Ο καιρός των διαψευσμένων

Ο καιρός των διαψευσμένων Facebook Twitter
Φωτο: Konstantinos Tsakalidis/SOOC
0

Σε κάθε αποτυχία της πολιτικής πολλαπλασιάζονται οι λογής φυγόκεντρες δυνάμεις. Δεν είναι καινούργιο αυτό. Όταν, για παράδειγμα, η Γαλλική Επανάσταση βυθίστηκε στη βία του Τρόμου και έπειτα ήλθε ο ναπολεόντειος δεσποτισμός, πολλοί νέοι της εποχής έχασαν κάθε πολιτική ελπίδα. Η πολιτική δεν ήταν πια η θρησκεία αυτών των μοντέρνων παιδιών και τη θέση της πήρε ο ρομαντικός μυστικισμός, η ποίηση, η καταφυγή στις «αβύσσους του εγώ».


Πιο κοντά στους καιρούς μας, στ' απόνερα του γαλλικού Μάη, η απογοήτευση από την ουτοπία του αριστερισμού έθρεψε τις μόδες της Νέας Εποχής, τις λογικές του ego trip, την κουλτούρα του σύγχρονου ατομικισμού: εγκωμιάστηκε το κυνήγι του πλούτου και της ισχύος αλλά και βρήκαν έδαφος και τάσεις αναχωρητισμού που εξαπλώθηκαν από τη Δυτική Ακτή των ΗΠΑ ως τις γαλλικές και ελβετικές Άλπεις.

Έχει, λοιπόν, σημασία να ρίχνουμε ένα βλέμμα προσοχής και πέρα από τα διλήμματα των δημοσκόπων και τις αναλύσεις επιφανείας. Ο μηδενισμός της διάψευσης θα μπορούσε να ανακοπεί ή έστω να εμποδιστεί η εξάπλωσή του. Πώς;


Έχει ειπωθεί συχνά ότι αυτή η πορεία από τον λυρικό ενθουσιασμό της πολιτικής στη μελαγχολική αποστράτευση αφορά κυρίως τους μεσοαστούς. Είναι, κατά κανόνα, οι ευαίσθητες και μορφωμένες μερίδες της νεολαίας που μπήκαν με ορμή στο παιχνίδι της ριζοσπαστικής πολιτικής για να συναντήσουν τα όριά του. Για να αντιμετωπίσουν, εν τέλει, και δικά τους ψυχικά όρια μπροστά στην αιφνιδιαστική τροπή της Ιστορίας.


Τι σχέση έχουν όμως αυτές οι σκέψεις για κάποιες παλιές ιστορίες με τα δικά μας εκλογικά πάθη; Εμείς έχουμε καρφωθεί σε μια κρίση που δεν λέει να τελειώσει και στο διαρκές πολιτικό ψυχόδραμα. Αλλά η δική μας «πρώτη φορά Αριστερά» του Ιανουαρίου δεν είχε τίποτα το επαναστατικά ουτοπικό. Δεν ήταν καρπός ενός ζωντανού κινήματος με οράματα κοινωνικής αλλαγής αλλά περισσότερο μια δοκιμή ή μια ιδιότυπη «ανάθεση έργου» από κουρασμένους ανθρώπους. Για τους εκατοντάδες χιλιάδες των εκτός Αριστεράς ψηφοφόρων του, ο ΣΥΡΙΖΑ αποτέλεσε ένα κυτίο παραπόνων και κάποιων, μετρημένων, ελπίδων αναδιανομής. Μόνο για τους μυημένους του αριστερού ριζοσπαστισμού ήταν κάτι πολύ περισσότερο: ένα στοίχημα για την ανατροπή δομών και τη ρήξη με τις ελίτ κράτους και οικονομίας. Για ορισμένους –πολύ λίγους όμως– ήταν το πρώτο στάδιο για ένα ελληνικό 1917 – αλλά αυτοί μάλλον έφυγαν απ' τους πρώτους.


Η δοκιμή είχε περισσότερες αποτυχίες και στραπάτσα από κατακτήσεις και επιτεύξεις. Ο ριζοσπαστισμός στην εξουσία –συμμαχώντας μ' έναν ευέλικτο δεξιό εθνικισμό– δεν έδωσε σοβαρά δείγματα εναλλακτικής πολιτικής διαχείρισης των προβλημάτων. Πολιτεύτηκε περισσότερο με υψιπετή αγωνιστική ρητορική, παραβλέποντας το αποτέλεσμα ή το πρακτικό αποτύπωμα της «μάχης».


