Ο τραγέλαφος με το Brexit και τις διαρκείς αναβολές του χρεώνεται σε ιδιορρυθμίες της βρετανικής πολιτικής σκηνής ή ακόμα και του βρετανικού χαρακτήρα.
Βεβαίως, το φταίξιμο πέφτει στη Μέι και σε ένα συγκεκριμένο πολιτικό προσωπικό, όμως ακολουθούν συχνά και οι γενικεύσεις για τους Βρετανούς και τα πίσω-μπρος που τους χαρακτηρίζουν.
Λες και αυτή η αμφιταλάντευση και η δυσκολία για μεγάλες αποφάσεις είναι μόνο υπόθεση των Βρετανών, και μάλιστα των Άγγλων (αφού οι Βορειο-ιρλανδοί και οι Σκωτσέζοι φαίνεται να ξέρουν τι θέλουν).
Θέλω να πω ότι αν σκεφτούμε καλά το ζήτημα, η αναποφασιστικότητα, μαζί με την αίσθηση πως τα έχουμε λίγο χάσει και αισθανόμαστε μετέωροι, είναι ο κλήρος όλων μας. Έστω των περισσoτέρων, που στις σύγχρονες κοινωνίες δεν έχουμε μια αμιγώς καταδικαστική ή απολογητική στάση για την υπάρχουσα κατάσταση.
Μόνο οι ακραίοι δεν κατατρύχονται από σοβαρούς δισταγμούς. Και αν έχουν, είναι λιγότερες οι αμφιβολίες που τους ανακόπτουν από τις βεβαιότητες που τους κινητοποιούν.
Οι περισσότεροι κινούνται, πάντως, προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση, με το ενδεχόμενο κάποια γεγονότα ή κατοπινές εξελίξεις να κλονίσουν την πίστη τους στην επιλογή τους.
Βλέπουμε, ας πούμε, ότι ένας αριθμός πολιτών που ψήφισε υπέρ του Brexit άλλαξε γνώμη και τώρα επιλέγει παραμονή. Και το αντίστροφο θα ήταν, όμως, πολύ πιθανό επίσης. Ο σκληρός πυρήνας της κάθε επιλογής περιβάλλεται πάντα από έναν κόσμο που επιλέγει με δεύτερες σκέψεις, ερωτήματα και αγωνίες.
Όταν τα διλήμματα και τα θέματα είναι μεγάλα, τα υλικά του δισταγμού δεν είναι αρετές: ούτε η αναβλητικότητα ούτε η αδυναμία για λήψη αποφάσεων μπορούν να θεωρηθούν πολιτικές αρετές.
Σε μια κάπως παλιομοδίτικη φιλελεύθερη ανθρωπιστική φαντασία ο αναποφάσιστος άνθρωπος θεωρούνταν πιο ανοιχτός: ήταν αυτός που, ιδεωδώς, θα ενδιαφερόταν να μάθει και να ζυγίσει καλά τα πράγματα πριν πάει προς το «ναι» ή το «όχι».
Από δω απορρέει η ιδέα πως ο δισταγμός βρίσκεται πιο κοντά στο πνεύμα της επανεξέτασης των δεδομένων και μακριά από τον φανατισμό.
Υπάρχει, όμως, ένα σοβαρό πρόβλημα με αυτή την κληρονομιά της αβεβαιότητας. Όταν τα διλήμματα και τα θέματα είναι μεγάλα, τα υλικά του δισταγμού δεν είναι αρετές: ούτε η αναβλητικότητα ούτε η αδυναμία για λήψη αποφάσεων μπορούν να θεωρηθούν πολιτικές αρετές.
Το διαρκώς ανοιχτό σε αλλαγές της επιλογής του άτομο μπορεί, πολύ απλά, να είναι ένας ευθυνόφοβος και ενδεής τύπος. Και αυτό γιατί κάθε επιλογή περιέχει ευθύνη και δέσμευση.
Οι επιλογές αλλάζουν και η επανεξέτασή τους, υπό το φως της αμφιβολίας, φαντάζει ιδανική συνταγή για άτομα που απεχθάνονται τον φανατισμό. Η πίσω όψη, όμως, αυτής της συνταγής είναι το βήμα σημειωτόν, η ασυνέπεια, το βάλτωμα. Ιδίως για τον/την πολιτικό ηγέτη.
