Εσύ το ήξερες. Το είχες καταλάβει από την αρχή. Κι εγώ, προστατευτικά αφελής, μέσα στη ανοησία μου, προσπαθούσα να σε προφυλάξω λέγοντας ψέμματα. "Δεν έχεις τίποτα" σου έλεγα "δε με πιστεύεις; Χρειάζεται μόνο να ξεκουραστείς και να φας. Και μέρα με τη μέρα θα δυναμώσεις. Θα σηκωθείς. Θα γίνεις ξανά η γυναίκα που ήσουν πριν".
Κι όμως πέθαινες.
Οι γιατροί είπαν ότι με δυσκολία θα έβγαζες το χειμώνα. Ο καρκίνος σου ήταν προχωρημένος και αρκετά επιθετικός. Μήνες έδιναν. Κι εσύ το καταλάβαινες. Και με κοίταζες βαθιά μέσα στα μάτια, για να γεμίσεις από την εικόνα μου. Από την εικόνα του σπιτιού. Τις φωτογραφίες των αγαπημένων στο δεξί κομοδίνο. Το χρώμα των λουλουδιών στο βάζο. Αλλά το βλέμμα μου με πρόδιδε. Τα κόκκινα υγρά μάτια μου. "Πήγαινε τώρα" μου έλεγες. "Σε περιμένουν τα παιδιά. Έχει τόσο ωραία μέρα έξω. Μην τη χάσεις"... Νοιαζόσουν για το χρόνο το δικό μου, κι ας λιγόστευε μέρα με τη μέρα ο δικός σου.
Στην μεριά σου, στην άκρη του καναπέ, τα μαξιλάρια και το κάλυμμα είναι ακόμα τσαλακωμένα από την τελευταία φορά που καθόσουν. Τα άφησα όπως ήταν. Κάτι σαν την βαρύτητα αγάπης, που όταν το αντικείμενο της λατρείας εξαφανίζεται, παραμένει για καιρό ο απόηχός της.
Καταλάβαινα ότι το μόνο πράγμα που θα μπορούσε να διαστείλει το χρόνο είναι η αγάπη. Και σου έδειχνα όση περισσότερη μπορούσα. Να χορτάσεις τουλάχιστον από αυτή, αφού για φαγητό ούτε που να ακούσεις. Πέρασε καιρός μέχρι να καταλάβω ότι δεν έφαγες ούτε μια φορά το γλυκό που σου έφερνα. Κι ας ήταν το αγαπημένο σου. Κι εγώ συνέχιζα να το φέρνω και εσύ συνέχιζες να μου λες πόσο πολύ σου άρεσε και πως σε στύλωνε και σου έδινε δύναμη. Ούτε μια φορά δεν κατάφερες να το φας. Αλλά ποτέ δεν το είπες.
Πόσους και πόσους γιατρούς δεν ρώτησα για την περίπτωσή σου. Ήθελα να σε σώσω. Και μαζί με σένα να σώσω και την ελπίδα μέσα σου. Όλοι κουνούσαν το κεφάλι. Όλοι βεβαίωναν το αναπόφευκτο. Έφευγες. Και δεν μπορούσα να κάνω τίποτα για να το αποτρέψω.
Θυμάμαι εκείνο το τελευταίο κυριακάτικο πρωινό στο σπίτι σου. Το χέρι σου που έτρεμε μέσα στα δικά μου, σαν δεύτερος παλμός στο σώμα μου. Ένας παλμός που αγωνιούσε για ζωή. Προσπαθούσε να την κρατήσει. Όπως προσπαθούσαμε να κρατήσουμε στις παλάμες μας το θαλασσινό νερό όταν είμαστε μικροί. Κι όσο κι αν σφίγγαμε τα χέρια, αυτό δραπέτευε και χανόταν. Έτσι κι ζωή. Όσο σφιχτά κι αν σε αγκάλιαζα, αυτή σε εγκατέλειπε. "Κάνε λίγο υπομονή", σου έλεγα. "Δώσε χρόνο στον εαυτό σου. Προσπάθησε να φας". Και τότε μου έσφιξες τα χέρια και ψιθύρισες: "Άφησε με να φύγω. Ήρθε η ώρα να φύγω". Νομίζω ότι τότε η καρδιά μου για λίγο σταμάτησε. Έχασε κάποιους παλμούς. Σε κοίταξα και σταμάτησα να μιλάω. Με κοίταξες και κατάλαβες. Τι περίεργη ησυχία δημιουργεί η ζωή όταν φεύγει. Ήσυχα πολύ. Με ένα λυγμό.
Έφυγες μια Δευτέρα απόγευμα, λίγο πριν τελειώσει ο χειμώνας. Δίπλα στο κομοδίνο σου, μαζί με τις φωτογραφίες το γλυκό που σου έφερνα ήταν μισοφαγωμένο στο πιατάκι. Ίσως έκανες μια απέλπιδα προσπάθεια να πάρεις μαζί σου μια τελευταία γλυκιά θύμηση ζωής. Ή απλώς για ακόμα μια φορά να μου γλυκάνεις τον πόνο με ένα ψέμα. Τώρα που έφυγες, τίποτα δεν διώχνει την πίκρα.
Όλα τα πράγματα έγιναν δικά σου. Ακόμα κι αυτά που δεν ήταν. Κι αυτά που ήταν πραγματικά δικά σου διογκώθηκαν και γέμισαν τον χώρο. Θέλοντας και μη πέφτω επάνω τους. Σκοντάφτω σε σένα που δεν υπάρχεις πια. Πόσο εκκωφαντική Θεέ μου είναι αυτή η σιωπή της απουσίας σου. Στην μεριά σου, στην άκρη του καναπέ, τα μαξιλάρια και το κάλυμμα είναι ακόμα τσαλακωμένα από την τελευταία φορά που καθόσουν. Τα άφησα όπως ήταν. Κάτι σαν την βαρύτητα αγάπης, που όταν το αντικείμενο της λατρείας εξαφανίζεται, παραμένει για καιρό ο απόηχός της. Τι πόνο κρύβει η αγάπη όταν χάνει το αντίκρυσμά της. Τώρα που δεν είσαι, κατάλαβα το πόσα πολλά ήσουν.
Αφιερωμένο στην Ελένη, που έφυγε τον περασμένο χειμώνα...
σχόλια