Μια συνηθισμένη δικαιολογία όσων δεν μπορούν να πουν απλώς «συγγνώμη» είναι πως πρόκειται για μηχανισμό συγκάλυψης ή για υποκριτική στιγμή αυτοκριτικής. Η συγγνώμη τούς φαίνεται λίγη, ύποπτη ή ψεύτικη. Προτιμούν, λοιπόν, να επιμείνουν σε μια άλλη εκδοχή, για παράδειγμα στο ότι «δεν εννοούσαν» αυτό που κατάλαβαν (όλοι σχεδόν) οι άλλοι. Οι εχθροί μας ερμήνευσαν λάθος την άποψή μας και επομένως δεν μπορούμε να απολογούμαστε στους καχύποπτους ή στους κακοήθεις. Με άλλα λόγια, δεν ζητάμε συγγνώμη γι' αυτό που είπαμε και σπεύδουμε στις κακές ερμηνείες και στη διαστρέβλωση των απόψεών μας.
Δεν αναφέρομαι μόνο στο πολυσυζητημένο θέμα των ημερών με το σχόλιο στην «Athens Voice». Μιλώ για το πώς σε αυτή την κοινωνία των αφόρητων πολιτικών εγωισμών και της οπαδικής στρεψοδικίας η ίδια η συγγνώμη έχει γίνει τόσο δύσκολο και ανεπιθύμητο πράγμα. Ενώ, από μια άποψη, θα έπρεπε να αποτελεί κομμάτι της δημοκρατικής μας αυτοσυνείδησης, όπως και του στοιχειώδους επαγγελματισμού, είναι βαθιά ανεπιθύμητη. Και στη δημοσιογραφία αλλά και στη γενικότερη πολιτική και πνευματική ζωή. Σχεδόν άγνωστο είδος η συγγνώμη που δεν ψάχνει δικαιολογίες, δηλαδή αυτή που έχει μέσα της κάτι από λύπη και αιδώ. Η γνήσια συγγνώμη. Γιατί άραγε; Ίσως επειδή σκεφτόμαστε πάντα πως δείχνει υποχώρηση σε κάποια πίεση, σε κάποιο κύμα επικρίσεων που μας ασκείται από έξω, από τους αντιπάλους μας.
Όταν ζητάς συγγνώμη δεν σπεύδεις να περάσεις αμέσως σε αντεπίθεση ή να υπερασπιστείς το δίκιο σου. Ή είχες δίκιο και σε παρεξήγησαν ή ήσουν απαράδεκτος και το αναγνωρίζεις με ευθύτητα. Τα υπόλοιπα είναι ανώφελες υπεκφυγές, αμηχανία ή κακή πολιτική.
Η συγγνώμη της αυτοκριτικής, όμως, η μοναδική δηλαδή που έχει σημασία, είναι λιτή. Δεν μπορεί να συνοδεύεται από ουρές, δεύτερες αφηγήσεις, αμυντικο-επιθετικά συστήματα που την αναιρούν. Είναι το αντίθετο της εξυπνακίστικης αποψούλας και της ψευδο-ασέβειας που περιέχουν τα εμφανώς στρατευμένα σχόλια. Η πραγματική ελευθερία, εν τέλει, βρίσκεται στη συγγνώμη: όχι στο να επιμένει κανείς πάντα και με κάθε ευκαιρία στην άποψή του αλλά στο να αναγνωρίζει το λάθος και να αναλαμβάνει την ευθύνη του, ακόμα και αν ξέρει πως μέσα στον «πόλεμο» και στη διάθεση για εξόφληση διαφόρων λογαριασμών οι άλλοι θέλουν φυσικά να τον κατασπαράξουν.
Η αλήθεια είναι ότι αυτό το είδος συγγνώμης δεν βρίσκεται συχνά ούτε στις πάντα άμεμπτες αριστερές καρδιές ούτε σε κάτι εξυπνάκηδες φιλελεύθερους που νομίζουν πως φιλελεύθερο είναι απλώς να χτυπάς τον ΣΥΡΙΖΑ. Η κουλτούρα της αυτοκριτικής είναι ένα σπάνιο πτηνό που δεν εμφανίζεται στη χώρα, παρά μόνο σε ελάχιστες περιπτώσεις. Έχω την εντύπωση, μάλιστα, πως αυτή η έλλειψη δεν είναι θέμα ατομικής αδυναμίας και «εθνικού χαρακτήρα»: έχει να κάνει περισσότερο με την ανασφάλεια και την ανάγκη οχύρωσης σε στρατόπεδα γνώμης που σε αυτούς τους καιρούς των αναστατώσεων πιστεύει κανείς πως μπορεί να τον προστατέψουν και να τον περιθάλψουν. Σε περιόδους έντονης πόλωσης η ομολογία του σοβαρού λάθους «κοστίζει». Όταν όλη η δημόσια σφαίρα βράζει από εκδηλωμένες ή βουβές επιθέσεις, οι συγγνώμες φαντάζουν παράκαιρες και αυτοϋπονομευτικές.
Έχουμε, λοιπόν, πολλά ζητήματα να λύσουμε όταν κατακαθίσει ο κουρνιαχτός και αρχίσει η νέα πολιτική φάση. Εκτός από το τι σημαίνει πρόοδος και συντήρηση και όλα τα άλλα μεγαλειώδη της πολιτικής, πρέπει να ξαναδούμε τον εξυπνακισμό, τη συναισθηματική αφασία, τους πολιτικούς πρωτογονισμούς (που θάλλουν σε όλες τις οικογένειες της πολιτικής) ή το σύνδρομο του δικαιωμένου-από-τις εξελίξεις κ.λπ. Να ξαναδούμε αυτοκριτικά όσα αναπαράγουν τη βαναυσότητα, την επιπολαιότητα και την καθαρή βλακεία στη δημόσια σφαίρα. Να μειώσουμε το βάρος της ανοησίας, ελέγχοντας δύο φορές αυτό που εκστομίζουμε, πιστεύοντας συχνά πως όλα λέγονται και όλα επιτρέπονται στον αχταρμά.
Μέχρι τότε, ας συνηθίσουμε απλώς στην ιδέα πως όταν ζητάς συγγνώμη δεν σπεύδεις να περάσεις αμέσως σε αντεπίθεση ή να υπερασπιστείς το δίκιο σου. Ή είχες δίκιο και σε παρεξήγησαν ή ήσουν απαράδεκτος και το αναγνωρίζεις με ευθύτητα. Τα υπόλοιπα είναι ανώφελες υπεκφυγές, αμηχανία ή κακή πολιτική.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO