«Είμαστε αποκομμένοι από την Ελλάδα, ξεχασμένοι» ακούω να μου λένε άνθρωποι της επαρχίας, όποτε, για δουλειά ή για αναψυχή, βρεθώ στα μέρη τους. Αυτή είναι μια πάγια αλήθεια και δεν την αμφισβητώ. Υπάρχει, όμως, και ένα εξίσου σημαντικό αντίβαρο, που ετούτη τη φορά έρχεται από εμάς, «τους βολεμένους της πρωτεύουσας», όπως πολλές φορές μας λένε. Το «αντίβαρο» αυτό είναι ότι ίσως εμείς, οι «του κράτους των Αθηνών» οι προνομιούχοι, να είμαστε εξίσου αποκομμένοι από την Ελλάδα, πιθανώς και... πιο ξεχασμένοι απ' ό,τι οι συμπατριώτες μας της περιφέρειας. Ε, όχι δα, θα πείτε. Όλα εκεί τα έχετε. Τα πολλά λεφτά. Τους δρόμους. Τις υποδομές. Τα κέντρα και παράκεντρα της εξουσίας. Όλες τις υπηρεσίες. Κι ακόμα: ελάτε εδώ να δείτε πόσο υποβαθμισμένα είναι τα μέρη μας. Πόσο σκόρπισαν οι νέοι μας άνθρωποι. Πόσο πίσω είμαστε σε υποδομές. Τι ταλαιπωρία τραβάμε για να διεκπεραιώσουμε μια δουλειά. Πόσο λίγα, στην ποσότητα και στην ποιότητα, είναι τα σχολεία και τα νοσοκομεία μας. Πόσο αδικημένες, πάντα, οι ποδοσφαιρικές μας ομάδες.
Δεν μπορεί να τα αμφισβητήσει κάποιος όλ' αυτά. Είναι αλήθειες οφθαλμοφανείς. Και πολύ πολύ σκληρές. Αλλά επιμένω και στο... δικό μας, σοβαρό «αντίβαρο», εκείνο που μας καθιστά πιο αποκομμένους από όλους τους υπόλοιπους της επικράτειας. Η επαρχία, που τη ζω έντονα τον τελευταίο καιρό λόγω μιας επαγγελματικής υποχρέωσης στη βόρεια Ελλάδα, προφανώς εξ ανάγκης έχει προσαρμόσει τη ζωή και τις συνήθειές της σε κώδικες που ακόμα και το δικό μας διεφθαρμένο μυαλό δεν μπορεί να χωρέσει. Χέρι χέρι με τον ρομαντισμό και την αθωότητά της πορεύονται η απάτη, η πλήρης ανομία, η ισχύς των εκβιαστών, το παρακράτος των τοπικών αρχόντων και το νταβατζηλίκι μερικών εκ των πλούσιων τζακιών της κάθε τοπικής κοινωνίας. Ασφαλώς και είναι μια μικρογραφία της Αθήνας η Ελλάδα της περιφέρειας, αλλά σε μέρη που πραγματικά είναι πολύ μικρά και με διαλυμένο σχεδόν τον λεγόμενο «κοινωνικό ιστό» τους φαντάζει πολύ, μα πάρα πολύ μεγάλη. Σε ορισμένες περιπτώσεις, μάλιστα, βλέπεις εκεί, πιο ανάγλυφα από οπουδήποτε αλλού, αυτό που λέμε «κράτος εν κράτει».
Στην πρωτεύουσα, φερ' ειπείν, κάποια προσχήματα, κουτσά στραβά τηρούνται. Ο επιχειρηματίας, ας πουμε, που θέλει να προβάλλει τον δικό του άνθρωπο από κάποιο τηλεοπτικό κανάλι ή εφημερίδα θα βρει τρόπο, αν δεν μπορεί ο ίδιος, έστω μέσω τρίτων, να πλησιάσει τον ιδιοκτήτη του μέσου και να του ζητήσει τη χάρη, με ή χωρίς οικονομικό διακανονισμό. Ο αντίστοιχος επιχειρηματίας της επαρχίας είναι πιο ατσούμπαλος, πιο ωμός. Θα πάρει ο ίδιος τον διευθυντή ειδήσεων και θα τον διατάξει «κάνε αυτό που σου λέω εγώ». Και εάν δεν το κάνει, θα στείλει επιστολή στον σταθμό λέγοντας «από αυτήν τη στιγμή σάς κόβω τη διαφήμιση». Ωμά και ντόμπρα! Την έζησα μια τέτοια ιστορία, ακριβώς όπως σας τη λέω. Και τρόμαξα, γιατί ο «εν λόγω» ευαγγελίζεται, όπως δημόσια παπαγαλίζει, μια Ελλάδα που να μην είναι αυτό που εκπροσωπεί εκείνος - δηλαδή, μιΑ Ελλάδα της διαφθοράς, της «πλαγίας οδού», του τσαμπουκά και του «ξέρεις, ρε, ποιος είμαι εγώ;». Εκεί, λοιπόν, στην «ασυνάρτητη επαρχία», όπως την τραγούδησε ο Σαββόπουλος, η επιβολή του «δικού μου νόμου» είναι πράγματι υποθεση παίξε-γέλασε. Διότι, ο κύκλος, βλέπετε, είναι μικρός και εύκολο είναι να χωρέσουν όλοι σε αυτόν. Δυο τρία στόματα να μπουκώσεις, καθάρισες. Στην Αθήνα χρειάζονται περισσότερα... τυπικά προσόντα. Η ρομαντική πλευρα της αναρχίας της επαρχίας αντέχεται για λίγο. Η καθημερινότητά της συντρίβει όχι μόνο τον επισκέπτη, αλλά, κυρίως, εκείνον που την υπηρετεί, την καθημερινότητα, περιμένοντας πότε θα 'ρθει εκείνη η ευλογημένη μέρα που θα «την κάνει» για κάποιο άλλο, μεγαλύτερο αστικό κέντρο, ή και κάποια άλλη χώρα. Οι νέοι επιστήμονες, αυτοί που φεύγουν και επιστρέφουν με καλά πτυχία, είναι ολότελα μπλοκαρισμένοι. Γρήγορα παίρνουν τον δρόμο της «ξενιτειάς», ημεδαπής ή και αλλοδαπής. Όσοι μένουν, εκτός του ότι είναι λίγοι, αναγκάζονται να συμβιβαστούν.
Να συμβιβαστούν όχι μόνο με μια κοινωνία που όσοι τη διαφεντεύουν δεν θέλουν να τη δουν να ανοίγεται, να δημιουργεί, να προχωράει μπροστά, αλλά και με μια κοινωνία που, ως επί το πλείστον, έχει άπνοια πολιτιστική (τίποτα, μα τον Θεό, δεν κινείται στις περισσότερες «μικρομεσαίες» πόλεις της επαρχίας μας), νηπιακή ανάπτυξη (τώρα, μάλιστα, που τέλειωσαν ή τελειώνουν και οι από Ευρώπης επιδοτήσεις) και γεωργία λανθασμένη. Όλα μοιάζουν άδεια, λοιπόν. Εκτός από τις πλατείες. Οπου καφετέριες, σουβλατζίδικα και στοιχηματζίδικα είναι πάντοτε φουλ...
σχόλια