Τώρα υπάρχει ένας σοβαρός κίνδυνος ριζικής απογοήτευσης. Αυτή η παράξενη συγκυρία να γεννήσει ένα πλήθος ατόμων με απέχθεια για όλες τις πολιτικές υποσχέσεις. Από τον ραγισμένο καθρέφτη του ριζοσπαστισμού να προκύψει κόπωση και επιθετικός κυνισμός. Να εναλλάσσονται η ανόρεχτη συναίνεση σε αυτήν ή μιαν άλλη κυβέρνηση και ένας παθητικός αρνητισμός, συναισθήματα που δεν βοηθούν καμιά υπόθεση διακυβέρνησης.


Η αποξένωση των πολιτών δεν παίρνει μόνο μία μορφή. Μπορεί να εκτονώνεται προσωρινά με υστερικές αλληλοκατηγορίες στα social media ή να δανείζεται στάσεις γραφικότητας και ρητορικού εξτρεμισμού. Αλλά η αγανάκτηση ως συναίσθημα δεν εξαφανίζεται. Φαίνεται να διαχέεται σαν αόρατο δηλητήριο που όσοι το φοβούνται τρέχουν απλώς να σωθούν μακριά.


Στη λαϊκιστική της υπερέκθεση, η αγανάκτηση ήταν η κορωνίδα των πρώτων μνημονιακών καιρών. Τώρα, με το τρίτο μνημόνιο, μπορεί να κρυφτεί κάτω απ' την επιστροφή σε χλιαρές εκδοχές «αντιπολιτικού στυλ». Ακόμα και μια επιστροφή στον καταναλωτισμό –εν μέσω capital controls– φαίνεται να είναι αποτέλεσμα αυτής της κόπωσης που έχει κυριεύσει ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνίας.

Από την άλλη, δεν είναι μικρό πράγμα η διάψευση των πολιτικών μύθων της κρίσης. Ο κόσμος χρειάζεται πάντα κάποιους άξονες προσανατολισμού και σταθερές. Και τώρα ο πειρασμός της εξόδου από κάθε πολιτική είναι η πίσω όψη της ριζοσπαστικής αποθέωσης του «λαού στον δρόμο». Μόνο σε εποχές ευημερίας και τολμηρών πολιτισμικών πειραματισμών ο πολιτικός αναχωρητισμός είχε ενδιαφέρον. Άνθρωποι έφευγαν από την πολιτική αρένα για να δώσουν σημασία στην ατομικότητα, στον ερωτισμό, στην καλλιτεχνική έκφραση, πέρα από τις σκηνογραφίες της εξουσίας. Στη δική μας εποχή των ορφανών μεσοαστών όλα είναι διαφορετικά. Οι αναχωρητισμοί της διάψευσης έχουν κάτι το πανικόβλητα καταθλιπτικό. Οι υπόλοιποι απλώς έχουν σταματήσει να περιμένουν κάτι.


Έχει, λοιπόν, σημασία να ρίχνουμε ένα βλέμμα προσοχής και πέρα από τα διλήμματα των δημοσκόπων και τις αναλύσεις επιφανείας. Ο μηδενισμός της διάψευσης θα μπορούσε να ανακοπεί ή έστω να εμποδιστεί η εξάπλωσή του. Πώς; Αν, τουλάχιστον, η επόμενη φάση του πολιτικού μας δράματος ενσωμάτωνε μια σοβαρή απαίτηση αλήθειας και ορθολογικής διαύγειας. Αυτά όμως προφανώς δεν θα ενδιαφέρουν τα debates των αρχηγών.

0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ο δολοφόνος και το ψέμα: Με αφορμή την περίπτωση Τσέζαρε Μπατίστι

Ν. Σεβαστάκης / Ο δολοφόνος και το ψέμα: Με αφορμή την περίπτωση Τσέζαρε Μπατίστι

Τερατώδη ψέματα έχουν ειπωθεί στο όνομα της ιδεολογίας, με τους διανοούμενους να φέρουν σοβαρότατες ευθύνες για το τείχος προστασίας σε διάφορες πολύ σκοτεινές περιπτώσεις
ΝΙΚΟΛΑΣ ΣΕΒΑΣΤΑΚΗΣ