Στη νεότερη αστική εποχή η εκλέπτυνση των ηθών έφερε περισσότερη αναποφασιστικότητα και ενδοιασμούς στους ανθρώπους. Ιδίως στις μεσαίες τάξεις, ο πλουραλισμός των επιλογών ταυτίστηκε με την αιώρηση και την αμφιθυμία, με τον εύκολο ενθουσιασμό που γρήγορα μπορούσε να γυρίσει σε απογοήτευση.
Ας πούμε, η μικροαστική ανυπομονησία για εξέγερση μπερδευόταν (και στο ίδιο κοινό) με την ανυπομονησία για αποκατάσταση της ευταξίας ή για κοινωνική ηρεμία.
Για να ξαναγυρίσω στις μετα-δημοψηφισματικές αμφιβολίες, είναι πολύ πιθανό πως σημαντικό μέρος όσων ψήφισαν «όχι» στο δικό μας δημοψήφισμα τον Ιούλιο του 2015 θα άλλαζε γνώμη και θα μετάνιωνε με τις πρώτες συνέπειες της «ρήξης».
Και γι' αυτό, φυσικά, διατίθενται πολλές και διαφορετικές εξηγήσεις. Μπορεί κανείς να υποθέσει ότι κάποιοι μηχανισμοί εξουσίας παράγουν φόβο και παραλύουν εν τέλει τη βούληση των ανθρώπων, κάνοντάς τους να υποκύπτουν σε φανερούς ή αθέατους εξαναγκασμούς.
Είναι μια παραδοσιακή, δημοφιλής και αρκετά βολική εξήγηση. Μια άλλη εξήγηση, πιο ενημερωμένη θεωρητικά, ισχυρίζεται ότι τα ενδιάμεσα στρώματα (οι «μικροαστοί») είναι, εκ φύσεως, έρμαια της ταλάντωσης και του μετεωρισμού – επομένως θα είναι και αμφίβολες οι κοινωνικοπολιτικές τους δεσμεύσεις.
Σκέφτομαι, από την πλευρά μου, πως η αναβλητικότητα και οι ενδοιασμοί εξαπλώνονται όταν το μέλλον γίνεται πιο θολό από ποτέ.
Κάποτε τα άτομα είχαν πιο σαφείς στόχους, γιατί οι κοινωνίες τους διατηρούσαν εναργείς συλλογικές προσδοκίες. Οι μεμονωμένοι άνθρωποι μπορούσαν να δανειστούν κάτι από τις συλλογικές πίστεις, τα κοινωνικά όνειρα, τα εθνικά στοιχήματα.
Έτσι, μπορούσε να είναι κανείς περισσότερο βέβαιος για τον κόσμο, καθώς του δινόταν η δυνατότητα να αντικρίσει τη μεγάλη εικόνα και να ακολουθήσει έναν συλλογικό προσανατολισμό.
Εδώ και κάποια χρόνια, όμως, οι δημόσιοι στόχοι στις χώρες μας έχουν χλωμιάνει. Εξαγγέλλονται διάφορα με τη γνωστή στομφώδη γλώσσα, όμως δεν γίνονται σημαίες του ενθουσιασμού των ανθρώπων. Κάτι πρέπει να αποτραπεί, να μη συμβεί, να μην επικρατήσει. Αυτό συνεχίζει να ακούγεται και είναι στην ημερήσια διάταξη.
Η διάμετρος, όμως, της κατάφασης σε κάτι μελλοντικό έχει στενέψει. Μπορούμε ακόμα να επιλέγουμε, προφανώς, όμως, φοβόμαστε όλο και περισσότερο τις συνέπειες των πράξεών μας, το τι μπλέξιμο μπορεί να ακολουθήσει.
Αυτό, τελικά, σημαίνει να ζεις σε μια εποχή όπου θριαμβεύει η πασίγνωστη στιγμή από το Περιμένοντας τον Γκοντό του Μπέκετ:
Βλαντιμίρ: Φεύγουμε.
Εστραγκόν: Φεύγουμε.
Σκηνική οδηγία: Μένουν ακίνητοι.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO