πάνω σε ένα αποκρυφιστικό υπόβαθρο και τις ανακατασκευάζει σε ένα αριστούργημα με ανεξάντλητα αποθέματα ανάγνωσης, που ο χρόνος δεν έχει φθείρει ούτε στο ελάχιστο.
Το «Μωρό της Ρόζμαρι» προβάλλεται τη Δευτέρα 25/11 στον κινηματογράφο Studio στο πλαίσιο του 37ου Πανοράματος Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου για το αφιέρωμα στον John Cassavetes.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.